Ο (άλλος) κόσμος του Facebook
31.12.2009 
Όχι δεν έχω λογαριασμό στο Facebook. Ούτε σκοπεύω να ανοίξω. Δεν το θέλω το μπουκέτο λουλούδια (εικονικό, εννοείται) που θα μου στείλει η πιο αντιπαθητική συμμαθήτρια που είχα στο Δημοτικό, η οποία, αίφνης, θα με ξαναθυμηθεί. Γιατί μετά θα πρέπει να της απαντήσω, στέλνοντάς της λουλούδια (εικονικά, πάντα) με τη σειρά μου. Θα το κάνω με το ζόρι, μόνο και μόνο για να μην με πει αγενή. Και θα πρέπει να τη ρωτήσω τι κάνει στη ζωή της. Και να εκδηλώσω όλον τον τρελό ενθουσιασμό (που δεν έχω) μπροστά στην οικογενειακή ευτυχία της: «Τρία παιδιά; Πότε πρόλαβες, καλέ; Να σου ζήσουν! Αυτά είναι; Στη φωτογραφία που ανέβασες; Κουκλιά!». Το διαδικτυακό ξαναντάμωμα των παλιών γνωστών ου είναι από αδιάφορο ως ενοχλητικό. Να κάθομαι τώρα να εξηγώ σε ανθρώπους με τους οποίους έχω χαθεί εδώ και χρόνια ποιος είμαι σήμερα και πως έφτασα ως εδώ…Για ποιον λόγο; Για να ικανοποιήσω την περιέργειά τους. Εγώ πάντως δεν έχω περιέργεια να μάθω τι απέγιναν.


Ακούγομαι ψυχρός; Ενώ το Facebook είναι ότι πιο θερμό…Και όμως οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι έχουν εγγραφεί. Θέλει και η θεία Ιουλία να τη γράψω. Γιατί η φίλης, η Μία, που γράφτηκε επικοινώνησε έπειτα από 70 χρόνια με μια εξαδέλφη της που έχει παντρευτεί (και χηρέψει) στο Κίνγκστον της Νέας Ζηλανδίας. «Εσύ δεν έχεις εξαδέλφη στη Νέα Ζηλανδία» της λέω στην προσπάθειά μου να την αποτρέψω. «Θα μπορώ να μιλώ με την εξαδέλφη της Μίας. Πρόκειται, μου είπε, για μια πολύ συμπαθητική κυρία. Και θα μου δώσει και τη συνταγή για την Πάβλοβα, που εκεί κάτω είναι το εθνικό γλυκό τους. Δεν θες να μάθω να σου φτιάχνω Πάβλοβα;». Όχι. Της έχει όμως καρφωθεί στο μυαλό το Facebook και άντε τώρα να της το βγάλω. Άκουσε και ότι δεν πληρώνεις τίποτε, ότι όλο το κολπάκι είναι στο τζάμπα, και έχει ενθουσιαστεί.


Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω αυτού του είδους τον ενθουσιασμό. Αντί να βγαίνουμε με τους φίλους που θέλουν να μας συναντήσουν, με ανθρώπους που μπορούμε να καθίσουμε δίπλα τους, να τους αγγίξουμε, να τους μυρίσουμε (μη μου πείτε ότι εσείς δεν μυρίζετε τους φίλους σας…), καθόμαστε μπροστά στο κομπιούτερ και στέλνουμε εικονικά γατάκια, σκυλάκια, βατραχάκια και άλλα χαζοχαρούμενα πραγματάκια πουν λήγουν σε –ακια σε γνωστούς και αγνώστους. Κυρίως σε αγνώστους. Γιατί, στην πραγματικότητα δεν γνωρίζετε τίποτε για τη Γιαννούλα («τώρα με λένε Ιωάννα») που πριν 33 χρόνια πέρασε μια εβδομάδα στην Αιδηψό με τη γιαγιά της, στο ίδιο ξενοδοχείο όπου μένατε εσείς με τη δική σας γιαγιά… Ούτε καν θυμόσασταν την ύπαρξή της. Εκείνη όμως σας θυμήθηκε και σας έκανε «add». Και πρέπει τώρα να της στέλνετε (εικονικές) τούρτες στα γενέθλιά της, να την παρηγορείτε που την εγκατέλειψε ο (πραγματικός) γκόμενος (ενώ εσάς, σκασίλα σας) για να «μην πω τι» που γνώρισε στο «Hi5» (άλλο διαδικτυακό μπλαμπλάδικο). Όπως πρέπει να αντικρούετε τις επίμονες προτάσεις της να πιείτε έναν καφέ από κοντά. Ωραία σχέση ε;


Κατά τα άλλα, το Διαδίκτυο μας φέρνει πιο κοντά. Με εκείνους που δεν θέλουμε. Και μας απομακρύνει από εκείνους που θέλουμε, από τους δικούς μας ανθρώπους με τους οποίους όλο και πιο σπάνια συναντιόμαστε για να πιούμε ένα ποτήρι κρασί. «Αφού, παιδάκι μου, με την εξαδέλφη της Μίας δεν θα το πιούμε ποτέ το κρασί, λόγω αποστάσεως, γιατί να μη με γράψεις σε αυτό το μαραφέτι, το πώς το λένε, για να έχω μια επαφή;» επιμένει η θεία Ιουλία. Επαφή με μια άγνωστη τι να την κάνεις; «Να την κάνω γνωστή!». Θα τον βρει τον τρόπο, το ξέρω, και θα με υποχρεώσει να την εγγράψω. «Όχι ως Ιουλία, ως Julia, για να το καταλαβαίνουν και οι φίλοι που θα κάνω στο εξωτερικό». Βοήθειαααα!


Αν και, φωνάζω δεν φωνάζω, φοβάμαι ότι κανένας δεν θα με λυπηθεί. Όλοι, σχεδόν όλοι, έχουν εγγραφεί στο Facebook. Με αρκετούς να σπέρνουν και να οργώνουν και τη διαδικτυακή φάρμα τους. Ναι, υπάρχει και αυτό για όσους δεν το γνωρίζετε, ένα εικονικό αγρόκτημα το οποίο οργανώνετε όπως θέλετε, έτσι για να περνάει η ώρα σας. Αν κάποτε οι άνθρωποι είχαν όνειρο να φύγουν από την πόλη και να ζήσουν σε ένα κτήμα, σήμερα ονειρεύονται να καταφέρουν να μαζέψουν όλα τα ψεύτικα αβγά που έκαναν ψεύτικες κότες προτού πιάσει ψεύτικη βροχή και βραχούν – στα ψέματα. Παίρνουν πόντους τότε. Και έτσι…παραγωγικά περνάνε τον χρόνο τους. Αθήνα 2009 προς 2010: Αγρότης (εικονικός) μόνος ψάχνει και τα μόντεμ ανάβουν. Μήπως την ίδια στιγμή σβήνουν όλα εκείνα που μας κρατούσαν κοντά; Αν και κατά πολλούς, εκείνο που τους κρατάει κοντά με τους δικούς τους είναι το Facebook. Τι να πω. Μπορεί…
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers