Νew age μαυραγορίτες
17.11.2011 
Στο σίριαλ του ITV «Downton Abbey», ο δεύτερος κύκλος του οποίου διαδραματίζεσαι μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο υπηρέτης Τόμας Μπάροου, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να ξεφύγει από τη φτώχεια και να ανέλθει κοινωνικά, αγοράζει, δίνοντας όλες τις οικονομίες του, μια σεβαστή ποσότητα τροφίμων. Τα οποία, ακολούθως, αρχίζει να πουλάει υπερτιμημένα. Φιλοδοξώντας, σε μια εποχή όπου τα ράφια των μπακάλικων ήταν άδεια, να πλουτίσει από το παράνομο εμπόριο.
 
«Είχαμε και εμείς μαυραγορίτες στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» θυμήθηκε η θεία Ιουλία, ενώ παρακολουθούσαμε μαζί τη σειρά, για να αρχίσει να διηγείται ιστορίες για «τον μπαρμπα-Μάρκο που πήρε τη χρυσή βέρα της μάνας μου για να της δώσει μια εξάδα αβγά και μισή οκά ρεβίθια» και για «τον άλλο, τον δεν θυμάμαι πώς τον λένε, που του δίναμε τις πορσελάνες μας – τις καλές, τις γαλλικές – και μας έδινε χαρουπάλευρο με σκουλήκια». Και για να αποφανθεί στο τέλος: «Ποιος να μου το έλεγε ότι θα ξαναζούσα τέτοια πράγματα;». Πάλι υπερβάλλεις, θεία. «Έχω στοιχεία. Θυμάσαι την κυρία Ανανιάδου που μου ζήτησε να της νοικιάσω την αποθηκούλα που έχω στο υπόγειο για να αποθηκεύσει ο γιος της “κάτι πράγματα που δεν ξέρουμε πού να τα βάλουμε”; Έτσι μου είχε πει». Θυμάμαι. «Ξέρεις τι έχει βάλει στο υπόγειο; Δεκάδες κούτες με γάλατα, αλεύρια, ζυμαρικά, ρύζια, πελτέδες…». Τι δουλειά κάνει ο γιος της; «Μπακάλης, πάντως, δεν είναι». Και εσύ πώς ξέρεις τι έβαλε στην αποθήκη; Μη μου πεις ότι έχεις κρατήσει κλειδί. «Για ώρα ανάγκης». Τι ανάγκης; «Αν, παραδείγματος χάριν, ξεμείνω από αλεύρι». Θεία, είναι παράνομο αυτό. «Παράνομο είναι αυτό που πάει να κάνει ο Ανανιάδης τώρα που θα γυρίσουμε στο γρόσι!».
 
Γιατί η θεία έχει ήδη φτάσει στη μετά την επιστροφή στη δραχμή εποχή. Επίσης, βλέπει πολλά σίριαλ και επηρεάζεται. Στην πραγματικότητα, ο Ανανιάδης το τελευταίο πράγμα που είχε στο μυαλό του ήταν να κάνει εμπόριο επωφελούμενος από την επαπειλούμενη εποχή της μεγάλης φτώχειας.
 
Μου το είπε ο ίδιος, όταν τον συνάντησα στο ασανσέρ, αφού πρώτα με ρώτησε απορημένος πώς και δεν χρειαζόμασταν την αποθήκη που του είχαμε νοικιάσει: «Εσείς πού αποθηκεύετε τρόφιμα;». Στο ψυγείο και στα ντουλάπια της κουζίνας. «Τόσο μεγάλη είναι η κουζίνα σας;». Κανονική είναι, και η κουζίνα και το σπίτι, ό,τι πρέπει ώστε η έκτακτη εισφορά με τον λογαριασμό της ΔΕΗ να μην τινάξει εντελώς στον αέρα τον οικογενειακό μας προϋπολογισμό. «Να υποθέσω ότι δεν κάνετε… κάβα». Μπα, είμαστε του αντιαλκοολικού. «Όχι, το λέω με την ευρύτερη έννοια, μεταφορικά. Εννοώ ότι δεν αποθηκεύετε τρόφιμα για να έχετε όταν πάθουμε το οικονομικό κραχ». 
 
Ήμουν έκπληκτος από τον τρόπο με τον οποίο σκεπτόταν, ώσπου διάβασα εκείνο το ρεπορτάζ που έκανε λόγο για τον πανικό των καταναλωτών που σπεύδουν στα σουπερμάρκετ και αγοράζουν τα εβαπορέ και τα ζυμαρικά με τις κούτες, για να τους βρίσκονται. Αυτού του είδους τις υστερίες δεν μπορώ να τις καταλάβω, είπα στη θεία Ιουλία, η οποία όμως με εξέπληξε για άλλη μια φορά, παίρνοντας το μέρος του νοικάρη της. «Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν θα μας έκανε κακό να αποθηκεύαμε και εμείς μερικά κιλά κριθαράκι και κανέναν πελτέ κάτω από το κρεβάτι μου…». Θεία, μην πέφτεις στην παγίδα και εσύ. «Εγώ ψύχραιμη είμαι, αλλά χθες με πήρε η θεία Άννα και μου έλεγε ότι ο Ασημάκης έμαθε από έναν φίλο του στη γερμανική πρεσβεία ότι οι Γερμανοί θα ζητήσουν να κλείσουμε τα σύνορα και θα σταματήσουν οι εισαγωγές επειδή δεν πληρώνουμε και…». Θεία! «Παιδάκι μου, εγώ με ένα χαμόμηλο και μια φρυγανιά καλύπτομαι. Για το δικό σας γιουβέτσι νοιάζομαι». Μην ανησυχείς, αν μας κόψουν το γιουβέτσι, θα φάμε μπομπότα. ΄Η θα λιμοκτονήσουμε με τους πολλούς. Τι σκέψεις είναι αυτές που κάνεις; Δεν είναι η μόνη όμως. Και η ταμίας στο σουπερμάρκετ μού μίλησε για τον πανικό του καταναλωτή μπροστά στο ενδεχόμενο χρεοκοπίας, όπως τον ζει καθημερινά: «Λες και αν γεμίσεις την κατώγα αλεύρια θα σωθείς. Θα σκουληκιάσουν και θα κλαις τα λεφτά σου! Αλήθεια, για να σας ρωτήσω κάτι αδιάκριτο, αν επιτρέπεται, εσείς τα λεφτά σας πού τα πήγατε;». Εκεί που ήταν τα άφησα, στην τράπεζα. «Γιατί μου λένε κάτι οικονομίες που έκανα για ώρα ανάγκης να τις βγάλω στο εξωτερικό, στα... Καημέν, Καϊμάν, κάτι τέτοιο, που δεν φορολογούνται. Πού είναι αυτά; Με τρένο πας; Γιατί σε αεροπλάνο εγώ δεν μπαίνω, έχω κλειστοφοβία».
 
Εγώ, πάλι, που και κλειστοφοβία έχω και υψοφοβία, θέλω να μπω σε ένα αεροπλάνο και να την κάνω. Όχι για να γλιτώσω από τον… λιμό, για να γλιτώσω από την παράνοια, ως παρενέργεια της συγκυρίας. «Μαζί σου κι εγώ!» λέει η εξαδέλφη μου που έχει πάρει στο ψιλό τη μάνα της και θεία μου. Η οποία, επηρεασμένη από φίλες, γειτόνισσες και συγγενείς, έχει αρχίσει κρυφά να κάνει… κάβα στη μεταλλική ντουλάπα της βεράντας.
 
Όμως, θεία μου, τι να τα κάνουμε τα «100 σαπούνια σε τιμή λιανικής»; «Σκέφτηκα, παιδί μου, ότι τα τρόφιμα χαλάνε, ενώ υπάρχουν είδη που δεν παθαίνουν τίποτε και που σε περίπτωση έλλειψης μπορείς να τα πουλήσεις και να έχεις και κέρδος». Σαν να λέμε, μια χρυσή βέρα για δύο πλάκες σαπούνι; «Για τρεις πλάκες σαπούνι και μία κρέμα προσώπου με χαβιάρι, παιδί μου, είπαμε να κάνουμε τίμιο εμπόριο, όχι να πιούμε το αίμα των ανθρώπων». Έτσι, βρέθηκα με θεία μαυραγορίτισσα! Και δεν έχουμε δει ακόμη τα χειρότερα, λένε.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
› 
Ταξί και συμπάθεια
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Σχετικά με την Ντέμι Μουρ
› 
Θερινό ξεπούλημα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers