Σκεφτόμουν να γράψω ένα κείμενο για τα 11 χρόνια του BHMAgazino (τόσα συμπληρώνουμε σήμερα). Είχα μάλιστα αναζητήσει στοιχεία σχετικά με τον αριθμό 11, για να τα χρησιμοποιήσω στο άρθρο μου, όπως π.χ. ότι όσοι τον κατέχουν διαθέτουν ιδιαίτερη ευαισθησία, νιώθουν κραδασμούς και βλέπουν πνεύματα. Για το πρώτο μπορώ να σας διαβεβαιώσω, η συντακτική ομάδα του περιοδικού είναι εξαιρετικά ευαισθητοποιημένη σε θέματα της καθημερινότητας, τα άλλα δύο ομολογώ ότι με με έκαναν να σκιαχτώ... Όπως και αν έχει, αφού ευχηθώ τα 11 χρόνια μας να γίνουν 111, κόντρα στην κρίση που πλήττει και τον περιοδικό Τύπο, να σας ενημερώσω ότι το γενέθλιο κείμενό μας το πήρε το ποτάμι, το πρωί της 10ης Οκτωβρίου 2011. Οπότε ο καιρός είχε αρχίσει να δείχνει τις κακές προθέσεις του από νωρίς. Ωστόσο, ο απερίσκεπτος (και λαίμαργος...) έφτιαχνα pancakes. Παρ’ ότι ο κεραυνός που έπεσε κοντά στο σπίτι μου προειδοποιούσε «πήγαινε γρήγορα στο γραφείο γιατί θα γίνει χαλασμός», εγώ επέμενα να συμπεριφέρομαι ως... γνήσιος Άγγλος: ετοιμάζοντας σπέσιαλ πρωινό με τηγανίτες και τσάι. Όπως καταλαβαίνετε, ώσπου να πετύχω την ιδανική τηγανίτα (τη νούμερο 3 για την ακρίβεια, καθώς οι άλλες κόλλησαν στο τηγάνι), ώσπου να έρθει το αφέψημα σε θερμοκρασία που μου επέτρεπε να το πιω χωρίς να ζεματίσω τη γλώσσα μου και ώσπου να ενημερωθώ για την τρέχουσα επικαιρότητα από την Ελεονώρα Μελέτη (ο Τρύφωνας Σαμαράς έγινε κουμπάρος, η Αθηναΐς Νέγκα ή κάποια άλλη που της μοιάζει καταφέρθηκε κατά συναδέλφου της στο Twitter κτλ.), ο κατακλυσμός είχε αρχίσει. Για να κορυφωθεί μισή ώρα αργότερα, όταν, με τα πιο χειμερινά παπούτσια που διέθετα (τα περισσότερα ήταν ακόμη στο πατάρι) και με μια ομπρέλα τσέπης (να θυμηθώ να αγοράσω μια μεγαλύτερη) εμφανίστηκα στο πλατύ πεζοδρόμιο μπροστά στον Άρειο Πάγο. Για να βλαστημήσω και τα pancakes που με καθυστέρησαν και το φθινόπωρο που του ζητήσαμε να βρέξει και αυτό... – τέλος πάντων...
Προχώρησα λοιπόν ηρωικά, με μικρά ή και μεγαλύτερα πηδηματάκια, σαν ερωτευμένος πιγκουίνος, κάθε φορά που ένα ποταμάκι δεν με άφηνε να κατέβω από το πεζοδρόμιο και να περάσω απέναντι στον δρόμο. Με την υγρασία στα πόδια μου να γίνεται όλο και πιο έντονη, με το νερό να έχει εισχωρήσει στο αδιάβροχο (!) που είχα χρυσοπληρώσει και να κυλάει στην πλάτη μου. Εγγλέζος στο πρωινό, Εγγλέζος και στη βρόχα, αποφάσισα. Και φέρνοντας στο μυαλό μου εικόνες από την πρόσφατη επίσκεψή μου στο Λονδίνο (όπου οι αυτόχθονες περπατούσαν στη βροχή με σαγιονάρες, σαν να μη συνέβαινε τίποτε...), συνέχισα. Ώσπου έφθασα στο ποτάμι το οποίο κυλούσε ορμητικό στη Βασιλίσσης Σοφίας (γράφω και φταρνίζομαι, ελπίζω να μην κρύωσα) από το ύψος της πλατείας Μαβίλη ως τον Ευαγγελισμό. Καθιστώντας τον δρόμο αδιάβατο για τους πεζούς. Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, αποφάσισα, βλέποντας δύο νεαρά παιδιά να γίνονται παπιά στην προσπάθειά τους να φθάσουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, και κατευθύνθηκα προς το παρακείμενο μετρό που ενίοτε το χρησιμοποιώ ως υπόγεια διάβαση. Αν όμως είχα παρακολουθήσει ένα ενημερωτικό πρωινάδικο της προκοπής θα είχα μάθει ότι (και) το μετρό απεργούσε... Καθόμουν κάτω από τη βροχή και σκεφτόμουν αεροπλάνα να μου πετάνε κούτες με τρόφιμα για να επιβιώσω ώσπου να υποχωρήσουν τα νερά. Σκεφτόμουν και την επιχείρηση απεγκλωβισμού μου με ελικόπτερο, τη μεταφορά μου στο γραφείο (πενήντα μέτρα περπάτημα) με αερογέφυρα. Όλα αυτά τα κινηματογραφικά οικτίροντας δημάρχους, υπουργούς ΠΕΧΩΔΕ, πρωθυπουργούς και λοιπούς που μας τάζουν μια καλύτερη πόλη τη στιγμή που δεν έχουν φροντίσει ούτε για τα στοιχειώδη. Αποφάσισα όμως να μη με πάρει από κάτω. Μπήκα στο ποτάμι και έφθασα στη Μιχαλακοπούλου. Ευτυχώς ήταν ακόμη πολύ πρωί, και ήμουν μόνος στο γραφείο: έβγαλα παπούτσια και κάλτσες, άναψα ένα μικρό αερόθερμο και άρχισα να τα στεγνώνω. Είπα να βγάλω και το παντελόνι μου και να το στεγνώσω με τον ίδιο τρόπο. Συγκρατήθηκα όμως, καθώς κάτι τέτοιες στιγμές συμβαίνουν τα χειρότερα... Με το που γδύνεσαι, π.χ., εμφανίζεται μπροστά σου ο διευθυντής.
Όχι, δεν ήμουν έτοιμος να τον αντιμετωπίσω με το εσώρουχο, οπότε έμεινα με το βρεγμένο παντελόνι. Άνοιξα το Internet ώστε να ενημερωθώ για την επικαιρότητα προτού αρχίσω να γράφω για τα 11 χρόνια μας. Για να διαβάσω ότι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης «οι Έλληνες χάνουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες περίθαλψης». Εδώ έχουμε χάσει την πρόσβαση στους δρόμους μας με το που ρίχνει δύο σταγόνες, σκέφτηκα και, αναλογιζόμενος πώς μια βροχή κάνει τη ζωή στο κέντρο αφόρητη, μαύρισα περισσότερο και από τον κακό μας τον καιρό. Μετά διάβασα ότι έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας και άρχισα να «ξεφυλλίζω» στην ηλεκτρονική έκδοση του «Βήματος» φωτογραφίες του από την Ελλάδα του ’40. Δρόμοι λασπωμένοι, λακκούβες γεμάτες νερά από κάποια πρόσφατη βροχή, άνθρωποι που περπατούν μέσα στον «βούρκο». Τόσα χρόνια μετά, σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε. Που έχει αλλάξει: λείπει πλέον το χρώμα της παράδοσης (για να γίνουμε Ευρωπαίοι) που έδινε ακόμη και στις πιο μελαγχολικές εικόνες γοητεία. Μόνο τα απόνερα από τις καταιγίδες όλων αυτών των δεκαετιών έχουν απομείνει πλέον. Στην καλύτερη των περιπτώσεων να βαλτώνουν στους δρόμους του γκρίζου κέντρου της πόλης, στη χειρότερη να γίνονται χείμαρροι και να μπαίνουν στα σπίτια μας. Αυτά τα νερά έπνιξαν και την όποια διάθεσή μου να γράψω για γενέθλια. Ήταν και η υγρασία στις γάμπες μου που με ενοχλούσε... Μήπως τελικά έπρεπε να έχω βγάλει και το παντελόνι;