Αναμνήσεις από σκηνής
24.12.2009 
Τη θυμάμαι την εποχή εκείνη, παρ' ότι ήμουν μικρός. Οι πόρτες των σπιτιών στη γειτονιά μου ήταν ανοιχτές. Και η κυρία Μαριγούλα, η επονομαζόμενη «πρακτορείο Ρόιτερ», δεν τηλεφωνούσε προηγουμένως ώστε να πάρει το ελεύθερο για να μας επισκεφτεί, παρά εισέβαλλε με όλο της το θράσος στο σαλόνι φωνάζοντας: «Ακόμη να ψήσετε τον καφέ; Άντε, και έχω πολύ πράγμα σήμερα. Η Ανδρούλα κλέφτηκε με τον Τάκη της Μίνας! Τ' ανάσκελο η Μίνα! Ακόμη να τη συνεφέρουν! Αλλά καλά να πάθει και εκείνη, γιατί όταν της έλεγαν “πρόσεχε τη σουρλουλού που έχεις βάλει στο σπίτι σου...”». Καταλάβατε γιατί η θεία Ιουλία την είχε βαφτίσει «Ρόιτερ»; Η οποία θεία, παρ' ότι σε εμάς τα παιδιά μάθαινε «να μην ασχολείστε με το τι κάνει ο ένας και ο άλλος, αυτά είναι ντροπής πράγματα», ανησυχούσε έτσι και η Μαριγούλα της αργούσε. «Δεν τα θέλω καθόλου τα κουτσομπολιά της, αλλά κάνει καλή παρέα» δικαιολογούνταν. Αμέσως μετά, με το που η αρχικουτσομπόλα κατέφθανε, έπιανε θέση απέναντί της και...

 
 
Και αυτό ακριβώς, έτσι όπως το θυμάμαι, το ξαναβρήκα στο «Τρίτο στεφάνι». Δηλαδή στην παράσταση του Σταμάτη Φασουλή πάνω στο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή. Είχα διαβάσει το βιβλίο περισσότερες από μία φορές, στην εφηβεία μου. Το ψιλοθυμόμουν. Δεν υποπτευόμουν όμως τη συγκίνηση που θα μου προκαλούσε όταν θα το έβλεπα να ζωντανεύει. Ζωντάνεψε στιγμές από το παρελθόν μου αυτή η παράσταση. Όχι μόνο δικές μου, αν κρίνω από τα σχόλια των θεατών γύρω μου. «Πώς σου φαίνεται;» ρώτησε εξηκονταετής κυρία τη συνομήλικη φίλη της. «Τι πώς μου φαίνεται; Αυτό είναι όλη η ζωή μου...» της απάντησε εκείνη. Όλη η ζωή μας.

 
 
Σκέφτηκα πολύ αν έπρεπε να αφιερώσω την παρούσα στήλη στην παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, καθώς γνωρίζω προσωπικά τον σκηνοθέτη της, τον Φασουλή: Με είχε καλέσει να συγγράψουμε τα νούμερα της επιθεώρησης «Το τρέντυ θα σφυρίξει τρεις φορές» – δηλαδή, για να είμαι ακριβής, για να με μάθει να γράφω κείμενο που στη συνέχεια θα μιληθεί επί σκηνής. Όπως συνδέομαι φιλικά με μία από τις δύο πρωταγωνίστριες, τη Φιλαρέτη Κομνηνού (η άλλη είναι η Νένα Μεντή). Το να αφιερώσω λοιπόν τη στήλη μου στη συνεργασία τους θα μπορούσε να θεωρηθεί, από τον καχύποπτο αναγνώστη, λιβάνισμα προς δύο φίλους. Το πιστεύετε δεν το πιστεύετε, δεν το κάνω για τους φίλους. Το κάνω για τις αναμνήσεις που αφύπνισε αυτό που είδα στη σκηνή του «Rex». Όπου γιαγιάδες και παππούδες, θείοι και θείες, γείτονες και γειτόνισσες, από καιρό νεκροί, αλλά σημαντικοί για εμένα, «επέστρεψαν». Ναι, χάρηκα που ο Σταμάτης κατάφερε να κάνει παράσταση το παραληρηματικό αυτό κείμενο και να συγκινήσει. Όπως χάρηκα που είδα τη Φιλαρέτη να λάμπει σε έναν ρόλο κόντρα στην ιδιοσυγκρασία της, σε έναν ρόλο που δεν είχε καμία σχέση με το μέχρι σήμερα ρεπερτόριό της και να «ζωντανεύει» στη σκηνή με ευστοχία (και τρυφερότητα) τις χαριτωμένες «Κατίνες» ανάμεσα στις οποίες μεγάλωσα – μόνο εγώ; Χάρηκα, περισσότερο, επειδή θυμήθηκα. Επειδή ξαναείδα μπροστά μου το «πρακτορείο Ρόιτερ», τον Τάκη της Μίνας, την αντροχωρίστρα Ανδρούλα...

 
 
Είδα και τον εαυτό μου, ως παιδί, να κάθεται στα σκαλιά ενός μονοώροφου σπιτιού με κήπο (το σπίτι της γιαγιάς) και να προσπαθεί να ξεκολλήσει από τα δόντια του μία από εκείνες τις καραμέλες γάλακτος που είχαν στο χαρτάκι τους τυπωμένη μια αγελάδα – υπάρχουν ακόμη στα μικροπαντοπωλεία της οδού Αθηνάς. Γύρισα και πιο πίσω: Στις διηγήσεις της γιαγιάς και της θείας Ιουλίας για τη μεταπολεμική Αθήνα, «εικόνες» που βρίσκονταν καταχωνιασμένες δεν ξέρω κι εγώ σε ποιο ντουλάπι της ψυχής μου. Κοντολογίς, πήγα να παρακολουθήσω μια παράσταση και παρακολούθησα το flashback της ζωής μου. Όταν επέστρεψα στο σπίτι ήθελα να κατεβάσω τα άλμπουμ με τις παλιές φωτογραφίες και να τα ξεφυλλίσω.

 
 
Μέσα σε όλα και η θεία Ιουλία. Η οποία είχε ταυτιστεί τόσο και με την Εκάβη (Μεντή) και με τη Νίνα (Κομνηνού) που άρχισε στα καλά του καθουμένου να αποκαλεί την κόρη της «τέρας της φύσεως» (όσοι έχετε δει την παράσταση θα καταλάβετε) και να κατηγορεί εμένα ότι πάντα έκανα του κεφαλιού μου, ότι ποτέ δεν τη σεβάστηκα και ότι την άφησα να σηκώνει μόνη της τον σταυρό του μαρτυρίου... Τέτοια επίθεση έχω να υποστώ από πρόπερσι, που την είχα πάει στο «Μάνα κουράγιο» με την Αντιγόνη Βαλάκου. Τότε είχε ταυτιστεί με την ηρωίδα, τη χαροκαμένη ιδιοκτήτρια μιας τροχήλατης καντίνας, και για περισσότερο από έναν μήνα με τάιζε, βρίζοντάς με, μόνο χοτ ντογκ. Στο ενδιάμεσο τραγουδούσε αντιπολεμικά άσματα. Τώρα το πρόβλημα αφορά όλη την οικογένεια. Δεν είναι μόνο η θεία που παρακολουθώντας «Το τρίτο στεφάνι» ξαναθυμήθηκε. Είμαι και εγώ, και η εξαδέλφη μου, και κάτι φίλοι... Πανδημία;
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers