Για την αγάπη του κινέζου
14.10.2010 
Αν κάποτε η ευχή της ελληνίδας μάνας για την ανύπαντρη κόρη της ήταν «να βρεις ένα καλό παιδί», σήμερα είναι «να βρεις έναν καλό Κινέζο». Η επίσκεψη του πρωθυπουργού της ασιατικής χώρας στην ταπεινή πατρίδα μας άλλαξε τις νοοτροπίες αιώνων. Στη μετά Γουέν Τζιαμπάο εποχή το «παπούτσι απ' τον τόπο σου» δεν ισχύει, ειδικά όταν είναι μπαλωμένο. Κάτι το κιμπαρλίκι που περιέφερε ο Τζιαμπάο, κάτι η α λα κέρας της Αμάλθειας αγκαλιά του, που υποσχόταν όλα τα καλά του Βούδα στους βασανιζόμενους Έλληνες, κάτι ο ενθουσιασμός του για το ελαιόλαδο, το κριθαράκι στον φούρνο και την Ακρόπολη..., ξαφνικά καταλάβαμε ότι το μέλλον μας είναι η Κίνα. Και αν οι μητέρες μας μας πίεζαν στα παιδικάτα μας να τελειοποιήσουμε τα αγγλικά μας, «γιατί αυτά μιλιούνται σε όλον τον κόσμο», ή τα γαλλικά μας, επειδή «είναι θέμα ανατροφής και σωστής αγωγής, τελεία και παύλα», σπεύδουμε τώρα στους εκ Σανγκάης καθηγητές για να μάθουμε να λέμε με τη σωστή προφορά «σίσι» (ευχαριστώ) κάθε φορά που ένας Κινέζος θα καταδέχεται να μας ελεήσει με το γιουάν του. Σίσι, πολυχρονεμένοι μας αφέντες.

Σε περίπτωση, πάλι, που ο ελεήμων Κινέζος το πάει αλλού, το προχωρήσει, μεταλλάξει την αδιαμφισβήτητη εκτίμηση προς το πρόσωπό μας σε έρωτα και ζητήσει το χέρι της αδελφής μας (το οποίο και θα του δώσουμε, με αντάλλαγμα πολλές καλοκαραμελωμένες πάπιες Πεκίνου για τις ημέρες της μεγάλης πείνας) το «σ' αγαπώ» που θα του λέει κάθε πρωί, την ώρα που θα τον καλημερίζει με την τελετή του τσαγιού, το γνωρίζει ήδη. Της το έχει διδάξει μετά μουσικής ο Γιάννης Βογιατζής με το: «Σ' αγαπώ ελληνικά / ίο τι άμο ιταλικά / ζε βουζέμ φραντσέζικα / (...) / τσε τσα κο κινέζικα». Τσε τσα κο, λοιπόν, προς κάθε Κινέζο αδέσμευτο αλλά και δεσμευμένο – ποιοι είμαστε εμείς για να τον κρίνουμε; – που θα προθυμοποιηθεί να μας ακουμπήσει τα λεφτάκια του, μπας και δούμε άσπρη μέρα ή, μάλλον, κίτρινη.

Ελληνίδες, Έλληνες, we love China! Πάντα την αγαπούσαμε, πάντα προσβλέπαμε σε αυτήν, πάντα προσδοκούσαμε ότι και η Κίνα θα μας δείξει εμπράκτως τη μεγάλη αγάπη της. Διότι όλα αυτά, η επίσκεψη του Τζιμπάο, οι βαθιές μετάνοιες που κάναμε στη χάρη του, οι μετάνοιες που μας έκανε με τη σειρά του για να τιμήσει το αρχαιοελληνικό μεγαλείο μας (γιατί το νεοελληνικό είναι μάλλον δυσδιάκριτο), λόγω αγάπης έγιναν. Το διέκρινες στα άδολα, αθώα βλέμματα των πολιτικών, Ελλήνων και Κινέζων. Ειδικά των δικών μας, που είδαν στην επίσκεψη Τζιμπάο την άφιξη του Μεσσία, που φέρνει τη δικαιοσύνη, τη σωτηρία, που τείνει το χέρι για να μας τραβήξει από τον τάφο ως νέους Λαζάρους. Το έβλεπες στα ρεπορτάζ των δελτίων ειδήσεων, τα οποία παρουσίασαν τη σύσφιγξη (με το αζημίωτο) της ελληνοκινεζικής φιλίας ως την απαρχή της ανάστασης του έθνους, με τους δημοσιογράφους να παινεύουν τον κινέζο πρωθυπουργό για τους τρόπους του, όπως δεν έχουν επαινέσει άλλον πολιτικό. Εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος. Το θέμα είναι πόσες τούμπες θα κάνουμε!

«Και τούμπες σαν αυτές που βλέπουμε στην Όπερα του Πεκίνου θα του κάνεις, αν χρειαστεί» συμβουλεύει η θεία Ιουλία την κόρη της και εξαδέλφη μου, προσπαθώντας να την πείσει να κάνει τα γλυκά μάτια στον Κινέζο που έχει το μαγαζί με τα (συνθετικά) μπέιμπι ντολ και τις (επικίνδυνες) ηλεκτρικές φρυγανιέρες (όποτε υπερθερμαίνονται εκρήγνυνται) στην παρακάτω γωνιά. «Δεν τον θέλω» η κόρη, «θα τον πάρεις» η μάνα, «άλλα λόγια, ρε παιδιά» εγώ, προσπαθώντας να φρενάρω τον φιλοκινεζικό οίστρο της θείας. «Από πού και ως πού θα μας παντρευτεί, θεία μου; Έχει εκδηλώσει ο άνθρωπος ενδιαφέρον για εμάς; Δεν έχει». «Πού να τολμήσει; Τον αφήνει η κυρία έτσι αφ' υψηλού που τον κοιτάζει;». «Ποιον να κοιτάξω, χριστιανή μου; Αυτός φτάνει με το ζόρι στη μέση μου». «Δεν το ξέραμε να σου παραγγείλουμε έναν δίμετρο». «Σου ζήτησα να μου παραγγείλεις τίποτε από τα κινέζικα; Στο ζήτησα; Ποτέ δεν στο ζήτησα». «Γι' αυτό κοντεύεις τα 50 και δεν έχεις έναν άνθρωπο να σε σκεπάζει το βράδυ». «Δεν ξεσκεπάζομαι και δεν κοντεύω τα 50». «Δεν θυμάμαι, λες, πότε σε γέννησα, παιδάκι ήμουν! Σαν την Ντυράς, τότε που τραβολογιόταν με τον Κινέζο στο, πώς το ’λεγαν εκείνο που έχει γράψει;». Στον «Εραστή» – όλα τα θυμάται. «Α μπράβο! Καπάτσα η Ντυράς και τον ξεζούμισε και τον έκανε βιβλίο για να θησαυρίσει από τις πωλήσεις του». «Μαμά, ο εραστής της Ντυράς ήταν ένας κούκλος, ενώ αυτός που μου προτείνεις...». «Να θυσιαστείς, κόρη μου. Για το καλό της πατρίδος. Για το καλό της οικογένειάς σου. Έρχεται πείνα. Πρέπει να έχουμε και εμείς τον Κινέζο μας, για να μας φέρνει τα σπρινγκ ρολς μας, τα νουντλς μας. Πώς αλλιώς θα επιζήσουμε;». Πώς; Με την αγάπη του Κινέζου. Γι' αυτό δεν υποδεχτήκαμε και τον Τζιαμπάο με τέτοιον ενθουσιασμό; Για τα σπρινγκ ρολς τα επιούσια. Και γιατί ο πνιγμένος, όταν δεν του μένουν μαλλιά, καθώς τα έχει ξεριζώσει από την απόγνωση, από τα νουντλς πιάνεται.

 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers