Τις προάλλες είπα να ξεφύγω από το θέατρο του παραλόγου που παιζόταν στους δρόμους της πόλης και να πάω στο άλλο θέατρο, το κανονικό, που σε βοηθάει ενίοτε να ξεχάσεις για λίγο εκείνα που σε απασχολούν. Ντύθηκα, στολίστηκα, πήδηξα πάνω από τον σωρό των σκουπιδιών που λιαζόταν μπροστά στην εξώπορτά μου και κατηφόρισα τη μοσχομυριστή Χαριλάου Τρικούπη, με την ερώτηση μιας αναγνώστριας να τριγυρίζει στο μυαλό μου: «Τέλος πάντων, τίποτε δεν σας αρέσει στην πόλη μας;». Τι να μου αρέσει, κυρία μου... Μου άρεσε, βεβαίως, εκείνη τη στιγμή η ιδέα μιας καλής παράστασης. Εννέα άρχιζε, εννέα παρά είκοσι ήμουν στο θέατρο. Εντάξει, δεν ξεχνώ ποτέ σε ποια χώρα βρίσκομαι. Ούτε την περίεργη σχέση που έχει με τον χρόνο μεγάλη μερίδα του εν Ελλάδι θεατρόφιλου κοινού. Το οποίο εκλαμβάνει την ώρα έναρξης ενός θεάματος ως κάτι εξαιρετικά ρευστό, καθόλου συγκεκριμένο και δεσμευτικό. Γνωρίζω ότι η όποια παράσταση δεν θα αρχίσει ποτέ στην ώρα της, αυτήν τη φορά όμως το παράκαναν.
Δέκα παρά δέκα, κι ακόμη έμπαιναν θεατές. Είχα πιει ένα μπουκαλάκι νερό, είχα πάει τουαλέτα, είχε πιει και μία κόκα-κόλα, είχα ξαναπάει τουαλέτα, είχα διαβάσει τρεις φορές το πρόγραμμα με όλες τις διαφημίσεις, ετοιμαζόμουν να ξαναπάω τουαλέτα... Δέκα ακριβώς χτύπησε το τρίτο κουδούνι και με μία ώρα καθυστέρηση οι ηθοποιοί εμφανίστηκαν στη σκηνή. Τη στιγμή που έσβηναν τα φώτα, έκανε την εμφάνισή της ημιδιάσημη πανελίστρια η οποία, προσπαθώντας με κόπο να ισορροπήσει στα πανύψηλα τακούνια της, αντί να καθίσει διακριτικά στη θέση της, έσπευσε να φιλήσει άλλες δύο ημιδιάσημες που κάθονταν στις μπροστινές θέσεις. Ακολούθως, γύρισε προς τη σκηνή και χαιρέτησε με νάζι έναν ηθοποιό. Εκείνος της ανταπέδωσε το νεύμα. Παρατηρώντας το σουρεαλιστικό σκηνικό, ξανασκέφτηκα το «τίποτε δεν σας αρέσει στην πόλη μας»... Το έργο, πάντως, ήταν συμπαθητικό. Μόνο που τελείωσε στις 12.35 και μετρό δεν είχε πια, οπότε η επιστροφή στο σπίτι γινόταν πιο δύσκολη. Αν είχε αρχίσει στην ώρα του...
Που για να αρχίσει στην ώρα του, πρέπει να έχουν έρθει στην ώρα τους οι θεατές. Και έρχομαι τώρα εγώ να σας ρωτήσω όλους εσάς – διάσημους, ημιδιάσημους, άσημους – που θεωρείτε δεδομένο ότι η παράσταση δεν θα αρχίσει προτού κάνετε τη θριαμβευτική είσοδό σας και ότι κανένα πρόβλημα δεν έχουμε οι υπόλοιποι να σας περιμένουμε: γιατί τέτοια αφασία; Για να μην πω έλλειψη στοιχειωδών καλών τρόπων. Που θα το πω. Γαϊδουριά το λένε αυτό: να επιβάλλεις τους κανόνες σου με το έτσι θέλω. Δεν απαιτώ συνέπεια τύπου Μέρκελ, ας μην αρχίσει η παράσταση στις 9.00, ας αρχίσει στις 9.10. Αλλά με μία ώρα καθυστέρηση; Επιτέλους ας πάρουν και τα θέατρα τα μέτρα τους: να κλείνουν την πόρτα τους την προκαθορισμένη ώρα, δείχνοντας ότι σέβονται τους συνεπείς θεατές. Μία θα μείνει έξω ο γάιδαρος, δύο, την τρίτη θα έρθει στην ώρα του. Όχι;
Και, ναι, έχω... βίτσιο με την ακρίβεια στα ραντεβού μου. Το απέκτησα ύστερα από μια δραματική εμπειρία στη Βιέννη. Όπου μια φίλη είχε εξασφαλίσει εισιτήρια για συναυλία που διηύθυνε ο Σέιζι Οζάουα, σε μια από τις μεγαλύτερες αίθουσες της πόλης. Ώρα έναρξης 8.00. Στις 7.30 ήμασταν ακόμη στο σπίτι. «Θα αργήσουμε». «Μην ανησυχείς», η άνετη, «απέχουμε δύο στάσεις με το μετρό, σε δέκα λεπτάκια θα είμαστε εκεί». Ήμασταν σε 20 λεπτάκια. Για να βρούμε την αίθουσα κλειδωμένη.
«Δεν καταλαβαίνω» σχολίασε η φίλη κοιτάζοντας εκ νέου τα εισιτήριά της, για να γουρλώσει ξαφνικά τα μάτια της σαν τον Μάρτι Φέλντμαν: «Γαμώ το, είναι σε άλλη αίθουσα η συναυλία!». Η οποία πόσο απέχει από εδώ; «Δεκαπέντε λεπτά με τα πόδια, αν τρέξουμε προφταίνουμε». Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν παλαβοί, για να φτάσουμε στον προορισμό μας χωρίς ανάσα! «Βιαστείτε», μας είπε η (αυστηρότατη) ταξιθέτρια, «πάρτε τα μπουφάν μαζί σας, δεν προφταίνετε να τα αφήσετε στην γκαρνταρόμπα. Γρήγορα!».
Μπήκαμε στην κατάμεστη αίθουσα κατακόκκινοι από την προσπάθεια και το άγχος. Ο μαέστρος βρισκόταν ήδη στη σκηνή, το κοινό χειροκροτούσε. Και κοιτούσε υποτιμητικά (ξέρετε τι σημαίνει ξινισμένος Αυστριακός;) τους δύο απερίγραπτους με τα σκουφιά και τα γάντια που έψαχναν να βρουν τις θέσεις τους. Οι οποίες βρίσκονταν στην πρώτη σειρά. Ήμασταν, δηλαδή, υποχρεωμένοι να διασχίσουμε όλη την αίθουσα, να υποστούμε τα εξευτελιστικά βλέμματα όλων των παρευρισκομένων. Το ζήσαμε και αυτό, με τη φίλη μου να ανοίγει δρόμο ανάμεσα στα καθίσματα, ζητώντας από Βιεννέζες με καρό τουαλέτες και Βιεννέζους με σμόκιν να σηκωθούν για να περάσουμε («sorry, sorry, sorry...») και εμένα να ακολουθώ και να μονολογώ «δεν το πιστεύω αυτό που ζω! Θα σε σκοτώσω!».
Κάποια στιγμή, κι ενώ πλησίαζα στο κάθισμά μου, ένιωσα ένα βλέμμα πιο έντονο και εχθρικό από τα υπόλοιπα. Σήκωσα το κεφάλι και είδα τα σχιστά, γιαπωνέζικα ματάκια του Οζάουα να με καρφώνουν σαν λάμες έτοιμες να μου κάνουν χαρακίρι. Ο μαέστρος, κρατώντας σηκωμένη την μπαγκέτα, περίμενε να καθήσουμε για να ξεκινήσει, καθιστώντας εμφανή τον εκνευρισμό του. Εναν εκνευρισμό που φούντωνε ενώ περίμενε να βγάλουμε και τα μπουφάν μας, τα οποία μέσα στην απόλυτη ησυχία της αίθουσας «έτριζαν» ανατριχιαστικά. «Είδες; Τα καταφέραμε!» ψιθύρισε η φίλη μου. Ευχαρίστως θα άρπαζα την μπαγκέτα από τον σταρ και θα τη σούβλιζα, κρατήθηκα, όμως, κυρίως επειδή αν του κατέστρεφα την εισαγωγή του έργου με το οποίο ξεκινούσε η βραδιά, θα είχα την τύχη των αιχμαλώτων του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που είχαν πέσει στα χέρια Ιαπώνων. Εκείνη τη στιγμή ορκίστηκα ότι δεν θα αργήσω ποτέ ξανά στη ζωή μου σε θέαμα. Αν δεν κάνετε το ίδιο, θα σας φέρω τον Οζάουα. Με την μπαγκέτα του.