Ο πλακάς κατέφθασε αχάραγα. Ήθελε να δει το (υπό ανακαίνιση) μπάνιο για να κάνει την προσφορά του: «Με απόδειξη 1.400 ευρώ, 1.100 άνευ». Εσείς τι θα διαλέγατε; Αφήστε με να μαντέψω: τη νόμιμη οδό, για να είστε εντάξει και με το κράτος και με τη συνείδησή σας. Εγώ το σκέπτομαι. Τριακόσια ευρώ μείον είναι οι λογαριασμοί του διμήνου και ένα-δύο σουπερμάρκετ. Not bad... Το σκεπτόμουν και μέσα στο ταξί που με άφησε στο γραφείο (συνήθως περπατώ, όμως εκείνο το πρωί έβρεχε καταρρακτωδώς) χωρίς να μου δώσει απόδειξη. Ούτε καν με ρώτησε, όπως βαριεστημένα ρωτούν ορισμένοι συνάδελφοί του.
Γιατί δεν ζήτησα; Επειδή εκείνη τη στιγμή είχα στο μυαλό μου πώς θα υπερπηδούσα το ποτάμι που έτρεχε μπροστά στην πόρτα, επειδή κόρναρε ο από πίσω, επειδή είχα την τσαντίλα μου με τον πλακά. Εσείς, ξέρω, θα ζητούσατε απόδειξη, θα την παίρνατε χαμογελαστοί από τον εξίσου χαμογελαστό οδηγό και θα αποχωρούσατε τραγουδώντας το «Singin’ in the Rain». Εγώ, πάλι, βαρέθηκα το «άι σιχτίρ» ύφος που έπαιρναν όσοι οδηγοί είχαν... ξεχάσει να εκδώσουν απόδειξη όταν τους τη ζητούσα και όταν με αποβίβαζαν με την κατάρα τους καρφωμένη στην πλάτη μου, για την αναστάτωση που τους είχα προκαλέσει.
Δεν ασχολούμαι πια. Και στο βενζινάδικο βαρέθηκα να ζητώ απόδειξη και να μου δίνουν ό,τι πιάνει το χέρι τους, όχι πάντως τη δική μου. Και στη λαϊκή, ό,τι μου δίνουν παίρνω και όταν δεν μου δίνουν, δεν παίρνω. Οι φράουλες στον πάτο του κεσέ να μην έχουν μούχλα, κι όλα καλά. Που δεν είναι καλά, αλλά κι εγώ δεν είμαι ο Σούπερμαν που θα πατάξει τη διαφθορά. Να το κάνει το κράτος, το οποίο άλλους τους υπερφορολογεί και άλλους τους αφήνει, ακόμη και σήμερα, να μας κατακλέβουν. Γιατί το κακό συνεχίζεται και θεριεύει. Οπότε, για ποιους ελέγχους μιλάμε; Ποια μέτρα; Ποιον αγώνα κατά της φοροδιαφυγής; Ποια δικαιοσύνη;
Αυτό αναρωτιόμουν το απόγευμα της ίδιας ημέρας, όταν συνόδευσα φίλο μου στον χειρουργό που θα του αφαιρούσε ένα λίπωμα. Συμπαθέστατος ο γιατρός, χαμογελαστή η Παναγία στον τοίχο πίσω του, όταν όμως φτάσαμε στην ταρίφα, τα ίδια Παντελάκη μου: «Πεντακόσια ευρώ με απόδειξη, 300 χωρίς». Ξέρω! Θα διαλέγατε την πεντακοσάρα. Ο φίλος μου, με μισθό που από τα (αξιοπρεπή) 1.520 έπεσε στα (μετά βίας επιβιώνω) 940, δεν μπορούσε παρά να γλυκοκοιτάζει το διακοσάρι που του «χαριζόταν». Άνθρωποι όπως εκείνος ευθύνονται που τα πράγματα δεν λειτουργούν σωστά; Έχω ακούσει διάφορες τέτοιες επαναστατικές θεωρίες.
«Εσύ τρέφεις το διεφθαρμένο σύστημα!» με κατηγόρησε γνωστή γνωστού όταν παραδέχτηκα –το λαμόγιο!– ότι έχω πολλάκις, μέσα στην ανάγκη τη μεγάλη, δώσει φακελάκι, και συμπλήρωσε: «Εγώ δεν το έκανα και δεν θα το κάνω ποτέ». Πρώτη αντίδραση που ήρθε στο μυαλό μου ήταν να της φέρω καπέλο τη χωριάτικη σαλάτα που μας χώριζε. Κρατήθηκα. Προσπάθησα να της εξηγήσω πως όταν βιώνεις καταστάσεις σκληροπυρηνικές μέσα σε ένα σύστημα Υγείας που δεν σου εμπνέει εμπιστοσύνη, δεν έχεις την πολυτέλεια να πολεμάς ταυτοχρόνως και σε άλλα μέτωπα.
Αυτό μπορούν να το κάνουν ή οι γεννημένοι αγωνιστές (που είναι ελάχιστοι ανάμεσά μας) ή άνθρωποι όπως εκείνη, που η πιο σοβαρή επαφή της με νοσοκομεία και γιατρούς αφορούσε την αφαίρεση μιας ελιάς από το μάγουλο για λόγους αισθητικής. Οι άλλοι, όσοι έχει χρειαστεί να περιμένουν έξω από (σοβαρά) χειρουργεία και από μονάδες εντατικής θεραπείας, με την αγωνία, τον φόβο και την απόγνωση να τους καταβάλλουν, καταλαβαίνουν τι εννοώ. Αναφέρομαι σε εκείνους που αν και γνώριζαν ότι δεν έπρεπε να δώσουν φακελάκι, καθώς με αυτόν τον τρόπο γίνονταν συνυπεύθυνοι σε ένα «έγκλημα», το έδωσαν. Εσείς επιμένετε ότι ούτε τότε θα το δίνατε;
Ε, λοιπόν, θα ήθελα να σας έμοιαζα: να διεκδικώ καθημερινά με τη μαχητική συμπεριφορά μου (εν προκειμένω, απαιτώντας να λαμβάνω αποδείξεις για όποιες υπηρεσίες μού παρέχονται) μια ευνομούμενη κοινωνία. Κάνω, βεβαίως, τις προσπάθειές μου, αλλά δεν αντέχω να δημιουργώ διαρκώς εντάσεις, δυσαρέσκειες (και καβγάδες) σε κάθε βήμα μου. Ξεκινώντας από τον επί σειρά ετών ψιλικατζή μου («έλα, ρε, που θες απόδειξη για δύο πακέτα τσίχλες! Πιο πολύ στοιχίζει το χαρτί που θα σ’ την τυπώσω!») και τον πλακά (που, αν δεν είναι ευχαριστημένος, θα μετατρέψει το μπάνιο μου σε Φεράρα μετά τα 6 ρίχτερ) και φθάνοντας στον γιατρό, από τον οποίο μπορεί να εξαρτηθεί η ζωή μου.
Την ίδια στιγμή, δεν δέχομαι να πετάνε μονίμως σε μένα το μπαλάκι, όταν οι αρμόδιοι δεν κάνουν τίποτε. Υπάρχει πάντα ο παράγοντας ατομική ευθύνη, όμως ας αναλάβει επιτέλους και το κράτος την ευθύνη που του αναλογεί στο θέμα της φοροδιαφυγής: πατάσσοντας εκείνους που την ασκούν συστηματικά (ξέρει πολύ καλά ποιοι είναι), προστατεύοντας τους υπόλοιπους. Ας κάνει, δηλαδή, τη δουλειά του. Και ας σταματήσει να μας δουλεύει.