Χρόνια που πάνε κι έρχονται
14.1.2010 
Ωραία λοιπόν… 2010. Απ΄όσο μπορώ να καταλάβω η καταστροφή του κόσμου δεν ήρθε ακόμη. Ήρθαν άλλες καταστροφές. Μικρότερες από τον Αρμαγεδδώνα, αλλά εξίσου εκκωφαντικές για μερικούς από εμάς. Της ζωής παιχνίδια - τραγικά ενίοτε. Όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερους αφήνεις πίσω σου, σε κάθε αλλαγή του χρόνου. Και όσο πιο πολλούς χάνεις τόσο αλλάζει η θεώρησή σου για τη ζωή. Το «Χρόνια πολλά» που άλλες φορές το έλεγες σχεδόν αδιάφορα, παύει να είναι ζούφιο, αποκτά ειδικό βάρος. Το εννοείς. Από την άλλη, ώρες – ώρες, αισθάνεσαι ότι είναι υπερτιμημένο. Τι να τα κάνεις τα χρόνια τα πολλά όταν ξέρεις ότι δεν θα τα περάσεις με εκείνους που θα ήθελες; «Η ζωή είναι γλυκιά», λέει η θεία Ιουλία, η οποία αισίως εννενηνταρίζει (και κάτι παραπάνω,  γιατί σίγουρα έχει κρύψει χρόνια), έχοντας απολέσει προ πολλού συζύγους (δύο), αδελφές και λοιπούς συγγενείς. Η ζωή είναι γλυκιά. Και ξινή. Sweet and sour. «Όσο πλησιάζει το τέλος τόσο περισσότερο θέλεις να ζήσεις», ξαναλέει η θεία. «Δεν έχεις βαρεθεί να ζεις;» τη ρωτάει η κόρη της και εξαδέλφη μου, προσπαθώντας (ως συνήθως) να την εκνευρίσει. «Θα είμαι πάντα εδώ για να σε βασανίζω» της απαντά η γλυκιά μανούλα της και συνεχίζει, για να το κάνει ακόμη χειρότερο: «Αλλά ούτε όταν πεθάνω θα γλιτώσεις από εμένα. Θα έρχομαι στον ύπνο σου…». «Φτάνει!» παρεμβαίνω, «μπορούμε να συζητήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο;». «Μη σκας, έτσι και αλλιώς δεν σκοπεύω ακόμη να πεθάνω», με κοιτάζει η θεία. «Μόνο να μας πεθάνεις», συνεχίζει η κόρη της. Μπαίνω στη μέση για άλλη μια φορά, για να τις χωρίσω.

 

Παλαιότερα με αποσυντόνιζαν οι φαγωμάρες τους. Μεγαλώνοντας κατάλαβα. Είναι ο δικός τους τρόπος για να επικοινωνούν, ακόμη και για να εκδηλώσουν την αγάπη τους. Έχω δει και χειρότερα. Η θεία Πολυτίμη έκανε τουλούμι στο ξύλο τον σύζυγό της, τον θείο Αντωνάκη. Από αγάπη. «Κακομοίρη μου, μη σε δω να κοιτάζεις άλλη γυναίκα, κάηκες» του έλεγε, και φραπ του άστραφτε μια ξανάστροφη. Στην κηδεία του είδαμε και πάθαμε να την ξεκολλήσουμε από το φέρετρο. Έκλαιγε σπαραχτικά και το βαρούσε. Δέκα χρόνια μετά, στη δική της κηδεία, κόντεψα να πεθάνω από τα γέλια όταν η εξαδέλφη μου έσκυψε στο αυτί μου, την ώρα που οι παπάδες έλεγαν τα δικά τους, και μου ψιθύρισε: «Για σκέψου… Εκεί που ο θείος Αντωνάκης θα κάθεται ήσυχος κάτω από ένα δέντρο του Παραδείσου θα εμφανιστεί μπροστά του η θεία Πολυτίμη και θα τον αρχίσει στις μπάτσες». Η αλήθεια είναι ότι ο Παράδεισος δεν θέλει πολύ για να γίνει Κόλαση. Ο επί γης Παράδεισος. Για την ύπαρξη του άλλου δεν έχω πεισθεί ακόμη. Ζηλεύω όμως όσους θεωρούν ότι σε μια επόμενη ζωή θα συναντήσουν εκείνους που έχασαν. Εγώ δεν έχω τέτοιες ελπίδες και αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολα, πιο επώδυνα.

 
«Κράτα καμία πισινή»με κοιτάζει με νόημα η θεία όταν αρχίζω να αναλύω τις θεωρίες μου περί του απολύτου τέλους με το που αφήνεις την τελευταία πνοή σου. «Πώς είσαι τόσο σίγουρος ότι δεν υπάρχει Θεός;» με ρωτάει. Είμαι. «Μόνο οι ηλίθιοι μπορούν να μιλήσουν με σιγουριά για αυτά τα θέματα. Το μοναδικό σίγουρο σε αυτή τη ζωή είναι ότι δεν ξέρουμε τι μας περιμένει μετά τον θάνατο. Γι΄αυτό σου λέω. Κρύβε λόγια. Μην εκτίθεσαι βγάζοντας αυθαίρετα συμπεράσματα». Να μην εκτίθεμαι σε ποιον; «Κυρίως σε Εκείνον. Γιατί αν τελικά υπάρχει, με τι μούτρα θα εμφανιστείς μπροστά του όταν φτάσει η ώρα; Τι θα του πεις; «Συγνώμη που δεν σε πίστευα;». Διπλωμάτισσα στη ζωή, διπλωμάτισσα και στον θάνατο. «Κοινή λογική», επιμένει εκείνη. Μα υπάρχει λογική στην πίστη; «Ουφ, μη με σκας! Κάνε ό,τι θέλεις. Έτσι και αλλιώς, και στην Κόλαση να πας, παρέα θα έχεις. Την κόρη μου». Και ο καυγάς τους φουντώνει εκ νέου.

 

Τις αφήνω και βγαίνω στο μπαλκόνι. Κανονικά, αν έπαιζα σε ταινία, τώρα θα έβλεπα απέναντί μου την Ακρόπολη ή τον Λυκαβηττό. Επειδή όμως μιλάμε για την πραγματική ζωή και για το πραγματικό σπίτι μου, βλέπω τα μπαλκόνια των απέναντι. Είναι όλοι εκεί, όπως και την προηγούμενη χρονιά. Μόνο η γκαρσονιέρα του πρώτου έχει κατεβάσει ρολά μετά τον θάνατο του υπερήλικου ιδιοκτήτη της. Δεν τα βρίσκουν οι κληρονόμοι του, μου είπαν, ή κάτι τέτοιο, και θα τη βγάλουν σε πλειστηριασμό. Σύντομα ο νέος ιδιοκτήτης θα βγάλει τις γλάστρες του στο μπαλκόνι, θα βάλει τις κουρτίνες του στα παράθυρα, θα ανοίξει στη διαπασών το ραδιόφωνό του. Σε μερικούς μήνες  κανένας μας δεν θα θυμάται τον προηγούμενο _ και ήταν ευγενικός κύριος _ ιδιοκτήτη. Έτσι θα με ξεχάσουν και εμένα μια μέρα, έτσι θα μας ξεχάσουν και εμάς. Και η καταστροφή του κόσμου δεν θα έχει έρθει ούτε τότε. Στο μεταξύ,  χρόνια πολλά και καλά. Ευχές και από τη θεία Ιουλία. Που, επειδή πολλοί με ρωτάνε, φυσικά και υπάρχει στη ζωή μου. ΄Η στις αναμνήσεις μου;
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers