Η φτώχια και η καλοπέραση
10.3.2011 
Δεν είμαι άνθρωπος «σφιχτός». Δεν είμαι καν οικονόμος. Είμαι σπάταλος και έχω υπάρξει ακόμη πιο σπάταλος. Απλώς, τα τελευταία χρόνια με έπιασε κάτι σαν ανασφάλεια και δεν ξοδεύω με τους ρυθμούς που ξόδευα παλαιότερα τα (όλο και λιγότερα) χρήματα που βγάζω. Κάτι η οικονομική κρίση, κάτι η κρίση ηλικίας που με αναγκάζει να υπολογίζω αλλιώς τα πράγματα… Δεν θα γίνω ποτέ ο άνθρωπος με τις παχυλές καταθέσεις, αποφάσισα όμως και να μην ανήκω σε εκείνους που σε ώρα ανάγκης στέκονται έξω από τις εκκλησίες με το «Είμε μόνως και μεγαλόνω πέτε ορφανά», κακογραμμένο σε ένα χαρτόνι και περασμένο στον λαιμό τους. Έτσι, προσπαθώ να κάνω το κουμάντο μου. Και όσο πιο πολύ το κάνω τόσο απορώ: Πώς ενώ εγώ που δεν αντιμετωπίζω οικονομικό πρόβλημα, όποτε νιώθω την ανάγκη να κάνω την κουτσουκέλα… κρατιέμαι, ενώ κάτι άλλοι, από εκείνους που φωνάζουν ότι πεινάνε, ότι δεν αντέχουν άλλους φόρους, ότι αν δεν τους συνδράμει ο Σαμοΐλης του «Για λογαριασμό σας» δεν έχουν αύριο, έχουν… σήμερα υπερπολυτελές και καλολουστραρισμένο;
 
Θα τους δείτε τα χαράματα στα «πολιτιστικά κέντρα» της Ιεράς Οδός. Έτσι το λέει η κυρία Άννα του γωνιακού ψιλικατζίδικου: «Στις έξι τα χαράματα φύγανε, κύριε Κοσμά μου, τα παιδιά από την Ιερά Οδός, αλλά, δεν βαριέστε, η φτώχεια θέλει καλοπέραση». Αυτό το τελευταίο περί φτώχειας - καλοπέρασης το είπε για να δικαιολογήσει τα 300 ευρώ που ξόδεψε ο άνεργος γιος της στον γαριφαλοπόλεμο. «Εγώ δεν θα τα χαλάλιζα για την Πάολα, ειδικά τώρα που έχει πέσει η δουλειά και που πάω για λουκέτο, κύριε Κοσμά μου, γιατί δεν βγαίνω αν συνεχίσω να πουλάω με το τεφτέρι, αλλά τι να έλεγα του παιδιού…». Μήπως να του έλεγε να βρει δουλειά αντί να κοιμάται τις ημέρες και να καταθέτει τα βράδια την είσπραξή της στην πίστα; Αυτή η πιθανότητα δεν περνάει πλέον από το μυαλό του, γιατί «έχει αγανακτήσει, κύριε Κοσμά μου, που κανείς δεν εκτιμά τις σπουδές του, παντού κλειστές πόρτες». Δεν γνωρίζω τι έχει σπουδάσει –απόφοιτο των ΤΕΙ Κωλοπαιδισμού τον κόβω–, γνωρίζω όμως αρκετούς σαν αυτόν. Και σαν τη μαμά του. Οικογένειες που δεν έχουν και ξοδεύουν.
 
Έχω γνωστούς που χρωστάνε τρία νοίκια, αλλά πηγαίνουν για σούσι στο «Kiku» (των 70 και βάλε ευρώ το άτομο). Που πηγαίνουν στη λαϊκή μετά τις 2.00 το μεσημέρι για να έχει πέσει η τιμή της λαχανίδας, αλλά το Πάσχα θα επιστρέψουν στο χωριό οδηγώντας αυτοκίνητο πολυτελείας, «γιατί πάνω απ' όλα βάζω την ασφάλεια της οικογένειάς μου». Ασφάλεια το λένε τώρα, το να εισβάλεις με το θηρίο στην πλατεία για να σε καμαρώσουν όσοι κάθονται στο καφενείο. Που τα Σαββατοκύριακα πηγαίνουν στα boutique hotels της επαρχίας, όπου το δίκλινο «με πρωινό με τοπικά προϊόντα» στοιχίζει το λιγότερο 140 ευρώ. Τη μαρμελάδα βερίκοκο της θείας του ιδιοκτήτη την πληρώνουν αδιαμαρτύρητα υπέρ-υπερτιμημένη, από Δευτέρα όμως στο λεωφορείο το παίζουν ακτιβιστές του «δεν πληρώνω». Είδα τις προάλλες μία της κατηγορίας τους, στο κέντρο της Αθήνας, να συμμετέχει σε πορεία. Απόρησα με τα μυαλά της τα πυρπολημένα: Φώναζε «Εμπρός, λαέ…» και άλλα τέτοια παλαιοεπαναστατικά συνθήματα, φορώντας πουκάμισο Burberry. «Θα ήταν “μαϊμού”, από αυτά που πουλάνε οι Κινέζοι» προσπάθησε να τη δικαιολογήσει η θεία Ιουλία. Όπως και αν έχει, αν επρόκειτο για κανονικό Burberry, ήταν ηλίθια που το φόρεσε για να διαμαρτυρηθεί για τη φτώχεια της, αγκαλιά με την αντι-Burberry Αλέκα, αν επρόκειτο περί «μαϊμούς», ήταν δύο φορές ηλίθια καθώς διακινδύνευε να φάει τσάμπα ξύλο από εκείνους που θα έβλεπαν στο πρόσωπό της –ή μάλλον στον χαρακτηριστικό καρό γιακά της– μια εκπρόσωπο του «μαζί τα φάγαμε».
 
Είναι βεβαίως θέμα επιλογών: Από τη μία υπάρχει η εικόνα που θέλεις να προβάλλεις, ακόμη και αν δεν έχεις τα μέσα για να την υποστηρίξεις, από την άλλη η πραγματική ζωή, η ουσία των πραγμάτων. Θαυμάζω τους ανθρώπους της ουσίας: Που δεν εξαρτούν την επιτυχία τους (μόνο) από τα ρούχα, τα αυτοκίνητα και τα ακριβά εστιατόρια, που πορεύονται αξιοπρεπώς μέσα στα όριά τους και τις όποιες «αταξίες» τους –χρειάζεται πότε πότε να ξεφεύγουμε– τις κάνουν για την ψυχούλα τους και όχι για να τις επιδείξουν ως ενσταντανέ μιας ζωής που στην πραγματικότητα δεν είναι η δική τους. Εκείνους που, τώρα που τα πράγματα έχουν σφίξει, δεν κλαίγονται και δεν ζητούν να τους επιστραφεί μια ευμάρεια την οποία δεν δικαιούνται, όπως άλλοι κι άλλοι, αλλά προσπαθούν αξιοπρεπώς να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα (ακόμη και αν αυτά τους αδικούν). Καταλαβαίνω, εν μέρει, τους επενδύοντες στην εικόνα, όσο κάλπικη και αν είναι – δεν τους δικαιολογώ, τους καταλαβαίνω, όπως καταλαβαίνω τα παιδιά που έχουν κακομάθει. Γιατί δικαιολογία δεν υπάρχει, κυρία Άννα μου, όταν ο κόσμος χάνεται, όταν οι συνάδελφοί σου, οι περιπτεράδες της Κρήτης, κάνουν ως και απεργία πείνας για να διεκδικήσουν βιώσιμα ποσοστά στα τσιγάρα, όταν εσύ η ίδια κλαις πάνω από τα απούλητα «Τζούλια 2 μαύροι», αφού «το πρώτο DVD είχε αφήσει κέρδος, ενώ αυτό δεν κινείται», να κλείνεις για Τσικνοπέμπτη στο «Βαρούλκο», «με μέσον, κύριε Κοσμά μου, γιατί ήταν φίσκα, αλλά προτιμώ να το πληρώσω παραπάνω το ψάρι για να ξέρω τι τρώω». Τι έτρωγες στο χωριό σου τις Τσικνοπέμπτες, κυρία Άννα μου; Παϊδάκια, αν είχε σφάξει κανένας γείτονας, αλλιώς περιοριζόσουν στην πατσαβουρόπιτα της χθεσινής ημέρας και άφηνες τις γιορτές για άλλους. Ψάρι από τα χεράκια του Λαζάρου πάντως δεν έτρωγες.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers