Άλλος για Λουτράκι;
1.1.2009 
Μέρες που είναι θα σας διηγηθώ μια εντελώς αντιεορταστική ιστορία, μια ιστορία του παραλόγου με θέμα την εξουσία, που ως εξουσία που είναι συμπεριφέρεται όπως γουστάρει και λογαριασμό δεν δίνει. Αρκετές εβδομάδες πριν, η μητέρα μου έλαβε μια «ατομική ειδοποίηση» (αυτός ήταν ο... τίτλος στο επάνω μέρος του χαρτιού) από το Δήμο Λουτρακίου - Περαχώρας. «Σας γνωρίζουμε ότι χρεωθήκατε στο δήμο μας με τα παρακάτω ποσά για πρόστιμα του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΝΔ 805/71 και ΑΝ 170/67) για τα έτη 2004 και 2005», έγραφε το μπουγιουρντί. Και το θυμήθηκαν τώρα; «Τώρα, φαίνεται, άδειασε ο κορβανάς και προσπαθούν να τον ξαναγεμίσουν με κάθε τρόπο», σχολιάσαμε με νόημα και συνεχίσαμε την ανάγνωση προσπαθώντας να καταλάβουμε σε ποιο παράπτωμα είχαμε υποπέσει: για παράνομη στάθμευση μας κατηγορούσαν, στο Λουτράκι, στις 15.7.2004, την ογδόη βραδινή. Ο αριθμός κυκλοφορίας του αυτοκινήτου της μητέρας μου ήταν πράγματι εκείνος που αναγραφόταν στην «ατομική ειδοποίηση». Έλα όμως που εμείς δεν έχουμε πάει ποτέ στο Λουτράκι!
 
 
Και αν όχι ποτέ –πού να θυμόμαστε τώρα τι μπορεί να κάναμε πριν από 30 και βάλε έτη;–, τουλάχιστον τα τελευταία δέκα χρόνια. Όλον αυτόν τον καιρό ο πατέρας μου ήταν σοβαρά άρρωστος και δεν οδηγούσε, για την ακρίβεια δεν είχε πάει πέρα από το Πόρτο Ράφτη. Η μητέρα μου, ακριβώς επειδή περιέθαλπε τον σοβαρά άρρωστο πατέρα μου, δεν κουνούσε από δίπλα του. Εγώ δεν οδηγώ. Η αδελφή μου, που οδηγεί, ζει μόνιμα στην Αγγλία με τον άντρα της και τα παιδιά της και δεν έρχεται ποτέ στην Ελλάδα πριν από τις 29 Ιουλίου, οπότε και κλείνουν τα σχολεία. Αυτό σημαίνει ότι και η πιθανότητα να είχε πάει εκείνη εκδρομή στις 15 Ιουλίου, την οποία εμείς πιθανώς δεν θυμόμασταν, αποκλείστηκε. Δεν είχε πάει γιατί τα παιδιά της είχαν ακόμη μαθήματα στο Πόρτσμουθ. Η θεία Ιουλία και η εξαδέλφη μου δεν οδηγούν –οι δυο μοναδικοί συγγενείς που θα μπορούσαν να έχουν δανειστεί το αυτοκίνητο… Τότε;
 
 
Το ποσό που καλούμασταν να καταβάλουμε δεν ήταν πολύ μεγάλο, για 34,50 ευρώ επρόκειτο. Αποφάσισα όμως να επικοινωνήσω με το δήμο και να του γνωστοποιήσω τη δική μας αλήθεια, μόνο και μόνο επειδή θα ένιωθα πολύ ηλίθιος αν πλήρωνα αδιαμαρτύρητα. Κάλεσα λοιπόν και ζήτησα τον αρμόδιο. Έλειπε. Στη θέση του μια ευγενέστατη κυρία, η οποία, αφού της εξέθεσα πώς είχε η κατάσταση, μου ζήτησε να την ξαναπάρω σε μισή ώρα. Το έκανα. Είχε βρει τα σχετικά έγγραφα: «Η αλήθεια είναι ότι εδώ ο αριθμός κυκλοφορίας είναι λίγο μουντζουρωμένος, δεν φαίνεται καθαρά», είπε και ρώτησε: «Τι χρώμα έχει το αυτοκίνητό σας;». «Γκρι, Opel Agila γκρι». «Εδώ γράφει Opel μπλε. Να μου στείλετε την άδεια κυκλοφορίας όπου αναγράφεται το σωστό χρώμα για να δούμε τι θα κάνουμε». Τη φωτοτύπησα και την έστειλα. Την επομένη στο τηλέφωνο βγήκε ο αρμόδιος. Αναγκάστηκα να του πω όλη την υπόθεση από την αρχή γιατί δεν ήταν ενημερωμένος. Μου ζήτησε να ξαναπάρω σε μερικές ημέρες. Ξαναπήρα. Δεν νομίζω ότι με θυμήθηκε. Του τα ξαναείπα από την αρχή. «Πάρτε με αύριο». Τον πήρα. Βρήκε τα χαρτιά που του είχα στείλει με το φαξ (άδεια κυκλοφορίας και μια επιστολή). «Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτε σε αυτή την περίπτωση», είπε. «Τις κλήσεις μάς τις κοινοποιεί η Αστυνομία Λουτρακίου. Εμείς τις ταχυδρομούμε. Θα πρέπει να επικοινωνήσετε με την Αστυνομία». Γιατί δεν μου το είχαν πει από την αρχή; Θα τους άρεσε η φωνή μου φαίνεται και ήθελαν να με ακούνε...
 
 
Επικοινώνησα με την Αστυνομία. Είπα (ξανά) την πονεμένη ιστορία μου στο όργανο της τάξης. Αφού την άκουσε, με παρέπεμψε σε μια κυρία. Ξαναείπα την ιστορία μου στην κυρία. Την είχα επαναλάβει τόσες φορές που τα λόγια πλέον πετούσαν, έφευγαν από το στόμα μου αβίαστα, αεράτα, με τέχνη και μαεστρία! Η κυρία, μετά το τέλος της... διαλέξεώς μου, ζήτησε τα τηλεφωνικά νούμερά μου. «Θα δω τι έχει γίνει και θα σας καλέσω». «Θέλετε να σας πάρω σε μερικές ημέρες να σας το θυμίσω;» «Όχι, όχι, δεν χρειάζεται, θα σας πάρω εγώ!» Από τότε έως τη στιγμή που γράφω ετούτες τις αράδες έχουν περάσει τρεις εβδομάδες –μπορεί και περισσότερο. Όσο έχει πάρει εσάς, άλλο τόσο έχει πάρει και εμένα. Υποθέτω ότι αν της είχα αποκαλύψει πως είμαι δημοσιογράφος θα είχε φροντίσει –καταλαβαίνετε γιατί– με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και αποτελεσματικότητα την υπόθεσή μου. Δεν της το είπα όμως ο βλάκας.
 
 
Στο μεταξύ, κυκλοφορούσα με την κλήση στην τσάντα μου, για να τη δείχνω σε όλους. Σκεφτόμουν, μάλιστα, να την πλαστικοποιήσω για να την περιφέρω στα τρένα και στα λεωφορεία α λα «καλοί μου κύριοι, λίγο την προσοχή σας παρακαλώ, ανάγκη μεγάλη έχω, και εδώ είναι τα χαρτιά για να δείτε ότι αλήθεια σας λέω...». Διάφοροι φίλοι στους οποίους εξομολογήθηκα τον πόνο μου με συμβούλεψαν να ξανατηλεφωνήσω στην Αστυνομία Λουτρακίου, να επιμείνω. Προτίμησα να πληρώσω και να τελειώνω. Δεν άντεχα να ξαναδιηγηθώ τι συνέβη σε ανθρώπους που δεν νομίζω ότι είχαν διάθεση να με πιστέψουν. Και ας επρόκειτο για ένα πρόστιμο εντελώς άδικο και παράλογο. Δεν είναι, βεβαίως, η πρώτη φορά που καλούμαι να αντιμετωπίσω τον παραλογισμό του κράτους. Ας το πάρουμε όμως και αλλιώς το θέμα. Ας πούμε ότι εγώ λέω ψέματα. Ότι ναι, είχαμε πάει στο Λουτράκι το 2004, είχαμε παρκάρει παράνομα, είχαμε φάει τα σουβλάκια μας ή δεν ξέρω τι άλλο σερβίρουν στην εξωτική περιοχή, είχαμε πάει και στο καζίνο για να τινάξουμε την μπάνκα στον αέρα. Και τώρα προσπαθούμε ως γνήσια νεοελληνικά λαμόγια να ξεγελάσουμε τις αρμόδιες υπηρεσίες υποκρινόμενοι ότι είμαστε κάποιοι άλλοι, ότι ο αστυνομικός που μας έγραψε δεν ξέρει να ξεχωρίζει τα χρώματα ή μπερδεύει το οχτώ με το έξι και το έξι με το εννιά… Αυτές όμως οι ρημαδιασμένες αρμόδιες υπηρεσίες δεν όφειλαν, αν μη τι άλλο, να μας απαντήσουν; Να δείξουν ότι ασχολήθηκαν μαζί μας, έστω για να μας πουν ότι δεν μας πιστεύουν, ότι είναι πεπεισμένες για την παρανομία μας; Ομολογώ ότι πιο πολύ με ενόχλησε η αδιαφορία με την οποία με αντιμετώπισαν παρά το παράλογο (επιμένω!) χαράτσι που μου επέβαλαν. Αισθάνομαι, πάντως, τυχερός που εγώ μπορώ μέσα από τη στήλη μου να κοινοποιήσω αυτό που συνέβη. Γνωρίζω ότι υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που καθημερινά καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα κράτος που τους συμπεριφέρεται σαν να είναι σκουπίδια, χωρίς να μπορούν να ξεσπάσουν πουθενά. Τουλάχιστον, ως επαγγελματίας γραφιάς σε μια εφημερίδα που διαβάζεται αρκετά, ξεσπάω εδώ (φορτίζοντας εσάς) και γλιτώνω το εγκεφαλικό. Άντε, καλή χρονιά!
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers