Τα φυτά που μιλάνε
18.2.2010 

 

Το σπίτι τα ζητάει τα φυτά. Για να κρυφτεί από τους απέναντι. Όχι επειδή είναι αδιάκριτοι, το αντίθετο. Επειδή, θέλουν δεν θέλουν το μάτι τους θα πέσει στον καναπέ, δίπλα στην μπαλκονόπορτα όπου ξαπλώνω για να δω τηλεόραση - τόσο κοντά είμαστε. Όπως και το δικό μου μάτι, θέλω δεν θέλω πέφτει στο σαλόνι τους. Γι' αυτό τα ζητάει τα φυτά το σπίτι, για να προστατευτεί και για τους προστατέψει από τη δική μου περιέργεια. Υπάρχει και η λύση της μονίμως κατεβασμένης τέντας. Κάνει όμως τους χώρους σκοτεινούς σαν τάφους. Ενώ το λουλούδι χαρίζει το πράσινό του και αφήνει και λίγο φως να μου θυμίζει, όποτε γράφω και χάνω την αίσθηση του χρόνου, ότι είναι ακόμη μέρα. «Γράφω και χάνω την αίσθηση του χρόνου», κάπως επηρμένο ακούστηκε αυτό. Όχι, δεν είμαι ο Καραγάτσης (δυστυχώς), όπως όμως άλλοι σκάβουν, εγώ γράφω. Ενίοτε είναι επώδυνο. Τότε σηκώνω το κεφάλι, βλέπω τα φυτά και αλλάζει η διάθεσή μου. Διαβάζω εσχάτως για την τάση να μετατρέπουμε τις ταράτσες και τα μπαλκόνια σε κήπους, όπου μπορούμε να φυτεύουμε φυτά με ρίζες που δεν φτάνουν σε βάθος. Έτσι, η κυρία του τρίτου δεν κινδυνεύει να βρεθεί με τους βολβούς που φύτεψαν στον τέταρτο καπέλο. Ούτε ο πολυέλαιός της (Σβαρόφσκι, εννοείται) θα πιάσει σκουλήκια. Μόνο ο αέρας στο μπαλκόνι της θα αποκτήσει μια μυρωδιά φασκόμηλου, λεβάντας, γαρδένιας... Κερδισμένη θα είναι και αυτή, η μαραμένη, από τη φιλανθία των από πάνω.
 
 
Παρ' ότι τα φυτά στα χέρια μου δυστυχούν - τα ξεραίνω, δεν ξέρω γιατί, σε χρόνο «ντε τε» - όσο μεγαλώνω και όσο συνειδητοποιώ ότι τα όνειρά μου να εγκαταλείψω το τσιμεντένιο σύμπαν μέσα στο οποίο έχω εγκλωβιστεί θα μείνουν μάλλον όνειρα, τόσο περισσότερο τα αγαπώ. Προσπαθώ λοιπόν, για άλλη μία φορά, να φτιάξω στο μπαλκόνι μου τη ζούγκλα των ονείρων μου. Δεν είναι μόνο για λόγους αισθητικής. Είναι και θέμα μνήμης, αναμνήσεων. Κάθε φυτό και ένας άνθρωπος, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο σε κάποια φάση της ζωής μου. Το γιασεμί θυμίζει τη γιαγιά μου, τα γεράνια τον πατέρα μου (που τα έλεγε υποτιμητικά «βρωμοσαρδέλες», επειδή δεν έχουν το πιο ευχάριστο άρωμα), τα γαρύφαλλα κάποιες θείες από καιρό απούσες, οι κάκτοι τα απογεύματα σε ένα σπίτι με πολλούς κάκτους, με τη Μαρία να μου εξηγεί τα χούγια του καθενός. Τα σπάρτα μου θυμίζουν την Τήνο, όσο όμως κι αν έχω προσπαθήσει δεν έχουν πιάσει στη γλάστρα, ώστε να φέρω πιο κοντά το νησί.
 
 
Υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν συχνά φωτογραφίες. ΄Η που δένονται με τα πράγματα (αν μεταφέραμε αυτούσιο το δωμάτιο της θείας Ιουλίας στο Μοναστηράκι και το εκποιούσαμε θα θησαυρίζαμε). Άλλοι, πάλι, αποφεύγουν να θυμούνται, κρατιούνται μακριά από αναπολήσεις, εικόνες, μυρωδιές... Είναι ένα είδος άμυνας. Δεν μου αρέσουν εκείνοι που αντιμετωπίζουν το παρελθόν με φόβο, που προσπαθούν να το ξορκίσουν. Προτιμώ όσους έχουν ανοιχτά τα παράθυρα στις αναμνήσεις. Μου αρέσει να θυμάμαι. Και όταν τις προάλλες, βλέποντας μια μικρή, θλιβερή μέσα στην εγκατάλειψή της συκιά θυμήθηκα τη γιαγιά στην Τήνο, να μαζεύει σύκα από τον κάμπο, για πρώτη φορά συνειδητοποίησα τι είναι αυτό για το οποίο διάβαζα αρκετές φορές στα περιοδικά αλλά δεν το καταλάβαινα: η γλώσσα των φυτών.Τα φυτά μιλάνε. «Και μετά λες ότι εγώ άρχισα να τα Χάνω», παρατήρησε η θεία όταν της το είπα. Μιλάνε, αν θέλεις να τα ακούσεις, επέμεινα. «Ναι ε; Και τι σου λένε; Πότε έχουν σκουλήκι;». Μου θυμίζουν πράγματα. «Τώρα που είπες θυμίζουν, να μου θυμίσεις στις δέκα να πάρω το καινούριο χάπι», συνέχισε, «ή μήπως να το πω στη γαρδένια που έχει καλύτερη μνήμη από εσένα;». Πες το στη γαρδένια, απάντησα και βγήκα στο μπαλκόνι. Ήταν ένα υπέροχο χειμωνο-ανοιξάτικο απόγευμα. Ηλιοβασίλεμα. Τα ξεχειλωμένα εσώρουχα που είχε απλώσει η απέναντι είχαν πάρει ένα μαγικό πορτοκαλί χρώμα. Ο παρανόμως κλεισμένος ημιυπαίθριος του πέμπτου ορόφου αποκτούσε μια εξωπραγματική λιτότητα, κάτι σαν αρχαίο μέγαρο. Τελικά, αυτή η πόλη μπορεί ακόμη να μοιάζει όμορφη την ώρα που πέφτει ο ήλιος.


Και τα φυτά μου είχαν αποκτήσει περίεργα χρώματα. Χάιδευα τα φύλλα τους και θυμόμουν. «Πρόσεξε μην κολλήσεις μελίγκρα», γέλασε η θεία Ιουλία από πίσω μου, για να σοβαρέψει αμέσως. «Φύτεψες και γαζία;». Ναι. «Η γαζία άρεσε πολύ στον μακαρίτη τον θείο σου, δεν ξέρεις τι μου θυμίζει... Όταν ήθελε να με ρίξει, είχε πάρε ένα κλαδί...». Να λοιπόν που χωρίς να το καταλάβει είχε έρθει στα λόγια μου. Τα φυτά, τα λουλούδια μιλάνε. Και έχουν μόνο όμορφα πράγματα να μας πουν. Παρεμπιπτόντως, οι επί σειρά μηνών έγκλειστες στο άλσος του Πεδίου του Άρεως πρασινάδες (λόγω της χωρίς τέλος αναμόρφωση του χώρου) τι να λένε το βράδυ μεταξύ τους; Πότε το πάρκο θα ανοίξει και πάλι για τον κόσμο για να μιλήσουν λίγο και σε εμάς;
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Φρεσκοπλυμένοι κουραμπιέδες
› 
Οι Έλληνες του δρόμου
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers