Το μουσείο των εμπνεύσεων
14.6.2012 
Κυριακή πρωί, διασχίζω μια πόλη που θυμίζει τα πρώτα πλάνα του σίριαλ «The Walking Dead», το οποίο αναφέρεται στην καταστροφή του κόσμου: ερημιά, δύο σκοτωμένα περιστέρια στο οδόστρωμα, γλιτσιασμένα και σπασμένα κράσπεδα, νεράντζια σαπισμένα (τα πατάς και φεύγεις τσουλήθρα), μυρωδιά από ούρα στα σκεπαστά πεζοδρόμια της Ζωοδόχου Πηγής, ένα αεράκι ύπουλο που δεν έχει αποφασίσει αν είναι καλοκαιρινό ή φθινοπωριάτικο, τόνοι χαρτοπολτού στους τοίχους. Διαβάζω: «Θέλουμε Αλβανούς συμμαθητές, Αφγανούς συναδέλφους, Πακιστανούς γείτονες και κλωτσιές στους φασίστες».
 
Στη γωνία προβάλλουν δύο Αφρικανοί με καρότσια του σουπερμάρκετ (καινούργια «μόδα») φορτωμένα τσίγκους. Ψάχνουν στα σκουπίδια χρησιμοποιώντας αυτοσχέδιους γάντζους. Παρακάτω, η Πανεπιστημίου βυθισμένη σε μια ακινησία που τρομάζει. Ψωραλέα σκυλιά κοιμούνται μπροστά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Σε μια ζέχνουσα εσοχή, τρεις άστεγοι, ξαπλωμένοι σε χάρτινες κούτες, σκεπασμένοι με κατσιασμένες κουβέρτες, ακίνητοι και εκείνοι, σαν νεκροί, θυμίζουν «ζοφερούς» πίνακες του Λούσιαν Φρόιντ, όπου η πραγματικότητα προβάλλεται σε όλη την ασχήμια της. Κυνηγημένος από τις εικόνες βρίσκω καταφύγιο στην πολυκατοικία της Κριεζώτου 3.
 
Αυτός ήταν εξάλλου ο προορισμός μου: η αναπλασμένη από το Μουσείο Μπενάκη Πινακοθήκη Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα, στην οποία στεγάζεται πλέον και μόνιμη έκθεση-αφιέρωμα στους δημιουργούς της Γενιάς του ’30, με έργα που εκτείνονται από τη Μικρασιατική Καταστροφή ως τις παραμονές της δικτατορίας του 1967. Πληρώνω το «αλμυρό» εισιτήριο των 7 ευρώ και ξεκινώ την περιήγησή μου. Για να συναντήσω, στους έξι ασφυκτικά γεμάτους ορόφους, όλη τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, όπως έχει διασωθεί στο έργο εκείνων που σήκωσαν ψηλά την πατρίδα. Από τον Σεφέρη και τον Ελύτη ως τη Μερκούρη και την Παξινού, από τον Μητρόπουλο και την Κάλλας ως τον Γκάτσο και τον Χατζιδάκι, από τον Μόραλη και τον Τσαρούχη ως τον Ζογγολόπουλο και την Κατράκη, από τη Nelly και τον Μπαλάφα ως τη Δώρα Στράτου, από τον Πολίτη και τον Καραγάτση ως τη Σωτηρίου.
 
Παντού γύρω μου βιτρίνες με φωτογραφίες, ντοκουμέντα (ανάμεσά τους τα Νομπέλ των Ελύτη και Σεφέρη, το Όσκαρ του Βασίλη Φωτόπουλου, το πιστόλι με το οποίο αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης!), προσωπικά αντικείμενα, χειρόγραφα... Είναι εμφανές: Ο χώρος δεν επαρκεί για να φιλοξενήσει την τεράστια παραγωγή των πνευματικών ανθρώπων αυτής της μικρής χώρας. Χρειάζονταν και άλλες αίθουσες, για να απλωθούν τα εκθέματα και για να χωρέσουν και όσοι τυχόν απουσιάζουν.
 
Επίσης χρειαζόταν, για να κάνω και την παρατήρησή μου, πιο έξυπνο, ευφάνταστο, σύγχρονο στήσιμο, από την παράθεση των δεκάδων δημιουργών σε μια κάπως μονότονη παρέλαση, χωρίς την «τσαχπινιά» που θα απογείωνε το εγχείρημα. Κάτι ακόμη: περίμενα προσωπικότητες όπως η Μαρία Κάλλας, η μέγιστη αυτή Ελληνίδα, ή ο Δημήτρης Μητρόπουλος, να έχουν ξεχωριστή θέση και να μη... συνωστίζονται ανάμεσα σε δημιουργούς καθ’ όλα αξιόλογους, η προσφορά των οποίων όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τη δική τους, την καταλυτική, την οικουμενική. Ιδιαίτερη μεταχείριση θα άξιζε και για περιπτώσεις όπως η Μελίνα Μερκούρη... Ωστόσο, παρά τις όποιες ενστάσεις, σε μια εποχή φτώχειας και φτήνιας, τέτοιες προσπάθειες είναι δώρα για έναν λαό που τείνει να ξεχάσει ποιος ήταν.
 
Ποιοι ήμασταν (και ποιοι θα μπορούσαμε να είμαστε), αυτό μου θύμισε το μουσείο. Και με συγκίνησε. Γιατί τους περισσότερους «ενοίκους» του τους γνώριζα από παιδί. Τους είχα μάθει στο σχολείο, αλλά και από τα δικά μου, τα εξωσχολικά διαβάσματα. «Ταξίδεψα» με τα μυθιστορήματα και τα ποιήματά τους, στάθηκα με ενδιαφέρον και θαυμασμό μπροστά σ τους πίνακές τους, σιγοψιθύρισα τα τραγούδια τους. Με έχουν επηρεάσει στον τρόπο σκέψης μου, στον τρόπο με τον οποίο ζω.
 
Γιατί μεγάλωσα στην Ελλάδα τους: σε «ένα πέτρινο ακρωτήρι στη Μεσόγειο», όπως είχε πει ο Σεφέρης κατά τη βράβευσή του με το Νομπέλ, «που δεν έχει άλλο αγαθό παρά τον αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρός ο τόπος ΅ας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγ΅α που μας χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσ΅α. ’λλο χαρακτηριστικό αυτής της παράδοσης είναι η αγάπη της για την ανθρωπιά· κανόνας της είναι η δικαιοσύνη (...) Όσο για μένα συγκινού΅αι παρατηρώντας πως η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολύ διαποτίσει την ελληνική ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας και του φυσικού κόσ΅ου».
 
Αναρωτιέμαι αν τα νέα παιδιά έχουν επίγνωση του πραγματικού πλούτου αυτής της χώρας, όπως παρουσιάζεται στα λόγια του ποιητή και στις αίθουσες του μουσείου. Αν όχι, είναι απαραίτητο να τον γνωρίσουν. Ειδικά τώρα, που η Ελλάδα έξω από τους τοίχους της Κριεζώτου πεθαίνει. Όμως, στην πρόσφατη μνήμη, στην πνευματική δημιουργία της γενιάς του ’30 (και όχι μόνο) υπάρχουν τα αντίδοτα για τις θανατηφόρες ασθένειες, για τη σήψη, την πλήξη, τη θλίψη που μας αποτελειώνουν. Έτσι θέλω να ελπίζω.
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers