Έλληνες στη Σιβηρία
10.11.2011 
Την έλεγαν Σβετλάνα. Μπορεί και Γελένα. Oπως κι αν έχει, επρόκειτο για μια γυναίκα, με το ζόρι 35, που έδειχνε μεγαλύτερη: παρατημένη από τότε που γεννήθηκε. Τη «γνώρισα» σε ένα ντοκιμαντέρ της δορυφορικής. Θέμα του, πώς αντιμετώπιζαν δύο οικογένειες, μία φτωχή ρωσική και μία ευκατάστατη αμερικανική, το ίδιο γεγονός: την εγχείρηση καρδιάς των δωδεκάχρονων κοριτσιών τους. Τα της πολιτισμένης mama America άνευ ενδιαφέροντος: εξαιρετικό νοσοκομείο, μονόκλινο δωμάτιο που έμοιαζε με δωμάτιο ξενοδοχείου, γελαστές νοσοκόμες που παρέπεμπαν στις καλές νεράιδες των παραμυθιών, επιλογή γεύσεως (πορτοκάλι, φράουλα, πεπόνι…) στο αέριο που χρησιμοποιούνταν για την προνάρκωση, ψυχολόγοι δίπλα στο παιδί και στους γονείς. Όπως θα έπρεπε να γίνονται όλα τα χειρουργεία, σε όλον τον κόσμο. Στον κόσμο της Σβετλάνα όμως…
 
Η ιστορία άρχιζε στις 2.00 τα χαράματα. Τότε, μέσα στο χιόνι, πολλούς βαθμούς υπό το μηδέν, ξεκινούσε η οικογένεια από ένα χωριό της Σιβηρίας, προκειμένου στις 8.00 ακριβώς να βρίσκεται στο νοσοκομείο. Χρήματα δεν υπήρχαν ώστε να καταλύσουν σε ένα κοντινό στην κλινική ξενοδοχείο από το προηγούμενο βράδυ. Στην ώρα τους, πάντως, βρίσκονταν στο γκισέ των εισαγωγών. Η μάνα και η κόρη. Ο πατέρας είχε πάρει ήδη τον δρόμο της επιστροφής, καθώς ο αγώνας για την καθημερινή επιβίωση δεν του επέτρεπε να χάνει μεροκάματα.
 
Το νοσοκομείο ψυχρό, απρόσωπο και ασυντήρητο. Το δωμάτιο της μικρής με 15 (!) ακόμη κλίνες και με ένα χαρτόνι να ανακόπτει την ορμή του αέρα που έμπαινε από το σπασμένο τζάμι του παραθύρου. Στην τουαλέτα, χαλασμένες βρύσες. Παντού η αίσθηση ελλιπούς καθαριότητας. «Τα οικονομικά μας δεν μας επιτρέπουν κάτι καλύτερο» εξήγησε η μάνα με την αγωνία αποτυπωμένη στο πρόσωπό της. Μια αγωνία που ξέσπασε σε ποτάμι δακρύων όταν η μικρή μπήκε στο χειρουργείο και εκείνη έμεινε στον αφιλόξενο διάδρομο με τα ξεχαρβαλωμένα καθίσματα. «Παλιά τα πράγματα ήταν καλύτερα», είπε στην κάμερα, «τα τελευταία χρόνια η ζωή είναι αφόρητη. Δουλεύουμε ασταμάτητα και έρχονται μέρες που δεν έχουμε ούτε ξύλα για να ζεστάνουμε το σπίτι. Τότε τυλιγόμαστε στις κουβέρτες και πέφτουμε στο ίδιο κρεβάτι όλη η οικογένεια μαζί, προσπαθώντας να ζεστάνει ο ένας τον άλλον».
 
Και άρχισε να μετράει μία, δύο, τρεις, ατελείωτες ώρες μοναξιάς και τρόμου ως τη λήξη της εγχείρησης. Κάπως έτσι νιώθω τελευταίως: σαν να βρίσκομαι σε έναν παγωμένο, βρώμικο και αφιλόξενο θάλαμο αναμονής περιμένοντας νέα. Που, όμως, δεν θα είναι ευχάριστα όπως ήταν τα νέα από την κόρη της Σβετλάνα.
 
Την ιστορία της οποίας μού θύμισε η θεία Ιουλία – μαζί είχαμε παρακολουθήσει το ντοκιμαντέρ – ύστερα από συνάντηση των ενοικιαστών της πολυκατοικίας μας κατά την οποία αποφασίστηκε να μειωθούν οι ώρες λειτουργίας της κεντρικής θέρμανσης για λόγους οικονομίας, αλλά και επειδή το αποθεματικό δεν έφτανε για την αγορά πετρελαίου – πολλοί εκείνοι που χρωστούν κοινόχρηστα και δηλώνουν αδυναμία να τα καταβάλουν. «Σαν τη Σβετλάνα και εμείς, θα αγκαλιαζόμαστε για να ζεσταθούμε» είπε η θεία, που μετά τις τελευταίες εξελίξεις έχει πέσει στα βαριά ηρεμιστικά, για να συμπληρώσει: «Να παρακαλάτε μόνο να έχουμε την υγεία μας και να μην χρειαστούμε νοσοκομεία».
 
Εκείνο που λένε, ότι αν βάλεις ένα κρεμμύδι ανάμεσα στα δόντια σου για να μη χτυπάνε, αντιμετωπίζεις καλύτερα το κρύο, ισχύει; Ρώτησα εγώ, προσπαθώντας να ελαφρύνω το κλίμα. «Ασε τις εξυπνάδες! Εμείς τουλάχιστον είμαστε από τους τυχερούς: έχουμε δικό μας σπίτι. Επιπλέον ούτε εσύ ούτε η άχρηστη η κόρη μου αποκτήσατε παιδιά. Ανήκετε στους προνομιούχους!». Για να καταλάβετε σε τι σημείο πανικού έχει φτάσει: οι μομφές της, επειδή θα πεθαίναμε μαγκούφηδες, έδωσαν τη θέση τους σε αναστεναγμούς ανακούφισης για την ακληρία μας, καθώς «ένας άνθρωπος μόνος τα κουτσοβολεύει, ενώ…».
 
Και συνέχιζε σιχτιρίζοντας «αυτούς που μας κατάντησαν Σιβηρία! Που τώρα στα γεράματά μου με υποχρεώνουν να στερηθώ ό,τι δεν στερήθηκα στα δύσκολα νιάτα μου. Άκου οικονομία στο καλοριφέρ! Άκου καθαρίστρια μία φορά τον μήνα εκεί που ερχόταν κάθε εβδομάδα! Άκου φόρο για ένα σπίτι που έχτισα πριν από 40 χρόνια και που το έχω χρυσοπληρώσει! Άκου… Α, δεν σου είπα και το άλλο, ο κύριος Ανέστης του τρίτου έμαθε ότι θα αρχίσουν να φορολογούνται και τα χρυσά δόντια!» Θεία! «Τι θεία; Από αυτούς όλα να τα περιμένεις. Και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα ξερίζωναν και… ». Έλα, μην υπερβάλλεις. «Αν αυτά που ζούμε τώρα σ’ τα έλεγα δύο χρόνια πριν, και τότε υπερβολική θα με χαρακτήριζες. Να όμως που…».
 
Εμείς, αν μη τι άλλο, δεν έχουμε χρυσά δόντια για να μας τα πάρουν. «Ο κύριος Ανέστης, όμως, έχει. Ο οποίος χθες, για πρώτη φορά μέσα στα 35 χρόνια που είναι γείτονας, μου χτύπησε την πόρτα και μου ζήτησε 50 ευρώ ως το τέλος του μήνα. “Ντρέπομαι” μου είπε. “Τι ντρέπεσαι; ” του απάντησα. “Αύριο μπορεί να βρεθώ στη θέση σου”». Tην κοίταξα έτσι στενοχωρημένη και αναστατωμένη που ήταν και αναλογίστηκα ότι εξίσου θλιβερά με τα νιάτα χωρίς μέλλον είναι και τα γηρατειά χωρίς παρόν, που βρέθηκαν ξαφνικά να αγωνιούν πώς θα βγάλουν την κάθε μέρα. Μη φοβάσαι, εμείς δεν θα γίνουμε Σιβηρία, της είπα. Λόγω κλίματος. Γιατί, και αν έξω ο ήλιος λάμπει πάντα, εντός μας η παγωνιά γίνεται όλο και πιο έντονη. (Ομολογώ ότι θα ήθελα να κλείσω με κάτι αισιόδοξο, έστω με κάτι αστείο μέσα στην απαισιοδοξία του, αυτό το άρθρο. Σήμερα, όμως, δεν μπορώ. Από βδομάδα ίσως, κάποιο άλλο κείμενο…)
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
› 
Ταξί και συμπάθεια
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Σχετικά με την Ντέμι Μουρ
› 
Θερινό ξεπούλημα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers