Παράδεισος και Κόλαση
25.8.2011 
Κυριακή πρωί, γύρω στις 10.00, σε μια παραλία από εκείνες που... δεν υπάρχουν. Χρώμα τυρκουάζ, διαύγεια εντυπωσιακή, τόση ώστε όσο βαθιά και αν πηγαίνεις να βλέπεις τον βυθό. Έξω, εξαιρετικά λεπτό βότσαλο, που ούτε πληγώνει το πέλμα ούτε κολλάει στο πόδι όπως η άμμος. Από τη μία πλευρά, πλαγιά καταπράσινη, με πεύκα, που φτάνουν μέχρι το νερό. Από την άλλη, βράχια ψηλά, αλλά διόλου αφιλόξενα, καθώς δημιουργούν σκιά. Εκεί, στη σκιά, είχαμε απλώσει τις πετσέτες μας: δύο ζευγάρια τουρίστες, και το πολύ πέντε-έξι Έλληνες, ανάμεσά τους και εμείς. Απόλυτη άπνοια, απόλυτη ησυχία, απόλυτη, με λίγα λόγια, απόλαυση για όλους εμάς που μπαινοβγαίνουμε στο νερό, που διαβάζουμε τις εφημερίδες και τα βιβλία μας, που αν μπορούσαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, θα το κάναμε. Ναι, θα μπορούσαμε... Ως τη στιγμή, γύρω στις 11.30 π.μ., που κατέφθασε με (τι άλλο;) 4x4 η παραδοσιακή ελληνική παρέα: δύο ζευγάρια με τρία παιδιά και μία γιαγιά-Βούδα, από εκείνες τις γιαγιάδες με τα λουλουδάτα φουστάνια-ρόμπες, τα υπερμεγέθη σουτιέν που αγωνίζονται ματαίως να συμμαζέψουν τα τεράστια στήθη τους, τις παντόφλες-τσόκαρα με την αγκράφα, τις γάμπες-γίγας, τα μπράτσα τα άσπρα και αφράτα που ξεχειλίζουν από το κόψιμο των μανικιών, το μαλλί τρικολόρε (στην άκρη ξανθό, πιο μέσα καστανό, στη ρίζα κάτασπρο) και τη φωνή καμπάνα. Μια καμπάνα που σιγούσε όσο η παρέα έστηνε ομπρέλες, τέντες, καρεκλάκια και σεζλόνγκ στη μέση της παραλίας, όσο έβγαζε από το φορητό ψυγειάκι τις παγωμένες φραπεδιές, άνοιγε τις τσάντες με τα παιχνίδια των παιδιών (γιατί το ελληνάκι δεν μπορεί να πάει πουθενά χωρίς τα παιχνίδια του;), οργάνωνε, δηλαδή, το στρατόπεδό της για την επίθεση, για τη δική της απόβαση, όχι στη Νορμανδία αλλά στον παράδεισό μας. Και τότε, όταν όλα είχαν τακτοποιηθεί, η γιαγιά-Βούδας βγήκε μπροστά και έδωσε το σήμα για τη μεγάλη μάχη: «Πιδιά, βάλτι σουσίβια κι μέσ’! Αλλά ιδώ, να σας βλέπου!». «Εγώ αυτό που... βλέπου είναι ότι χάσαμε την ησυχία μας» σχολίασε μια φίλη. Πόσο δίκιο είχε! Γιατί από εκείνη τη στιγμή ο παράδεισος έγινε κόλαση. Με τα παιδάκια να καταβρέχονται και να ουρλιάζουν, με τη γιαγιά και τις μαμάδες να φωνάζουν ακόμη πιο δυνατά για να ακουστούν: «Πιο έξου, Ιλένη!», «Όχι άλλις βουτιές, Γιάν’», «Τι είπα, πιδάκιμμμ! Μη βτας άλλου! Μι ακούς; Γιώργου, πες κάτ’ στου γιο σ'!». «Θα ’ρθει ου μπαμπάς σ’ κι θα σι λιανίσ’ αλήτ’!».
 
Οι ξένοι δίπλα μου άφωνοι από την έκπληξη. Στην αρχή κάτι σχολίασαν, μάλλον ενοχλημένοι, ύστερα, βλέποντας τη γιαγιά-Βούδα να καταδιώκει ένα από τα εγγόνια της με το βραστό αβγό στο χέρι και την αλατιέρα στο άλλο, ψιλογέλασαν. Ακολούθως βούτηξαν στο νερό και απομακρύνθηκαν, προσπαθώντας προφανώς να γλιτώσουν. Εμείς μείναμε να σχολιάζουμε το πληθωρικό του χαρακτήρα των Ελλήνων που θα απλωθούν σε όλον τον χώρο, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα πατήσουν επάνω σου. Έλλειψη της στοιχειώδους κοινωνικής αγωγής; Έλλειψη... μετά μουσικής, καθώς ξαφνικά ανασύρθηκε από το αυτοκίνητο των εισβολέων και το κασετόφωνο. Από τα παλιά. Τα ογκώδη. «Αχ, μπράβου Βαγγέλ’, βάλι κάτ’ να ακούσουμι!» έσπευσε να επιβραβεύσει τον κύριο που το περιέφερε, θριαμβευτικά τοποθετημένο στον τριχωτό ώμο του, η (υποθέτω) συμβία του, για να γυρίσει αμέσως στη διπλανή της και να της εξηγήσει (πάντα στη διαπασών): «Ιμείς, όπου κι να πάμι έχουμι μαζί τη μουσκή μας, έτσ’ για του κέφ!». Έτσι και εμείς, όπου πάμε, έχουμε μαζί μας τη... μουσική τους. Και ας μην είναι καθόλου, μα καθόλου, του γούστου μας.
 
Και πάλι όμως την απολαύσαμε: «Κι ήθελα τόσα να σου πωωω / πως σ’ αγαπώ να σου φωνάξωωω / αχ να μπορούσα μια ζωή / σε μια στιγμή να την αλλάξωωω / και έγραψα το σ’ αγαπώ στο τζάμι…». «Τι είναι αυτό;» ρώτησε η άσχετη με τα της ελληνικής δισκογραφίας φίλη μου. Βίσση, « Το τρένο». «Που να έρθει και να τους πάρει όλους μετανάστες στο Βούπερταλ!». Στο μεταξύ, εκείνοι που έφυγαν, αν όχι για Βούπερταλ, σίγουρα για άλλη παραλία, ήταν οι αλλοδαποί γείτονές μας. Στέγνωσαν, τα μάζεψαν και goodbye, με τους εισβολείς να προσπαθούν, κατά την έξοδό τους από την παραλία, να τους πετύχουν με τα δολοφονικά μπαλάκια τους. Γιατί ναι, στο μεταξύ είχαν βγει και οι ρακέτες, για να προσθέσουν επιπλέον φασαρία στον χώρο. «Πάμε και εμείς;». Δεν πάω πουθενά, δεν θα με διώξουν αυτοί από μία παραλία που δεν τους ανήκει, επέμεινα, διαφωνώντας με την –έτοιμη να τραπεί σε άτακτη οπισθοχώρηση– παρέα μου. Όταν όμως τη Βίσση τη διαδέχτηκε ο Βασίλης Καρράς με το «Τηλεφώνησέ μου» ένιωσα ότι τα όριά μου, που τόσο σκληρά δοκιμάζονταν τόση ώρα, είχαν ξεπεραστεί. Τα μάζεψα και αναχώρησα, αφήνοντας τους διώκτες μου να μπήζουν τις γόπες τους στην άμμο, να ανοιγοκλείνουν ταπεράκια με κεφτέδες και κασεροπιτάκια και να σχολιάζουν φωναχτά την ευδαιμονία τους: «Ιδώ είνι του τέλειου μπάνιου. Να του πάρεις όλου αυτό του μέρους, να σιάξεις ένα μπαράκι κι να χιστείς στου τάλιρου!». Όχι, δεν τους έφτανε που έδιωχναν εμάς, ήθελαν να διώξουν και όλους τους άλλους και να επιβάλουν στην παραλία τους δικούς τους νόμους: τη λατρεία της γιαγιάς-Βούδα και της ζαλισμένης από το αλκοόλ φυλής της. Η οποία γιαγιά-Βούδας είχε στο μεταξύ βγάλει τις παντόφλες-τσόκαρα με την αγκράφα και είχε βουτήξει τα πόδια της στο νερό ουρλιάζοντας «μπουζ, μπουζ, μπουζ!». «Τι γλώσσα μιλάει;» ρώτησε η φίλη, ρίχνοντας μια τελευταία ματιά απόγνωσης πίσω.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers