Η εποχή της κλειδαρότρυπας
5.2.2009 
Χρεώνουμε στην τηλεόραση την επικρατούσα μόδα του ξεμπροστιάσματος επώνυμων, αλλά και ανώνυμων. Οι οποίοι, μέσα από τηλεπαιχνίδια, τοκ σόου και λογής λογής εκπομπές, βγαίνουν και αποκαλύπτουν ακόμη και πολύ προσωπικές λεπτομέρειες για τη ζωή τους – πράγματα που κανονικά δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρουν κανέναν πλην εκείνων: Η ΄Εμυ Ακατοίκητου δεν φοράει σουτιέν κάθε πρωί, όταν πηγαίνει τον γιο της στο σχολικό. Ο Γιάννης Αϊβγάζης ξεσκατίζει μόνος το νεογέννητο παιδί του χωρίς τη βοήθεια της συζύγου του, ηθοποιού Μαριγούλας Παγασητικού (η οποία είναι ψυχή τε και σώματι αφιερωμένη στην προσπάθειά της να μπει στο βιβλίο Γκίνες ως η λεχώνα με τις περισσότερες γυμνές φωτογραφίσεις). Ο Αλέξανδρος Παθαίνης έκανε πρόταση γάμου στην καλή του κρύβοντας το δαχτυλίδι μέσα στο Becel με το οποίο αλείφει κάθε πρωί τις φρυγανιές της – με αποτέλεσμα η καλή του, εκτός από καλή χοληστερίνη, να έχει και ένα μονόπετρο σφηνωμένο κάπου στο έντερό της. Η Κατερίνα Καραβλάχου στις ιδιαίτερες στιγμές τους (τόσο ιδιαίτερες που τις μοιράζεται με όλο το έθνος) προσφωνεί τον καλό της «μπουμπουλίνι», ενώ ο καλός της την προσφωνεί «τσουτσουλίνι» (με την καλή έννοια). Ο Ανδρέας Πολυλογούτσικος απευθύνει (για νιοστή φορά) μέσα από την εκπομπή του έκκληση στην εν διαστάσει σύζυγό του «κράτα όλη την οικοσκευή, δώσε μου μόνο την κλανιόλα της προγιαγιάς μας που είναι οικογενειακό κειμήλιο!».
 
 
Την ίδια στιγμή, η «κυρία Αλέκα από Λιβαδειά» βγαίνει στην εκπομπή «Μπορώ (τα χειρότερα)» και κατηγορεί τη «συμπεθέρα που χτυπάει την κόρη μου με τη μασιά για τα κάστανα», η «κυρία Τριανταφύλλη, συμπεθέρα της κυρίας Αλέκας» βγαίνει αμέσως μετά και κατηγορεί την κόρη της κυρίας Αλέκας «για (μπιπ), ανάθεμα το (μπιπ) που την ξεπέταγε την (μπιπ)!», ενώ η Πάτυ, «κόρη της κυρίας Αλέκας και νύφη κυρίας Τριανταφύλλης» ζητάει να παρέμβει για «να πει τη δική της αλήθεια σχετικά με τον γάμο της και τα δώδεκα εξώγαμα παιδιά του συζύγου της». Και είναι όλοι μια υπέροχη ατμόσφαιρα και κάτι παραπάνω. Και εκείνοι, και εμείς που τους παρακολουθούμε να ανοίγουν διάπλατα την πόρτα του σπιτιού τους στα αδιάκριτα μάτια μας, καλώντας μας να κοιτάξουμε μέσα στις κατσαρόλες τους, κάτω από τα κρεβάτια τους, ακόμη και το καλάθι για τα άπλυτα. ΄Ολα αυτά απλά και μόνο για να υπάρχουν, για να υπάρχουμε.
 
 
Εξακολουθώ ακόμη και σήμερα, έπειτα από χιλιάδες ώρες καθήλωσης (λόγω επαγγέλματος) μπροστά στο χαζοκούτι που αποκαθηλώνει τους πάντες, είδωλα και μη, να μην μπορώ να καταλάβω την ανάγκη κάποιων να ξεμπροστιάζονται στο ευρύ κοινό. Πρόκειται για κάτι που με ενοχλεί. ΄Οπως ενοχλούμαι με τον εαυτό μου όποτε «τσιμπάω» και κάθομαι και ακούω την κάθε «κυρία Ρούλα, μητέρα Τζέλας» να αποκαλύπτει ότι ο γαμπρός της έδειρε την κόρη της, επειδή επάνω στον αγώνα της να του ξεγαριάσει τα Calvin Klein σώβρακα, τα ξεθώριασε και άλλα τέτοια. Και αν στην αγράμματη και καραβοτσακισμένη από μια ζωή στερημένη και μίζερη κυρία Ρούλα μπορώ να δώσω κάποια ελαφρυντικά για την απόφασή της να εκτεθεί και να εκθέσει, σε κάτι καλοζωισμένους επώνυμους που μιλάνε μέσα από το γυαλί «αποκλειστικά για όλους και για όλα και αποκαλύπτουν για πρώτη φορά τις αιτίες που τους οδήγησαν στο διαζύγιο, καθώς και τι θα απογίνουν τα εφτά υιοθετημένα παιδιά τους, τα τρία πεκινουά, ο Πάκης το ιγκουάνα και η γιούκα που έχουν στο χολ, πίσω από την κεντρική πόρτα, κάτω από τον fake Μόραλη» δεν βρίσκω άλλοθι. Μόνο φτήνια.
 
 
Αυτά στην τηλεόραση. Διότι προσφάτως έπεσε και ένα βιβλίο στα χέρια μου που μπορεί να μη με σόκαρε όπως αυτά που ακούω στα κανάλια, αλλά με προβλημάτισε – ίσως και να με στενοχώρησε. Ο λόγος για το «΄Ολες οι μέρες» της (αγαπημένης μου την εποχή του «Σπιτιού των πνευμάτων» και της «Εύας Λούνα») Ιζαμπέλ Αλιέντε. Πρόκειται για ένα ογκώδες ανάγνωσμα στο οποίο ξετυλίγεται όλη ζωή της οικογένειάς της τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια, με λεπτομέρειες που νομίζω ότι δεν ενδιαφέρουν κανέναν. Για ποιον λόγο, άραγε, το έκανε αυτό;
 
 
Εντάξει, η Αλιέντε έχει κάποιο επίπεδο, δεν είναι ο Ανδρέας Πολυλογούτσικος. Οπότε δεν εκτίθεται με τον αισχρό τρόπο με τον οποίο εκτίθενται διάφοροι και διάφορες μέσα από τα κανάλια. Πραγματικά όμως, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί θεωρεί ότι θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει πόσο παθιασμένο έρωτα έκανε με τον άνδρα της κατά τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους, σε ποια στάση κοιμούνται στο κρεβάτι τους, πώς αντέδρασε ο γιος της όταν η γυναίκα του αποφάσισε ότι είναι λεσβία, πώς περνάνε τις οικογενειακές διακοπές τους, κάθε πότε συγκεντρώνονται γύρω από την πισίνα τους και κάνουν μπάνιο τρώγοντας τα κοψίδια που ψήνει ο σύζυγός της, τι λέει με τις φίλες της. Πεντακόσιες τόσες σελίδες γεμάτες από γεγονότα τετριμμένα και αδιάφορα για τον αναγνώστη. Τα οποία, αρκετές φορές, εκθέτουν και την ίδια τη συγγραφέα και τους δικούς της. Για ποιον λόγο το έκανε είπαμε; Επειδή έπρεπε να παραδώσει κάποιο καινούριο χειρόγραφο στη μάνατζέρ της και δεν μπορούσε να κατεβάσει καμία ιδέα της προκοπής, υποθέτω· δεν βρίσκω άλλη εξήγηση. ΄Ετσι στράφηκε στην εύκολη λύση: στο να αποκαλύψει την καθημερινή οικογενειακή ευτυχία της σε ένα βιβλίο καλογραμμένο αλλά χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις. Και να επρόκειτο για μια ζωή άξια λόγου... ΄Ενα μικρό χαριτωμένο τίποτα είναι. ΄Αλλη μια οικογένεια με τα καλά και τα κακά της, τις ευτυχίες και τις δυστυχίες της. Τέτοια έχουμε όλοι να γράψουμε, όχι;
 
 
«Ξέρω γιατί τα έβαλες μαζί της, από φθόνο!» αποφάνθηκε η (φανατική τής Αλιέντε) θεία Ιουλία. Από φθόνο; «Ναι! Ζήλεψες τη σπιταρόνα που περιγράφει, με τη θέα στη θάλασσα, με τα δάση γύρω γύρω, με τα παράσπιτα, τις πισίνες, τα μπάρμπεκιου, τα ευτυχισμένα εγγόνια...». Ομολογώ ότι το σπίτι το ζήλεψα – τα εγγόνια όχι. Πέραν αυτού όμως, δεν υπήρχε τίποτε άλλο να ζηλέψω. Μόνο να απορήσω μπορούσα που επέτρεψε η ίδια να κυκλοφορήσει ένα τόσο ανούσιο βιβλίο. ΄Ενα μυθιστόρημα που νομίζω ότι δυο-τρεις δεκαετίες πριν δεν θα μπορούσε να σταθεί – ως σοβαρή, τουλάχιστον, λογοτεχνία. Γιατί δεν πρόκειται για λογοτεχνία αλλά για δημοσιογραφική καταγραφή μιας όχι σπουδαίας, συνήθως, πραγματικότητας. Και όμως τώρα μια χαρά στάθηκε, μια χαρά πούλησε, μια χαρά το υποδέχτηκαν κριτικοί και δημοσιογράφοι...
 
 
Είναι η εποχή, φαίνεται, που αρέσκεται σε αυτές τις ανούσιες εξομολογήσεις. Που νομιμοποιεί την κλειδαρότρυπα. Είναι οι καιροί που δεν έχουν μεγάλες απαιτήσεις, αλλά αποζητούν το light και (ενίοτε) το φτηνό. Την ίδια στιγμή είναι θλιβερό να βλέπεις ανθρώπους από τους οποίους περιμένεις να έχουν αντιστάσεις να πέφτουν στην παγίδα. Δεν θεώρησα ποτέ την Αλιέντε εφάμιλλη του Ντοστογέφσκι, ήταν όμως, νομίζω, μια συγγραφέας που μπορούσε να γράψει για το ευρύ κοινό χωρίς να εκτίθεται και χωρίς να κοροϊδεύει. Αυτή τη φορά αισθάνθηκα ότι και εκτέθηκε και με κορόιδεψε πλασάροντάς μου ως μυθιστόρημα το ημερήσιο πρόγραμμα της οικογένειάς της. ΄Οπως κι αν έχει, το τελείωσα το βιβλίο (είναι όπως όλα της τα βιβλία ευκολοδιάβαστο), για να δω πού το πάει. Και αφού διαπίστωσα ότι δεν το πήγαινε πουθενά, άνοιξα την τηλεόραση και είδα τον Γρηγόρη Αρναούτογλου να πανηγυρίζει που η συνεργάτις του, η Σοφία Μουτίδου, «έγινε μανούλα! Θα σας αποκαλύψουμε και ποιο όνομα θα δώσει στο παιδί». Ακολούθως είδα τη μαμά μιας κάποιας Πετρούλας που (υποτίθεται ότι) λέει τον καιρό στο Star να δηλώνει «η Πετρούλα είναι ένα παιδί που παλεύει μόνο του και έχει μόνο τη συμπαράσταση της οικογένειάς του και της μεγάλης οικογένειας του Star». Αυτό είναι! ΄Ολοι μία μεγάλη οικογένεια, από την Πετρούλα ως την Αλιέντε, χωρίς μυστικά. ΄Η μάλλον, όλοι (σχεδόν όλοι) προθυμότατοι να πουλήσουμε τα όποια μυστικά μας για να επεκτείνουμε την πισίνα και το μπάρμπεκιου...
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers