Στο ίδιο έργο θεατές...
18.11.2010 
Από τότε που κυκλοφόρησαν τα κινητά τηλέφωνα περιόρισα δραματικά τις εξόδους μου στον κινηματογράφο. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ στην ταινία, καθώς την ώρα που στην οθόνη αποκαλύπτεται ότι η φίλη-φίδι της πρωταγωνίστριας που της έκλεψε τον αρραβωνιαστικό είναι άνδρας και μάλιστα κατάσκοπος της Βόρειας Κορέας εκπαιδευμένος σε στρατόπεδα των Ερυθρών Χμερ στην Καμπότζη, ο 15χρονος διπλανός μου μιλάει στον Σάκη, Τάκη ή Μάκη για να του επισημάνει «πόσο μαλάκας είσαι που δεν ήρθες, ρε παπάρα» και να του δώσει ραντεβού «έξω από το Everest σε μία ώρα, θα είναι και τα άλλα τα μαλακισμένα». Εμένα τέτοιες τρυφερές επιθέσεις φιλίας με συγκινούν τόσο βαθιά, που με αποσυντονίζουν, με αποτέλεσμα να χάνω όσα εξελίσσονται επί της οθόνης. Έτσι, μου έχει απομείνει το θέατρο, όπου το κοινό διατηρεί ακόμη ως έναν βαθμό την αυτοσυγκράτησή του, αυτό που κάποιοι λένε savoir vivre του καλού θεατή. ΄Η, μάλλον, το διατηρούσε, καθώς έχει αρχίσει σιγά σιγά να το χάνει. Το διαπίστωσα ύστερα από πρόσφατη επίσκεψή μου σε κεντρική αθηναϊκή σκηνή, κατόπιν απαιτήσεως της θείας Ιουλίας, που ήθελε πάση θυσία να δει την Κατίνα Παξινού. Αφού είδα και έπαθα να τη συνεφέρω όταν της αποκάλυψα ότι η Παξινού έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, αποφάσισα να τη συνοδεύσω σε ένα πιο light θέαμα από τους «Βρικόλακες» του Ίψεν, όπου «η Κατίνα – Θεός σχωρέσ’ τη – μεγαλουργούσε» ή από το «Μάνα κουράγιο» όπου «θρηνούσε – αχ, Κατίνα! – και θρηνούσαμε μαζί της». Για να ξεδώσει λίγο και για να ξεχάσει την Κατίνα, η απώλεια της οποίας τόσο της στοίχισε – ετεροχρονισμένα.
 
Πέμπτη απόγευμα φθάσαμε στο θέατρο όπου παιζόταν ελληνική κωμωδία, γνωστή από την παλαιότερη μεταφορά της στον κινηματογράφο. Πήραμε θέσεις στον διάδρομο για να μπορούμε να πηγαινοερχόμαστε στην τουαλέτα χωρίς να πολυενοχλούμε σε περίπτωση που η θεία δεν μπορούσε να κρατηθεί (από τα γέλια), καθίσαμε και περιμέναμε το τρίτο κουδούνι. Για να επιδοθούμε, ως τη στιγμή που χτύπησε (με ένα τέταρτο καθυστέρηση), σε ένα ασταμάτητο σήκω-κάτσε: Ασφυκτική η απόσταση ανάμεσα στα καθίσματα, πολύς ο κόσμος που έπρεπε να περάσει. Δεν θα είχα πρόβλημα αν δεν έπρεπε κάθε φορά να τραβολογάω τη θεία Ιουλία, η οποία το κάθισμα το έχει εύκολο αλλά στο σήκωμα τα φέρνει πλέον σκούρα. Και αν μας έλεγαν, κυρίως αυτό, κανένα ευχαριστώ: Παιδιά που είχαν το ένα δέκατο της ηλικίας της θείας όχι μόνο μας προσπερνούσαν αδιάφορα ενώ εμείς προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε μισοσηκωμένοι στα καθίσματα, αλλά μας πατούσαν και μας ξαναπατούσαν χωρίς μία συγγνώμη. Εκείνη με κοίταξε με εκνευρισμό, εγώ την κοίταξα και δαγκώθηκα με νόημα, σαν να της έλεγα: «Έχεις δίκιο αλλά μην το κάνεις θέμα»... Ευτυχώς, τη στιγμή που πέρασε και η τελευταία γαϊδάρα πατώντας μας με όλη την έπαρση του δωδεκάποντού της και ενώ ήμασταν έτοιμοι να της ξεριζώσουμε τα εξτένσιονς και να ξεσπάσουμε πάνω της όλον τον εκνευρισμό μας για τις γαϊδάρες που είχαν προηγηθεί, άρχισε η παράσταση. Μαζί της και το απόλυτο μαρτύριό μας: Οι θεατές δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό να μιλάνε δυνατά, απαγγέλλοντας τα λόγια των ηθοποιών πριν από εκείνους (τα είχαν αποστηθίσει τόσες φορές που είχαν παρακολουθήσει την ταινία) και σχολιάζοντας όσα έβλεπαν. Με το που έκλαιγε η πρωταγωνίστρια, ύψωνε φωνή η κυρία πίσω μας: «Θα το σκάσει το κορίτσι ο σιχαμένος!». «Εμένα έπρεπε να έχει», παρενέβαινε η φίλη της, «και θα σου τον είχα κάνει...». «Εγώ να δεις πώς θα τον είχα κάνει» η τρίτη της παρέας. Στο μεταξύ, εκείνο που είχαν κάνει ήταν τα νεύρα μας τσατάλια.
 
Γιατί δεν έφτανε η λογοδιάρροια, είχαμε και το φαγοπότι. Μπροστά μας έτρωγαν με θόρυβο πατατάκια, δίπλα μας έπιναν μπίρες, παραδίπλα ξεδίπλωναν επιδεικτικά σοκολατάκια από το αλουμινόχαρτό τους. Αν συνεχιστεί αυτό, σε μερικά χρόνια – για να μην πω μήνες – οι θεατές θα παραγγέλνουν ακόμη και ντελίβερι την ώρα της παράστασης: «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» με πίτσα «Greek Lovers», «Η νύχτα της Ιγκουάνα» με κοκορέτσι και ένα καρτούτσο κοκκινέλι, «Η φαλακρή τραγουδίστρια» με σουφλέ τυριών και μους φράουλας με μαλλί της γριάς για φινάλε. Και καλά θα κάνουν: Αν παραγωγοί και ηθοποιοί δεν σέβονται τη δουλειά τους, απαγορεύοντας στους αχαρακτήριστους που μπερδεύουν τις θεατρικές αίθουσες με τις ταβέρνες, να τρώνε την ώρα της παράστασης, γιατί να το κάνουν οι ανά την Ελλάδα πεινασμένοι για άρτο και ουχί για θέαμα; Όταν κανένας δεν τους έχει μάθει να φέρονται; Με τέτοιες σκέψεις (και με πολλή όρεξη για φαγητό και κουβέντα από την πλευρά των «γειτόνων» μας) η παράσταση έφτασε στο ευτυχές φινάλε. Χειροκροτήσαμε ευγενικά, αγωνιστήκαμε να φτάσουμε στην έξοδο χωρίς να μας καταπατήσουν τα πλήθη που σπρώχνονταν για να προφτάσουν να βρουν ταξί (ή ανοιχτό φαγάδικο, όσοι δεν είχαν χορτάσει) και όταν φτάσαμε στο σπίτι κοιταχτήκαμε με ανακούφιση σαν να λέγαμε «γλιτώσαμε» αλλά και «ποτέ ξανά!». «Όταν είχα δει την Κατίνα στο “Μάνα κουράγιο”...» άρχισε να λέει η θεία, αλλά εγώ δεν την άκουγα. Σκεφτόμουν ότι τότε η «Μάνα» είχε το κουράγιο να επιβάλει στο κοινό σεβασμό για αυτό που έκανε, χωρίς να φοβάται ότι αν δεν του κάνει όλα τα χατίρια (όπως να του επιτρέπει να τρώει ενώ εκείνη σέρνει το κάρο της) θα το χάσει. Και ότι το κοινό ήξερε να φερθεί με σεβασμό σε αυτήν τη «Μάνα». Με τον σεβασμό που απώλεσε από τότε που ο θεατής έγινε τηλεθεατής και που άρχισε να συμπεριφέρεται παντού όπως συμπεριφέρεται όταν παρακολουθεί μόνος τηλεόραση, στο σαλόνι του σπιτιού του.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers