Οι συγκυρίες με έκαναν τους τελευταίους μήνες θαμώνα σε κάποιο από τα εν Αθήναις νεκροταφεία. Περιστασιακό (μέχρι στιγμής) θαμώνα, από εκείνους που έχουν (ως πότε;) την πολυτέλεια να μπαινοβγαίνουν όποτε θέλουν – όχι, τα ζόμπι δεν ασχολούνται με τη δημοσιογραφία. Οι οποίοι μένουν άφωνοι με το – από σουρεαλιστικό ως αποτρόπαιο – σύμπαν που στήνεται γύρω από τον θάνατο. Αποτρόπαιο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο τον εξαργυρώνουν προς όφελός τους η Εκκλησία («το μεγαλύτερο φιλανθρωπικό ίδρυμα της χώρας», όπως άκουσα να τη χαρακτηρίζουν πρόσφατα), και οι δήμοι που έχουν τεράστια έσοδα από τα κακοσυντηρημένα και βρώμικα συχνά κοιμητήριά τους. Σουρεαλιστικό όσον αφορά την αισθητική: μνήματα παρατημένα, γεμάτα ξερά χόρτα και κυρίως πλαστικά λουλούδια, που προτάσσουν στη φθίνουσα μνήμη μας μια αιώνια πολύχρωμη άνοιξη χωρίς μυρωδιές, χωρίς ζωή. Μια άνοιξη-θρίλερ, με γαρίφαλα που δεν θα μαραθούν ποτέ, με σκονισμένους κρίνους, που ύστερα από πολλούς μήνες παραμονής στον ήλιο από λευκοί έχουν γίνει γκρίζοι (η χαρά της Μορτίσια Άνταμς), με στεφάνια, που δεν ενδείκνυνται σε καμία περίπτωση για κάψιμο στου Αϊ-Γιάννη του Φωταρά – το καιγόμενο πλαστικό και βγάζει πολύ καπνό και βρωμάει.
Είναι απορίας άξιον πώς σε μια χώρα με τόσο πολλά λουλούδια, όλες τις εποχές του χρόνου, επιμένουμε στο ψεύτικο. Το οποίο αφιερώνουμε στη μνήμη των νεκρών μας. Για την ευκολία μας βεβαίως, γιατί πού να τρέχουμε να ποτίζουμε, να κλαδεύουμε, να, να, να... Πλαστικό λοιπόν: ο ιδανικός σύντροφος από τα πρώτα βήματα της ζωής μας (πιπίλα) μέχρι τα τελευταία και ακόμη παρακάτω. Ότι πιο ταιριαστό, την εποχή των πλαστικών αισθημάτων. Πείτε την και εποχή των διαρρήξεων: τα μαρμάρινα κουτάκια που περιέχουν το λάδι και τα καρβουνάκια στους περισσότερους τάφους είναι κλειδωμένα ή ασφυκτικά ζωσμένα με αλυσίδες και λουκέτα. «Γιατί κλέβουν τα λιβάνια και τα λάδια» μου εξήγησε μια από τις γειτόνισσες στη... λεωφόρο Αναπαύσεως. «Εμένα ίσα με πέντε φορές μού τα έχουν πάρει». Και καλά το λάδι, πες ότι κάποιοι πεινάνε και το χρησιμοποιούν συχωρνώντας τους πεθαμένους μας την ώρα της παπάρας. Τα καρβουνάκια του θυμιατίσματος τι τα κάνουν; «Καλέ, εδώ κλέβουν τις γλάστρες από τους τάφους και τις στολίζουν στα σπίτια τους!» παρενέβη στην κουβέντα έτερη θαμώνας του χλοερού (μάλλον πλαστικοποιημένου) τόπου όπου διαδραματιζόταν η εν λόγω συζήτηση. Γι' αυτό και η χειρόγραφη επιγραφή σε ένα κοντινό μνήμα, σύμφωνα με την οποία «αν πειράξεις τα λουλούδια μου, θα σε πάρω μαζί μου». (Πήρε, άραγε, κανέναν;).
Εκείνο που ξέχασα να ρωτήσω τις χαροκαμένες είναι αν οι επιτήδειοι κλέβουν και τα πλαστικά λουλούδια. Συμφέρουν, ό,τι και αν λέμε, περισσότερο από τα αληθινά: τα πληρώνεις μία φορά και τα έχεις για μια ζωή – και για έναν θάνατο. Το θέμα, εν προκειμένω, είναι πώς θα πληρώσεις όσο το δυνατόν λιγότερα. Γιατί αν ανοίξεις το πορτοφόλι σου μέσα σε ένα κοιμητήριο αδειάζει σε χρόνο ρεκόρ. Κάτι τα άνθη, κάτι τα τρισάγια, κάτι οι κυρίες που θα ανάβουν το καντήλι στη θέση σου όταν εσύ θα λείπεις. Για δες πώς έχουν γίνει οι ζωές μας! Ξένες γυναίκες (κυρίως από την Ανατολική Ευρώπη) μάς μεγαλώνουν στη θέση των εργαζόμενων μητέρων μας, ξένες γυναίκες καθαρίζουν τα σπίτια μας, ξένες γυναίκες αναλαμβάνουν να μεγαλώσουν τα δικά μας παιδιά, ξένες γυναίκες μάς γηροκομούν και μας κλείνουν τα μάτια, ξένες γυναίκες μάς ανάβουν το καντήλι – μια Ρουμάνα περιφέρεται και θυμιατίζει από μνήμα σε μνήμα στη λεωφόρο Αναπαύσεως.
Μας έσωσε, ως έθνος, η κατάρρευση του κομμουνισμού! Δεν μένει παρά να δούμε και πώς θα σώσουμε τις ψυχές μας. Οι ιερωμένοι μάς υποδεικνύουν ενίοτε τον τρόπο, δεν έχω όμως πεισθεί, ειδικά όταν βλέπω ότι δεν τον εφαρμόζουν οι ίδιοι. Εκτός αν όλα εξαρτώνται από ένα καλό τρισάγιο πάνω από τον τάφο. Τους βλέπω – περιφέρονται στα μονοπάτια με τους πεθαμένους κρατώντας τις τεράστιες μαύρες ομπρέλες τους – πώς βάζουν στην τσέπη το ένα μετά το άλλο τα δεκάευρα που τους δίνουν οι γυναίκες για να ψάλουν μια ευχή και σκιάζομαι. Είναι δυνατόν να πληρώνεσαι για να πεις μια ευχή; Στον κόσμο μας είναι. Κάτι τέτοια παρατηρώ και παρ' ότι δεν πολυπιστεύω εύχομαι να υπάρχει τελικά Θεός δικαίου. Ο οποίος θα βάλει τη στιγμή της κρίσεως κάποιους – ονόματα δεν λέω, υπολήψεις δεν θίγω – να αδειάσουν τις τσέπες τους και θα τους φορολογήσει επιτέλους. Μετά θα μετατρέψει όλα τα πλαστικά λουλούδια σε αληθινά, τιμώντας όπως πρέπει εκείνους που έφυγαν. Πράγμα που δεν κάνουν ούτε η Εκκλησία ούτε το κράτος. Μια φίλη λέει ότι οι νεκροί μας είναι οι προσωπικοί μας άγιοι. Τους αγίους όμως πρέπει να τους σεβόμαστε. Και ο τρόπος που τους συμπεριφέρονται παπάδες και κυβερνώντες δείχνει ότι τους έχουν γραμμένους στα παλιά τους τα παπούτσια.