O αφόρητος μήνας Αύγουστος
21.8.2008 
Την περασμένη Κυριακή έκανα χιλιόμετρα (πεζός) για να αγοράσω τις εφημερίδες μου. Και να σκεφτεί κανείς ότι ζω στο κέντρο της Αθήνας. Ολα τα περίπτερα της γειτονιάς μου κλειστά. Ενα που βρήκα ανοιχτό, περί τα οκτώ οικοδομικά τετράγωνα μακριά από το σπίτι μου, είχε τις μισές από τις εφημερίδες που ήθελα. Οι υπόλοιπες είχαν εξαντληθεί «λόγω αυξημένης ζήτησης», όπως ακριβώς μου είπε ο περιπτεράς. Λογικό ήταν, αφού επρόκειτο για τον μοναδικό περιπτερά της (ευρύτερης) περιοχής που μας έκανε την τιμή να μην κατεβάσει ρολά τον Αύγουστο. Εννοείται ότι συνέχισα την πεζοπορία. Γύρνα από εδώ, γύρνα από εκεί, κόντεψα να φτάσω από του Γκύζη στην Ομόνοια, αλλά τις εφημερίδες μου τις βρήκα. Οταν, όμως, επέστρεψα στο σπίτι, καλοψημένος (σχεδόν κριτσανιστός) από τον ήλιο του μεσημεριού, θυμήθηκα ότι δεν είχα αγοράσει αναψυκτικά. Οχι, δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω πίσω. Ετσι, πέρασα την Κυριακή μου χωρίς Κόκα-Κόλα – πράγμα το οποίο (όσοι με γνωρίζουν το ξέρουν) για εμένα είναι κάτι παραπάνω από αφόρητο. Αυτά όμως έχει ο Αύγουστος στην πόλη. Αυτός ο υπέροχος, όπως τον παρουσιάζουν κάποιοι συνάδελφοι μέσα από τα άρθρα τους, Αύγουστος, που «είναι ο ομορφότερος μήνας για να τον περάσεις στην άδεια και πιο ανθρώπινη Αθήνα». Μόνο που αυτά τα λένε όσοι συνήθως τον Αύγουστο παίρνουν άδεια και παραθερίζουν σε κάποια δροσερή παραλία.

Το έχω γράψει και παλαιότερα, για εμένα ο Αύγουστος στην πόλη είναι επιεικώς αφόρητος. Σας μιλάει ένας άνθρωπος που έχει περάσει στην Αθήνα τους είκοσι τελευταίους Αυγούστους της ζωής του. Οχι από βίτσιο, από ανάγκη – αλλά δεν είναι της παρούσης. Κατανοώ ότι, αν οδηγείς, ο εν λόγω μήνας είναι σωτήριος, καθώς οποιαδήποτε ώρα της ημέρας βρίσκεις θέση ακριβώς κάτω από το σπίτι σου. Δεν οδηγώ, οπότε μου είναι αδιάφορο. Εχω όμως άλλες ανάγκες, τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατον να ικανοποιήσω. Ολα τα μαγαζιά στη γειτονιά μου κλειστά. Για εφημερίδες, περιοδικά, χυμούς, σοκολάτες ή παγωτά (σε περίπτωση οξείας υπογλυκαιμίας) πρέπει να ξενιτευτώ. Για να βάλω στο στόμα μου μία τσίχλα (για να φύγει η σκορδίλα από το τζατζίκι), πρέπει, αν δεν έχω προνοήσει, να φτάσω στην παρακάτω γειτονιά, στην παρακάτω ρούγα. Και για φαγητό, το βράδυ, αν δεν έχω μαγειρέψει (ποιος ανάβει κουζίνες με τέτοια ζέστη;) ή αν δεν βγω με κάποιον φίλο (που να τον βρω, όταν όλοι έχουν φύγει για διακοπές;), πρέπει να τηλεφωνώ με τις ώρες ώσπου να πετύχω το delivery που δεν έχει κλείσει. Συνήθως δε, εκείνο που μένει ανοιχτό είναι το χειρότερο της Αθήνας: το ταβερνείο που αποφεύγω πεισματικά όλον τον χειμώνα, διότι (κατά τη θεία Ιουλία) «αυτός που το έχει, όπως μου είπε η κυρία Ματζαβίνου που μένει από πάνω, βγάζει τα κρέατα από το ψυγείο ώρες προτού τα μαγειρέψει και να οι μύγες, να οι κατσαρίδες!». Σε κάτι τέτοιες καταγγελίες τον χειμώνα (που δεν ζουν οι μύγες) είμαι ιδιαίτερα επιρρεπής. Τον Αύγουστο δεν ακούω τίποτα. Μύγες ξεμύγες, κάτι πρέπει να φάω για να σταθώ στα πόδια μου!

Είναι όλα αυτά. Είναι και οι φίλοι που με παίρνουν στο τηλέφωνο δήθεν για να δουν τι κάνω, στην πραγματικότητα για να με τρελάνουν και να μου φάνε την περιουσία. «Πώς είσαι; Ερημιά στη γειτονιά, ε; Ποπό, μάγκα μου, να ήμασταν εκεί! Ησυχία, ηρεμία... Τέλεια! Τι άλλο θέλεις! Εμείς εδώ, τι να σου πω... Τα γνωστά... Μπάνιο το μεσημέρι και αργά το απόγευμα, ουζάκι στο ταβερνάκι – εκείνο το μικρό πάνω στη θάλασσα, που σου άρεσε – κάτι εκδρομούλες με το φουσκωτό σε απόμακρες παραλίες, το βράδυ κανένα θερινό σινεμά ή κανένα πανηγύρι. Καλά είναι, αλλά πολύς κόσμος!». Κάτι τέτοια μου λένε και ψάχνω ύστερα να βρω το μαγικό λυχνάρι μου, να το τρίψω και να ευχηθώ στο τζίνι να τους φέρει στην Αθήνα και να με στείλει στη θέση τους, στο νησί. Αλλά δεν θυμάμαι πού το έχω κρύψει...

Εχω και τη θεία Ιουλία! Μόνος, ολομόναχος, γιατί η εξαδέλφη μου πήγε – δεν θα το βρείτε! – διακοπές. Η οποία θεία, χθες γύρω στις επτά το απόγευμα, ανακάλυψε ότι της τελείωσε η βαλεριάνα. «Θα σου αγοράσω αύριο». «Αύριο; Κι εγώ τι θα κάνω ως τότε; Αν δεν την πάρω, δεν μπορώ να κλείσω μάτι, και αν δεν κοιμηθώ...». Κατάλαβα. Κατάλαβα. Και πήρα πάλι τους δρόμους αναζητώντας ανοιχτό φαρμακείο. Ο,τι πιο δύσκολο. Νομίζω ότι αν αυτή τη στιγμή, στην παραλία όπου λιάζεστε, σηκωθείτε και ρωτήσετε φωναχτά «Υπάρχει κανένας φαρμακοποιός εδώ;» θα σας απαντήσει θετικά το 80% των λουομένων! Αυτή, πάντως, τη φορά ήμουν αρκετά τυχερός. ΄Η έτσι νόμιζα. Γρήγορα (που λέει ο λόγος) ανακάλυψα ένα ανοιχτό φαρμακείο. Μόνο που δεν είχε τη βαλεριάνα που παίρνει η θεία Ιουλία. Γιατί «εμένα, αγόρι μου, με πιάνει μόνο εκείνη του Κορρέ, που είναι σε σταγόνες, όχι τα χάπια που δεν μπορώ και να τα καταπιώ εύκολα». Η περιπέτεια συνεχίστηκε ως το Κολωνάκι όπου βρήκα τη βαλεριάνα του Κορρέ – βοήθειά του!

Εχει, βέβαια, και τα ωραία του ο Αύγουστος. Αργά το βράδυ, όταν η θεία έχει μαστουρώσει (από τη βαλεριάνα, για να μην παρεξηγηθώ) και έχει πάψει να αναπολεί τα οργισμένα νιάτα της (δεν μπορώ να σας πω πόσες φορές μου διηγείται τα ίδια και τα ίδια, για να γίνει έξαλλη αν τολμήσω να της πω ότι έχω βαρεθεί να τα ακούω), η ησυχία τής (συνήθως ανήσυχης) πόλης είναι πράγματι θεσπέσια. Μια ησυχία πηχτή, που σε τυλίγει και σε νανουρίζει. Μόνο που εφέτος, εκτός από εμένα και τη θεία Ιουλία παρέμεινε στη γειτονιά και ο πολυμίσητος που έχει την κρεβατοκάμαρά του στον ακάλυπτο και που βλέπει εφιάλτες ότι τον δολοφονούν. Σας είχα γράψει για την περίπτωσή του πριν από μερικά τεύχη, τότε που ξύπνησα χαράματα από τις αγριοφωνάρες του. «Βοήθεια, με σκοτώνουν! Βοήθεια!» ούρλιαζε. Ε, λοιπόν, ο εν λόγω όχι μόνο δεν ακολούθησε το κοπάδι των ευτυχισμένων παραθεριστών, όχι μόνο αποφάσισε να περάσει μαζί μου τον Αύγουστο, αλλά άρχισε να έχει ακόμη πιο άγριους εφιάλτες. Δεν ξέρω αν φταίει η ζέστη, δεν ξέρω αν φταίει η μοναξιά του, δεν ξέρω αν φταίει κάποια ψυχική νόσος, αλλά την τελευταία εβδομάδα με έχει κατατρομάξει δύο φορές – στις τρεις και στις πέντε το πρωί αντίστοιχα – με τα ουρλιαχτά του. Οπου τώρα δεν τον σκοτώνουν απλώς, αλλά τον σφάζουν με πριόνι, τον ξεκοιλιάζουν με κατσαβίδια και άλλα τέτοια, που δεν σας τα μεταφέρω λεπτομερώς διότι Αύγουστος είναι, μπορεί να έχετε μείνει και εσείς στην πόλη και να σκιάζεστε. Εγώ, πάντως, σαράντα σταγόνες από τη βαλεριάνα της θείας πήρα τις προάλλες για να συνέλθω από την τρομάρα που μου προκάλεσαν οι γκραν γκινιόλ εφιάλτες του και να ξανακοιμηθώ. Οχι τίποτε άλλο, αλλά, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα την τελειώσω όλη τη βαλεριάνα και θα πρέπει να ψάχνω πάλι για φαρμακείο, αλλιώς ποιος την ακούει!
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers