To Πάσχα πήγα στη Βιέννη, για λόγους... οικονομίας: 105 ευρώ το εισιτήριο (πηγαινέλα με την Austrian), τη στιγμή που χρειαζόμουν 210 ευρώ για την Τήνο – ένα άτομο με αυτοκίνητο. Έτσι, αντί να προσκυνήσω στη Μεγαλόχαρη, προσκύνησα στην κρύπτη με τους τάφους της Μαρίας Θηρεσίας και της Σίσσυ. Πήγα και στη Staatsoper για να δω τον «Βέρθερο» του Μασνέ. Ωραίο έργο, αλλά απλησίαστα τα εισιτήρια: 176 ευρώ για την πλατεία, 70 ευρώ για κάτι μίζερες «τριζάτες» καρέκλες στα θεωρεία, με περιορισμένη ορατότητα. Αν τραγουδούσε κανένας Πλάθιντο Ντομίνγκο, μπορεί και να τα έδινα, τραγουδούσε όμως η Βεζελίνα Κασαρόβα (τι όνομα!), μια μεσόφωνος την οποία δεν εκτιμώ. Και σκηνοθετούσε ο Αντρέι Σερμπάν, χαμηλά και εκείνος στον κατάλογο των προτιμήσεών μου. Έτσι, αποφάσισα να δοκιμάσω τον «θεσμό» των ορθίων: όπου στέκεσαι στην ουρά μία ώρα πριν από την έναρξη της παράστασης, αγοράζεις εισιτήριο με μόλις 4 ευρώ και την παρακολουθείς (όρθιος, βεβαίως) από ειδικά διαμορφωμένο χώρο με αξιοπρεπή ορατότητα. Την περίοδο της (σχετικής, καθώς δεν υπήρξα ποτέ πλούσιος) οικονομικής ευμάρειάς μου, δεν θα το καταδεχόμουν. Αυτή τη φορά η θέση του μπατίρη ήταν η μοναδική που ανταποκρινόταν στις δυνατότητές μου.
Με τη
βοήθεια μιας φίλης που ζει στη Βιέννη εξασφάλισα το εισιτήριό μου από την προηγουμένη, ώστε να μη χρειαστεί να ξεροσταλιάσω στην ουρά. Έτσι νόμιζα. Γιατί οι υπάλληλοι που στέκονταν στην είσοδο, όταν πλησίασα και τους έδειξα το μαγικό χαρτάκι, με έβαλαν αμέσως στη θέση μου: «Θα μπείτε αφού πρώτα περάσουν όλοι όσοι στέκονται στο γκισέ τώρα». «Μα εγώ έχω εισιτήριο». «Εσείς όμως δεν περιμένατε για να το βγάλετε, είστε προνομιούχος, οπότε προηγούνται οι άλλοι». Αρχικά τσατίστηκα, ομολογώ όμως ότι είχαν δίκιο: τήρηση των κανόνων, τάξη, δικαιοσύνη... συμφωνώ με όλα. Έτσι, στάθηκα στο πίσω μέρος της σειράς.
Τότε εμφανίστηκε εκείνη. Την οποία θα αποκαλώ Φράου (με το «Φου» κεφαλαίο): πάνω από 60 ετών, με κοντοκουρεμένα άσπρα μαλλιά, σχεδόν αφύσικα ευθυτενής, ντυμένη σαν ναύαρχος στον εορτασμό του τορπιλισμού της Έλλης, με σκούρα μπλε στολή, χρυσά κουμπιά, κάτι σαν παράσημα κτλ. και με ύφος δεσμοφύλακα του Αουσβιτς στη «Μάλα» του Καρβέλα. «Συμπτυχθείτε! Μαζευτείτε!» μας κεραυνοβόλησε σε άψογα γερμανικά, σπρώχνοντας επίμονα εμάς, τους τελευταίους της ουράς. «Τι είναι τούτο;» ρώτησα τη φίλη μου, αλλά, προτού προφτάσει να απαντήσει, άνοιξαν οι πόρτες και αρχίσαμε να τρέχουμε για να πιάσουμε καλή θέση, πάντα υπό τα αυστηρά προστάγματα της Φράου: «Γρήγορα! Αριστερά! Γρήγορα!». Με σκηνές από το θεατρικό «Μπεντ» (σε στρατόπεδο συγκέντρωσης διαδραματιζόταν και εκείνο) να επανέρχονται στο μυαλό μου, μπήκα στην αίθουσα και μαζί μου δεκάδες πτωχοί, οι οποίοι σπρώχνονταν, πατούσαν ο ένας τον άλλον, τσακώνονταν για τις διαθέσιμες θέσεις. Τότε η Φράου ανακοίνωσε, πάντα αγέρωχη και αγέλαστη, σε άπταιστα γερμανικά και αμέσως μετά σε αγγλικά, με κοφτή γερμανική προφορά: «Δεν θα φεύγετε από τις θέσεις σας! Απαγορεύεται να κάθεστε στον διάδρομο! Αν θέλετε να πάτε στην γκαρνταρόμπα ή στην τουαλέτα, θα πρέπει να δέσετε στο κάγκελο που βρίσκεται μπροστά στη θέση σας το κασκόλ σας, αλλιώς δεν θα βγείτε». «Εγώ δεν έχω κασκόλ» παρενέβη δειλά ένας (μάλλον) Ιταλός, για να λάβει το πιο υποτιμητικό βλέμμα της: «Δέσε τη ζώνη από το παντελόνι σου!».
Και ενώ οι μισοί από εμάς έκαναν ναυτικούς κόμπους με τα κασκόλ τους και οι υπόλοιποι έλυναν τις ζώνες τους – ένας-δυο κρατώντας τα βρακιά τους με τα χέρια τους για να μην τους πέσουν – η Φράου άρχισε να... περιοδεύει ανάμεσά μας, καρφώνοντάς μας με το παγωμένο βλέμμα της, καταγράφοντας τις παραβάσεις και κάνοντας παρατηρήσεις σε όλους: «Σηκωθείτε! Απαγορεύεται να κάθεστε κάτω!», «Σε εσάς μιλάω: Κάντε δεξιά. Κι άλλο! Κι άλλο! Εκεί!». «Και εσείς, σηκωθείτε! Τώρα!». «Βγάλτε το καπέλο σας! Πάρτε το στα χέρια σας! Μην το ακουμπάτε στα κάγκελα! Βάλτε το στην τσάντα σας! Αφήστε την κάτω!». «Βγάλτε το μπουφάν σας και πηγαίνετέ το στην γκαρνταρόμπα»... «Μα, κρυώνω», τόλμησε να παραπονεθεί στη γλώσσα του ένας Ισπανός (ας μάθουν επιτέλους και αυτοί δυο-τρεις λέξεις αγγλικά!) για να λάβει απάντηση στην ισπανική: «Αποκλείεται».
«Αποκλείεται να υπομείνω αυτόν τον εξευτελισμό» μονολόγησα, σοκαρισμένος από την απαράδεκτη συμπεριφορά, τη στιγμή που η Φράου, αφού με είχε υποχρεώσει να κολλήσω στον διπλανό του (που μύριζε απλυσιά), ώστε να δημιουργηθεί άλλη μία θέση, έσκυβε και κοίταζε ερευνητικά τα παπούτσια ή τις πίσω τσέπες του παντελονιού μου, θα σας γελάσω. «Επειδή μου παρέχουν τη δυνατότητα να δω μια παράσταση με ελάχιστα χρήματα, δεν σημαίνει ότι θα υποστώ αδιαμαρτύρητα πρωκτικό
έλεγχο και φάλαγγα!» είπα στη φίλη μου. Μου απάντησε ότι έχω δίκιο, ότι πολλοί έχουν κάνει παράπονα για τη συμπεριφορά των υπαλλήλων στις θέσεις ορθίων, ότι την έχουν χαρακτηρίσει ρατσιστική και προσβλητική για τους θεατές, «αλλά εδώ είναι έτσι». Εκεί ήταν έτσι, ήμουν κι εγώ φίλος του Μασνέ... Έμεινα. Παρακολούθησα την πρώτη πράξη και αποχώρησα επιβεβαιώνοντας πόσο δίκιο είχα που δεν αγαπούσα την Κασαρόβα, που δεν εκτιμούσα τον Σερμπάν. Νιώθοντας, κυρίως, ευτυχής που στην Ελλάδα... δεν είναι έτσι! Και ελπίζοντας ότι ούτε στα επόμενα χρόνια, που αν όλα πάνε καλά, θα αλλάξουμε και θα γίνουμε κάτι σαν Αυστρία, θα είναι έτσι. Επειδή θεωρώ ότι τον άνθρωπο πολιτισμένο δεν τον κάνει μόνο το υψηλό βιοτικό του επίπεδο, αλλά και οι καλοί τρόποι του. Κυρίως αυτοί.