Η μυρωδιά της κοτόσουπας που βράζει στην κατσαρόλα μπορεί όχι μόνο να με βγάλει από την κουζίνα, αλλά και από τη χώρα. Ευτυχώς, την ίδια απέχθεια για το «μαυροζούμι» είχε και η θεία Ιουλία, οπότε παρέμενε αποκλεισμένο από το μενού μας. Φανταστείτε, λοιπόν, την έκπληξή μου όταν πριν από μερικές ημέρες κατά την είσοδό μου στο σπίτι, εκτός από ένα πάκο λογαριασμών στην εταζέρα του χολ, με υποδέχτηκε εκείνη η χαρακτηριστική πηχτή, λιπαρή, αφόρητα δυσάρεστη οσμή... Θεία, τι φτιάχνεις; «Κοτόσουπα, για να δυναμώσω τη θεία Άννα. Θα περάσει να την πάρει η Ρένα». Κοτόσουπα με κότα; «Όχι, με τάρανδο! Με κότα, παιδί μου, όχι ορνιθοτροφείου, αλανιάρα, για να έχει βιταμίνες». Και πώς σου ήρθε να δυναμώσεις τη θεία Άννα; Εσύ δεν παρακαλούσες χθες να την πάρει ο Θεός για να ησυχάσει; «Όταν τα έλεγα αυτά, ήταν άλλα τα δεδομένα». Τι άλλαξε; Της πέρασε το Αλτσχάιμερ; Σταμάτησε να έχει ακράτεια; Ίσιωσαν το δεξί χέρι και το αριστερό πόδι της που λόγω της κλίσης που είχαν πάρει (ένεκα εγκεφαλικού) δεν της επέτρεπαν ούτε να σταθεί όρθια ούτε να φάει μόνη της; «Βγήκε η Ρένα στην εφεδρεία, της το ανακοίνωσαν πρωί πρωί, οπότε καταλαβαίνεις...». Δεν καταλάβαινα. Η υπέργηρη και ημιθανής εδώ και τέσσερα χρόνια θεία Άννα που όλοι ευχόμασταν να «φύγει» ήσυχα για να σταματήσει να υποφέρει και να βασανίζει την κόρη της, τη Ρένα, έπρεπε ξαφνικά να ζήσει επειδή η Ρένα βγήκε στην εφεδρεία; «Έλα εδώ, ανακάτεψε λίγο για να αβγοκόψω εγώ...». Θεία, θα λιποθυμήσω. «Κι εγώ, αλλά αν δεν το κάνω, δεν θα βρεθεί κανένας να βοηθήσει την κατάσταση». Ποια κατάσταση; Τότε μου εξήγησε:
Οκτακόσια είκοσι ευρώ η σύνταξη της θείας Άννας, από την οποία τα 800 πήγαιναν στη γυναίκα που την κρατούσε, καθώς η εργαζόμενη Ρένα έλειπε τη μισή μέρα από το σπίτι και η μαμά της δεν επιτρεπόταν να μείνει μόνη. Αυτό όχι μόνο λόγω της κατάκλισης, αλλά και του Αλτσχάιμερ, που σε ανύποπτο χρόνο μετέτρεπε την ανήμπορη γριούλα σε... κινούμενη καταστροφή: «Οξω από το σπίτι, γιατί μας πλακώνει!» άρχιζε να φωνάζει «επιστρέφοντας» στον μεγάλο σεισμό της Ζακύνθου, από τον οποίο είχε επιζήσει. Και συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις που (δεν) είχε, σηκωνόταν και έτρεχε προς τη βεράντα μετακινώντας στον δρόμο έπιπλα, σπάζοντας μπιμπελό, διαλύοντας ό,τι έβρισκε στο πέρασμά της – ακόμη και την μπαλκονόπορτα ξερίζωσε μια μέρα. Για κάτι τέτοιες ώρες... έξαρσης του Εγκέλαδου ήταν απαραίτητη η Λουντμίλα των 800 ευρώ. Όσο για τα έξοδα της καθημερινότητας, με αυτά επιφορτιζόταν η Ρένα, δημόσιος υπάλληλος με αξιοπρεπή μισθό, που όμως ποτέ δεν ήταν αρκετός: 650 τον μήνα για το νοίκι, 150 για λογαριασμούς, 100 για ένα δανειάκι που είχε λάβει παλαιότερα, τότε που τα πράγματα τα υπολόγιζε αλλιώς... Τίποτε δεν περίσσευε, αλλά και τίποτε δεν τους έλειπε. Ώσπου της ανακοινώθηκε ότι βγαίνει στην εφεδρεία. Και ότι (αυτό δεν της ανακοινώθηκε, το έμαθε ρωτώντας) στα χρόνια που έρχονταν και ώσπου να βγει στη σύνταξη καλούνταν να ζήσει με 500 (το πολύ) ευρώ τον μήνα. Πιο κάτω και από την εξαθλίωση.
Τότε ήταν που η Ρένα αποφάσισε ότι η μαμά, τον θάνατο της οποίας παρακαλούσε κάθε λεπτό της ώρας όχι επειδή δεν την αγαπούσε, αλλά επειδή την αγαπούσε τόσο πολύ ώστε δεν άντεχε να τη βλέπει να υποφέρει και να εξευτελίζεται από την ανημποριά και το ξεμώραμα, έπρεπε πάση θυσία να ζήσει. Επειδή τα 820 ευρώ τής ήταν απαραίτητα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Και άρχισε η «επιχείρηση αναστήλωση». Με τη θεία Ιουλία να αναλαμβάνει τη διατροφή της γραίας, ξεκινώντας με αγγλικού τύπου πρωινό (ομελέτα με μπέικον), συνεχίζοντας με ψητό συκώτι και καταλήγοντας το βράδυ με «σουπίτσες, για να μη βαραίνει το στομάχι». Τώρα, πόσο ελαφριά είναι μια κρεατόσουπα με λαρδί («αρχαία συνταγή των Λαπώνων» κατά τη θεία Ιουλία)... Να μην αναφερθώ και στο πρωινό με τα χιλιάδες λιπαρά. Θεία μου, εσείς, αντί να τη συντηρήσετε, θα την πεθάνετε από χοληστερίνη. «Τίποτε δεν παθαίνει. Τρώει παχυντικά, αλλά γυμνάζεται κιόλας, οπότε κάνει καύσεις». Η θεία Άννα, που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια της; Ναι, κάθε απόγευμα η Ρένα και Λουντμίλα τής κάνουν παθητικό αερόμπικ, για να βελτιώσει τη φυσική της κατάσταση. Αυτό, πάλι, τι είναι; «Κάτι που τη γυρνάνε τ’ ανάσκελο και της τραβάνε τα πόδια και...». Δεν ήξερε να μου πει. Εκείνο που ήξερε ήταν ότι η γριούλα έπρεπε πάση θυσία να επιβιώσει γιατί «ο θάνατός της είναι πολυτέλεια!». Και δεν είναι η μόνη ηλικιωμένη, έμαθα, που η οικογένειά της τη βάζει στο μούσκιο για να τη συντηρήσει, προκειμένου να επωφεληθεί, ελλείψει άλλων πόρων, από τη σύνταξή της. «Οι Παπαδόπουλοι που είχαν τη γιαγιά στο γηροκομείο, την πήραν στο σπίτι και τώρα εισπράττουν αυτοί τη σύνταξή της. Βλέπεις, και τα δύο τα παλικάρια τους έχασαν τις δουλειές τους. Θες λίγη κοτόσουπα;». Αφού δεν την τρώω. «Ούτε εγώ, αλλά θα αρχίσω να την τρώω. Πρέπει να αντέξω για να σας βοηθάω με τη σύνταξή μου. Μπορεί τώρα να μην την έχετε ανάγκη, αλλά κανείς δεν ξέρει. Αν και εγώ είμαι νέα ακόμη. Έτσι δεν είναι;». Έτσι είναι, θεία μου. «Δεν νομίζεις όμως ότι ένα-δυο τραβηγματάκια κάτω από τα μάτια τα έχω ανάγκη;». Βρε θεία! «Όχι... Σκέφτομαι... Μήπως να τα κάνω τώρα που μπορώ; Γιατί αν μου κόψουν τη σύνταξη...».