Λονδίνο, 22 Σεπτεμβρίου, παράσταση «Les Μisérables» στο Queen’s Theatre: Ένα τέταρτο από την έναρξη και ενώ στη σκηνή μία εκ των πρωταγωνιστριών ερμηνεύει το γκραν σουξέ «I Dreamed A Dream» (το τραγούδι που έκανε σταρ τη Σούζαν Μπόιλ), η κυρία πίσω μου δεν έχει σταματήσει να βήχει. Όταν μιλάμε για βήχα, εννοούμε μια υπερπαραγωγή ανατριχιαστικών ήχων και ειδικών εφέ που δεν σου επέτρεπαν σε καμία περίπτωση να συγκεντρωθείς σε όσα συνέβαιναν επί σκηνής. Οπότε, το άσμα πήγε υπέρ... κρυώματος, καθώς δεν μπορέσαμε να απολαύσουμε ούτε μία νότα. Η παράσταση συνεχίστηκε. Μαζί της και ο βήχας της made in England «Τραβιάτας». Όταν κατάλαβα ότι δεν επρόκειτο να απολαύσω ούτε τον άκρως μελωδικό θάνατο της Φαντίν και απορημένος που κανένας άλλος δεν είχε ενοχληθεί ώστε να αντιδράσει, γύρισα προς το μέρος της χτικιάρας και την επέπληξα με ένα μεγαλοπρεπές «σουτ»! Για να λάβω απάντηση πληρωμένη από παρακαθήμενη νεαρά: «Τι θέλεις να κάνει, asshole?» με ρώτησε εξοργισμένη που διέκοπτα τον βήχα της φίλης της. Μήπως να βγει έξω ώσπου να ηρεμήσει; «Και γιατί να βγει;». Γιατί δεν ακούω τίποτε. «Φυσικά και ακούς, asshole!». Εννοείται ότι ως το διάλειμμα παράσταση (για την οποία είχα πληρώσει 82 στερλίνες, δηλαδή 95 ευρώ!) δεν ευχαριστήθηκα. Και λόγω του βήχα που συνεχίστηκε και λόγω του εκνευρισμού που μου προκάλεσε το βρωμόστομα της αχαρακτήριστης. «Στην Ελλάδα δεν θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο», μου ψιθύρισε ο φίλος που καθόταν δίπλα μου, επισημαίνοντας ότι «όποιος πάθαινε κρίση βήχα θα αποχωρούσε από την αίθουσα ώσπου να ηρεμήσει». Ξαφνικά αισθάνθηκα υπερήφανος ως Ελλην.
Λονδίνο, 23 Σεπτεμβρίου,παράσταση του «Priscilla Queen οf the Desert» στο Palace Theatre: Προσπερνώ το γεγονός ότι η κυρία δίπλα μου έστελνε διαρκώς μηνύματα με το κινητό της, καθιστώντας τη συγκέντρωσή μου στο θέαμα όλο και πιο δύσκολη. Αυτό το έχω ζήσει και στην Ελλάδα, είναι ιδίωμα, ως φαίνεται, της εποχής μας που μας θέλει απόλυτα εξαρτημένους από τις παροχές της τεχνολογίας. Το άλλο, όμως, εκείνο που μου επιφύλασσε η 150 κιλών Αγγλίδα που κάθισε πίσω μου, δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσε να συμβεί σε ένα θέατρο στο κέντρο του Λονδίνου. Δεν αναφέρομαι στην ανάγκη της να συμμετέχει στην παράσταση σχολιάζοντας δυνατά τα πάντα και δίνοντας συμβουλές στους ηθοποιούς («No! Don’t believe him! Noooo! He is an idiot!»), όσο στην ανάγκη της να νιώσει σαν στο σπίτι της. Τόσο σαν στο σπίτι της, ώστε δεν δίστασε να βγάλει τα παπούτσια της, και εκείνη και οι φίλοι της, γεγονός που αντιλήφθηκα από την ποδαρίλα που ξαφνικά έφτασε στη μύτη μου. «Δεν σου μυρίζει κάτι σαν...», στράφηκα προς τον φίλο μου, για να διαπιστώσω με φρίκη ότι το κενό ανάμεσά μας το είχε καταλάβει ένα ολόγυμνο, πρησμένο πόδι το οποίο κρατούσε τον ρυθμό των τραγουδιών. «Για όνομα!», σχολίασε εκείνος κρατώντας την αναπνοή του, «στην Ελλάδα κάτι τέτοιο δεν θα συνέβαινε ποτέ!». Αισθάνθηκα και πάλι υπερήφανος ως Ελλην.
Λονδίνο, 24 Σεπτεμβρίου, παράσταση «The Wizard of Oz» στο Palladium Theater: Δεν ξέρω αν εσείς θα μπορούσατε να αποστασιοποιηθείτε από όσα συνέβαιναν γύρω σας σε τέτοιο βαθμό ώστε να αφεθείτε στη μαγεία του «Somewhere over the rainbow», ενώ η διπλανή σας έπαιζε με το σακουλάκι των τσιπς που είχε μόλις καταβροχθίσει. Εγώ, πάντως, δεν έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο ζεν. Αυτήν τη φορά, δεν είχα καν κουράγιο να αντιδράσω. Παρακολούθησα την εμπλουτισμένη από «χριτς» και «χρατς» παράσταση με στωικότητα που δεν φανταζόμουν ότι διέθετα, με τον φίλο μου να σχολιάζει και πάλι «αυτό στην Ελλάδα δεν θα συνέβαινε», και αποχώρησα κλαίγοντας τις 65 στερλίνες που είχα πληρώσει.
Έχοντας επιβεβαιώσει ότι στην Ελλάδα διαθέτουμε καλύτερη κοινωνική αγωγή από ό,τι στην Αγγλία; Φαίνεται πως ναι... Ύστερα από το νιοστό ταξίδι μου στη Γηραιά Αλβιώνα και μολονότι συμπαθώ πολύ τους Άγγλους (γνωρίζοντας σε μεγάλο βαθμό και τα καλά και τα κακά τους), ομολογώ ότι αυτήν τη φορά έφυγα έχοντας μια αίσθηση αναρχίας και κοινωνικής σήψης, την οποία δεν είχα (τόσο έντονη) σε προηγούμενα ταξίδια μου. Οι μόνιμα εγκατεστημένοι στο Λονδίνο Έλληνες θα μπορούσαν σίγουρα να μου πουν περισσότερα, ακόμη και να διαφωνήσουν μαζί μου, εγώ πάντως για πρώτη φορά συνάντησα ανθρώπους τόσο αγενείς (σε έναν λαό που φημίζεται για την ευγένειά του), τόσο χύμα, τόσο πρωτόγονους (και επιθετικούς) στη συμπεριφορά τους. Οχι μόνο μέσα στις θεατρικές αίθουσες, αλλά και στο μετρό (όπου κύριος έτρωγε φρούτα πετώντας επιδεικτικά τα κουκούτσια κάτω), στα μουσεία, στα εστιατόρια και στους (παμβρώμικους, πλέον) δρόμους της πόλης – όπου ακριβοντυμένοι γιάπηδες απολάμβαναν το μεσημεριανό τους καθισμένοι κατάχαμα, πάνω στην κόπρο του Αυγείου, έχοντας βγάλει τα παπούτσια τους...
Αυτό που υποπτευόμουν παρατηρώντας τις καθημερινές συμπεριφορές των νεοελλήνων στην ταλαίπωρη Ελλάδα, ότι δηλαδή η οικονομική κρίση είναι μόνο ένα επακόλουθο της ευρύτερης κοινωνικής και ηθικής κρίσης που πλήττει άπασα την ευημερούσα οικονομικώς (μέχρι πρότινος) ανθρωπότητα, το επιβεβαίωσα κατά την παραμονή μου στη μητρόπολη της Ευρώπης. Από όπου για πρώτη φορά έφυγα με τη σκέψη «στην Ελλάδα είμαστε καλύτερα». Καθώς έχουμε μάθει τουλάχιστον να μη βγάζουμε τα παπούτσια μας στους δημόσιους χώρους. Να μην ακουμπάμε το φαγητό μας στο πεζοδρόμιο. Να βάζουμε το χέρι μπροστά στο στόμα μας όταν βήχουμε. Να, να, να... Και να σκεφτείτε ότι κάποτε ήθελα να γίνουμε Λονδίνο. Όχι πια.