Αρχαίο πνεύμα…
18.8.2011 
Bραυρώνα, Ιούλιος 2011: Ο αρχαιολογικός χώρος κλειστός. Ένα πρόχειρο χαρτί, κολλημένο στην είσοδο, πληροφορεί ότι γίνονται εργασίες. Εντός, εργάτης κανένας, είναι εξάλλου Σάββατο. Απ' έξω σταματημένο ένα πούλμαν. Δεκάδες τουρίστες, εμφανώς απογοητευμένοι που δεν μπόρεσαν να μπουν, φωτογραφίζουν το ιερό της Αρτέμιδος, σηκώνοντας τις κάμερές τους πάνω από την περίφραξη. Θα έχουν τουλάχιστον να δείχνουν ότι έφτασαν σε απόσταση αναπνοής από εκείνο. Μεγάλη και η δική μας απογοήτευση. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε προς το μουσείο. Αυτό, τουλάχιστον, είναι ανοιχτό. Με μερικούς υπαλλήλους να περιφέρονται βαριεστημένα στις αίθουσες, τυπικοί και αδιάφοροι. Μία εξ αυτών λιμάρει τα νύχια της! Επειδή κάπως έπρεπε να αξιοποιήσει τον χαμένο χρόνο της; Ακροπατάμε μην την τρομάξουμε με την αδιάκριτη παρουσία μας και τραυματίσει καμιά παρανυχίδα, και εμείς και οι υπόλοιποι, οι ελάχιστοι επισκέπτες – δύο ζευγάρια ξένων, Άγγλων και Γερμανών. Πλησιάζουμε έναν συνάδελφό της και ρωτάμε τους λόγους για τους οποίους δεν λειτουργεί ο αρχαιολογικός χώρος. «Γίνονται εργασίες για την ενοποίησή του με το μουσείο». Πόσο θα διαρκέσουν; «Δύο χρόνια». Κατά τη διάρκεια των οποίων το ιερό θα παραμείνει κλειστό; «Ναι». Δεν υπήρχε τρόπος να είναι έστω μερικώς επισκέψιμο; «Όχι». Βγαίνουμε από το μουσείο και περπατάμε στο χορταριασμένο και απεριποίητο μονοπάτι που μέσα από ένα έλος οδηγεί στην πίσω πλευρά του ναού. Τον φωτογραφίζουμε και εμείς πάνω από το σύρμα περίφραξης. Εκπέμπει θλίψη η περιοχή. 
 
Ραμνούντας, Ιούλιος 2011: Ρωτώντας ξανά και ξανά, αφού χαθήκαμε δύο φορές (θύματα της ανεπαρκούς σήμανσης), φτάνουμε στο εκδοτήριο εισιτηρίων, ένα πρόχειρο σπιτάκι-κοντέινερ. Πληρώνουμε για την είσοδό μας και με 5 ευρώ αγοράζουμε, κατόπιν προτροπής της ταμία, ένα βιβλιαράκι-οδηγό. Ευτυχώς, αλλιώς δεν θα ξέραμε τι βλέπαμε. Προχωρούμε στον αρχαιολογικό χώρο. Και εδώ η εγκατάλειψη είναι παραπάνω από εμφανής. Μια-δυο σπασμένες, «ξεφτισμένες» και ταλαιπωρημένες από εκατοντάδες λιακάδες και άλλες τόσες βροχές, πινακίδες, και αυτό είναι όλο. Από εκεί και πέρα καλείσαι να βρεις μόνος τον δρόμο προς το περιτοιχισμένο τμήμα της αρχαίας πόλης, που φτάνει ως τη θάλασσα. Πρέπει να είσαι τυχερός για να τα καταφέρεις. Στην πρώτη προσπάθεια πέσαμε πάνω σε μια σκουριασμένη κλειδωμένη πόρτα. Στη δεύτερη βρεθήκαμε μπροστά σε ένα σύρμα περίφραξης που συνεχιζόταν μέσα στους θάμνους και στα ξερά αγριόχορτα. Ψάξαμε, ξαναψάξαμε… Ενώ είχαμε αποφασίσει ότι δεν υπήρχε τρόπος να συνεχίσουμε, από καθαρή τύχη βρεθήκαμε μπροστά σε μια άλλη πόρτα, σκουριασμένη επίσης, σκεβρωμένη, σπασμένη, αλλά μισάνοιχτη. Από εκεί ξεκινούσε το κακοτράχαλο μονοπάτι που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Περπατήσαμε πολύ, σε έναν από τους ομορφότερους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής. Συζητώντας – τι άλλο; – για τα έσοδα που θα μπορούσε να αποφέρει στην περιοχή αν ήταν πιο περιποιημένος και οργανωμένος. Και εδώ όμως μιζέρια. Μείναμε περί τη μιάμιση ώρα. Μόνοι. Ουδείς άλλος. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν τρεις Ιταλοί. Έβγαλαν δύο φωτογραφίες και έφυγαν. Δεν υπήρχε λόγος να σπαταλήσουν περισσότερο χρόνο. Ο αφιλόξενος Ραμνούντας σε έδιωχνε. 
 
Μυκήνες, 30 Ιουλίου 2011: Ξεκινήσαμε πολύ πρωί από την Αθήνα, για να προφτάσουμε τον ήλιο. Είχα να πάω από παιδί στις Μυκήνες, θυμόμουν ελάχιστα. Γύρω στις 9.00 αφήναμε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ. Εμείς και αρκετοί τουρίστες. Ο χώρος πολύ πιο περιποιημένος από τη Βραυρώνα και τον Ραμνούντα. Το μικρό μονοπάτι από μπετόν (αν δεν απατώμαι) βοηθούσε να περπατήσεις σχετικά εύκολα στην ανηφορική ακρόπολη και οι κατατοπιστικές πινακίδες δεν ήταν ούτε σπασμένες ούτε σβησμένες. Δημοφιλέστερος προορισμός από τους προαναφερθέντες, οπότε πιο προσεγμένος. Προσεγμένο και το μουσείο, με τη βαριεστιμάρα όμως και την αδιαφορία των υπαλλήλων του να είναι και εδώ εμφανείς: Τρεις από εκείνους, ντυμένοι σαν να πήγαιναν για μπάνιο (δεν προβλέπεται ομοιόμορφη αμφίεση, όπως σε άλλα μουσεία;), είχαν κάνει πηγαδάκι στην είσοδο και έμοιαζαν σχεδόν ενοχλημένοι όταν διακόψαμε την κουβεντούλα τους για να ελέγξουν τα εισιτήριά μας. Το παρατηρήσαμε, κάποιος από την παρέα σχολίασε ότι «μπορεί να φταίμε και εμείς, που μεγαλώσαμε και παραξενέψαμε» και προχωρήσαμε προς το πωλητήριο, για να το βρούμε… κλειδωμένο! Με την πλαστική πορτοκαλί-λευκή κορδέλα που χρησιμοποιεί και η Αστυνομία για να κλείσει τους δρόμους μπροστά στην πόρτα του. «Γιατί;» ρωτήσαμε έκπληκτοι; «Γιατί ανακαινίζεται για τη νέα σεζόν» μας απάντησαν! Και πότε θα ανοίξει; «Από 1η Αυγούστου». Έχουν, ό,τι και να λέμε, περίεργη άποψη για τη νέα (εξαιρετικά σύντομη!) τουριστική σεζόν στις Μυκήνες… 
 
Επίλογος: Τρεις μίνι εκδρομές σε τρεις αρχαιολογικούς χώρους μέσα σε 20 ημέρες ήταν αρκετές για να επιβεβαιώσω ότι πέρα από τους ταξιτζήδες, με τις απαράδεκτες κινητοποιήσεις τους, τους ελληνάρες εστιάτορες - ξενοδόχους, που κλέβουν τους τουρίστες, τους εφοπλιστές με τα πανάκριβα ακτοπλοϊκά εισιτήρια κτλ., εκείνος που κάνει τη μεγαλύτερη ζημιά στον τουρισμό αυτής της ταλαίπωρης χώρας είναι το ίδιο της το Δημόσιο, με την ανοργανωσιά και την αδιαφορία του – για να μη χρησιμοποιήσω και τη βαριά λέξη διαφθορά. Ενώ σε κάθε γωνιά της Ευρώπης ακόμη και η πιο ασήμαντη πέτρα αξιοποιείται τουριστικά, επειδή, για παράδειγμα, είχε καθίσει πάνω της η Λουκρητία Βοργία, εδώ η κρατική ασυδοσία, αφασία, αμορφωσιά και ό,τι άλλο αρνητικό μπορείτε να φανταστείτε έχουν καταδικάσει τους μοναδικής ομορφιάς και αξίας αρχαιολογικούς χώρους μας σε μαρασμό. Μήπως να τους καταργήσουμε τελείως και να κάνουμε όλη την Ελλάδα ένα τεράστιο Φαληράκι, όπου οι επισκέπτες μας θα μπορούν ελεύθερα να χάνουν τον έλεγχο από το ποτό, να ξερνάνε μπροστά στις πόρτες μας και να αλληλομαχαιρώνονται; Αυτός είναι, φοβάμαι, ο πολιτισμός τον οποίο διαφημίζουμε και προωθούμε. Και άσε την Αρτέμιδα της Βραυρώνας να θρηνεί τη μοναξιά της… 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
› 
Ταξί και συμπάθεια
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Σχετικά με την Ντέμι Μουρ
› 
Θερινό ξεπούλημα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers