Προσφορές ή παγίδες;
3.2.2011 
Έπρεπε να πιάσουμε οικονομικά πάτο για να γίνουν εκπτώσεις της προκοπής: τα 50%-70% σε δελεάζουν να ψωνίσεις – αν έχεις ακόμη τη δυνατότητα. Και αυτήν τη φορά αφορούν το σύνολο του εμπορεύματος, όχι όπως παλιά, που έβαζαν 50% σε δύο-τρία τσίτια και στα υπόλοιπα κότσαραν τα ταμπελάκια της κοροϊδίας, δηλαδή των 10%-15% Έπρεπε, επίσης, να πιάσουμε πάτο για να αρχίσουν τα εστιατόρια να εφαρμόζουν και στην Αθήνα τη «happy hour», η οποία έχει καθιερωθεί εδώ και χρόνια στο εξωτερικό: αφορά μειωμένες τιμές στα γεύματα, ώστε οι εργαζόμενοι να μη χρειάζεται να πληρώσουν μια περιουσία. Έπρεπε, τέλος, να πιάσουμε πάτο για να γίνουν περισσότερες οι προσφορές σε δισκοπωλεία και βιβλιοπωλεία, για να υπάρχουν εκπτωτικά εισιτήρια στα θέατρα, για να δημιουργηθεί μια πλειάδα από ιστοσελίδες προσφορών... Για να αισθανθούμε ότι υπάρχει πρόνοια και για όσους δεν έχουν άνεση, αλλά δικαιούνται να απολαύσουν όσα έχει η πόλη να τους προσφέρει. Κρίμα που αυτό το χαμογελαστό πρόσωπό της δεν μας το είχε δείξει η Αθήνα όταν ήμασταν πιο άνετοι και μπορούσαμε να το απολαύσουμε περισσότερο. 
 
Κάτι αλλάζει πάντως. Η πρωτεύουσα που ζητούσε πολλά αλλά έδινε ελάχιστα στους κατοίκους της γίνεται πιο φιλική. Ισχύει, φαίνεται, αυτό που είχε ειπωθεί από την αρχή της κρίσης: ότι το στρίμωγμα θα φέρει και καλό, θα αναδείξει θετικά στοιχεία της Αθήνας και των ανθρώπων της, που ή δεν τα βλέπαμε λόγω δικής μας αδιαφορίας ή ήταν θαμμένα κάτω από τόνους ασυδοσίας και αισχροκέρδειας. Ξαφνικά «με κάθε πιάτο, δώρο ένα ποτήρι κρασί», «το δεύτερο ποτό δωρεάν», «κέρασμα το γλυκό». «Ο λόγος τους μας χόρτασε», αλλά και το κερασμένο γλυκό είναι δέλεαρ για να τους προτιμήσουμε. Κερνούσαν και παλαιότερα τα ελληνικά εστιατόρια, κυρίως τα ταβερνάκια – γιατί τα πιο... ψαγμένα είχαν σηκώσει μύτη και συνήθως δεν έδιναν τ’ αγγέλου τους νερό – πρώτη φορά, όμως, έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε τόσα κεράσματα. Όπως πρώτη φορά αγόρασα με 30 ευρώ πουκάμισο «επώνυμο», των 100 ευρώ, το οποίο στις προηγούμενες εκπτώσεις αρνούνταν να ρίξει την τιμή του – δεν μιλώ γενικώς και αορίστως, αναφέρομαι σε συγκεκριμένη μάρκα. 
 
«Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» αποφάνθηκε και η θεία Ιουλία που, παρά τη μείωση των εσόδων της, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τις προσφορές και μου ζήτησε να τη συνοδεύσω στα μαγαζιά. Παρ’ ότι οι υπάλληλοι στα ουκ ολίγα υποδηματοπωλεία που επισκεφθήκαμε δεν καλοπέρασαν από τις απαιτήσεις της, η ίδια με 70 ευρώ πήρε δύο ζευγάρια παπούτσια και δήλωνε τόσο ενθουσιασμένη, που αποφάσισε να με κεράσει γλυκό. Το οποίο γλυκό είχε «δώρο τον καφέ» και «δεν μπορούμε να αρνηθούμε, αυτό δείχνει έλλειψη καλών τρόπων». Έτσι, ενώ ο γιατρός της έχει απαγορεύσει την καφεΐνη, ήπιε όχι έναν αλλά δύο γαλλικούς, καθώς μη μπορώντας να διαλέξει ανάμεσα σε τσίζκεϊκ και μπράουνις τα πήρε και τα δύο. Λίγο μετά την έτρεχα με αρρυθμία στα έκτακτα του Ευαγγελισμού. «Άντε, με κάθε ανάταξη δώρο μία πάπια για την κατάκλιση» της είπα προσπαθώντας να ελαφρύνω το κλίμα. «Αλήθεια;» πετάχτηκε από το φορείο με την απληστία αποτυπωμένη στο πρόσωπό της. Θεία, πλάκα κάνω. «Γιατί; Περίοδο κρίσης διανύουμε, δεν θα έπρεπε και τα νοσοκομεία να κάνουν προσφορές;». 
 
Πάντα ήταν επιρρεπής στις προσφορές, ξαφνικά όμως υποτροπίασε επικινδύνως. Από τότε που επωφελήθηκε και η ίδια του 70%, όπου σταθεί αναζητά σκόντο. Τις προάλλες, μάλιστα, σκοτώθηκε με τον μανάβη της επειδή αρνήθηκε να της δώσει στα τρία αγγούρια το ένα δώρο. Τι να τα κάνουμε τόσα αγγούρια, θεία μου; «Θα σου ’λεγα, αλλά έχε χάρη». Δεν την ξαναρώτησα. Όταν όμως την είδα να μπαίνει στο σπίτι φορτωμένη σαν τις γυναίκες της Πίνδου, δεν μπόρεσα να μην ρωτήσω τι περιείχαν οι τσάντες. «Είδη πρώτης ανάγκης, μακαρόνια, ρύζι...». Πόσα μακαρόνια; «Μια συσκευασία των 80 πακέτων, σε τιμή έκπληξη». Την είχε πάει η φίλη της η Κούλα, χήρα μεγαλεμπόρου, σε αποθήκη που απευθύνεται σε επαγγελματίες και «είχε προσφορές. Ξέρεις τώρα, πήγα πιο πολύ για να της κάνω παρέα». Για μεγάλη μου δυστυχία. Εκτός αν δεν θεωρείται δυστυχία να πρέπει να τρώω κατά τους επόμενους μήνες μόνο μακαρόνια, για να μην πάνε χαμένα, αφού το... δεμάτι των 80 πακέτων λήγει σε τρεις μήνες. Τουλάχιστον έχουμε εναλλακτικές, το μεσημέρι τα τρώμε με πέστο (πρέπει να καταναλωθεί και η συσκευασία των 20 κονσερβών «με σάλτσα φρέσκου βασιλικού») και το βράδυ με ντομάτα. Που αποκλείεται να τελειώσει, καθώς η θεία επωφελήθηκε και της «προσφοράς της ημέρας» και αγόρασε 40 κονσέρβες με αποφλοιωμένα ντοματάκια, 40 με χυμό φρέσκιας ντομάτας και 40 με ντομάτα κονσομέ. 

Από σεβασμό, δεν μπορώ να την πάρω με τις ντομάτες. Μόνο να την καθίζω απέναντί μου και να της κάνω μάθημα: ότι οι προσφορές (που τόσο αρέσουν και σε εμένα) μπορούν να γίνουν παγίδα και να σε παρασύρουν σε αγορές που δεν τις έχεις ανάγκη, ειδικά τώρα που η κακή ψυχολογία μας μας κάνει επιρρεπείς στα «δωράκια», που οι ληστρικές εμπορικές πρακτικές των τελευταίων ετών δίνουν τη θέση τους σε ένα πιο φιλικό για τον καταναλωτή περιβάλλον. Ε, αυτό το φιλικό περιβάλλον που τόσο έχουμε απολαύσει (και πληρώσει) τις τελευταίες ημέρες είναι η μεγαλύτερη παγίδα θεία μου. Με ακούει και μετά αρχίζει τα «πρέπει όμως να κινηθεί η αγορά». Τι να πω; Εμείς εν προκειμένω, ως οικογένεια, την κινήσαμε και την παρακινήσαμε, με το υστέρημά μας. Και με κύριο καύσιμο τη σάλτσα ντομάτας... (Να μην αναφερθώ και στην εξαδέλφη μου, που για να επωφεληθεί της «happy hour» της παστερίας απέναντι από τη δουλειά της, εκεί που έτρωγε κάθε μεσημέρι ένα σάντουιτς, τρώει κανονικότατα και έχει πάρει τέσσερα κιλά μέσα σε έναν μήνα!)
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers