Εϊγιαφιατλαγιοκούλ!
6.5.2010 
Ήμουν και εγώ εκεί. Στα ξένα. Να μετρώ ακυρώσεις πτήσεων, να αναζητώ μάταια διαθέσιμα τρένα που θα με έφερναν στο σπίτι, να σκέφτομαι πώς θα εξελισσόταν η ζωή μου αν τα επόμενα χρόνια παρέμενα εγκλωβισμένος στη Σουηδία. Με φανταζόμουν ξεχασμένο από γνωστούς και φίλους, κλοσάρ έξω από το παλάτι, να προσδοκώ ένα νεύμα καλοσύνης της βασίλισσας Σίλβια, η οποία θα παρακολουθούσε την εξαθλίωσή μου πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες της: «Δουλάρες, πετάξτε μια φλούδα καπνιστού σολομού στον επαίτη!». Και δεν τον τρώω τον σολομό... Πάνω που είχα αρχίσει να συνθέτω νοητά, εν είδει σεναρίου, το μέλλον μου στον παγωμένο Βορρά, και ενώ το ηφαίστειο Εϊγιαφιατλαγιοκούλ εξακολουθούσε να ξερνάει την περιφρόνησή του προς το ανθρώπινο είδος μπλοκάροντας τις από αέρος συγκοινωνίες και επιβεβαιώνοντας ποιος είναι ο αρχηγός σε αυτόν τον πλανήτη, ο ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου, σαν από μηχανής θεός, έδωσε τη λύση: «Σε μία ώρα αναχωρεί ένα μίνι βαν με τρία ακόμη άτομα και προορισμό το Μιλάνο. Ενδιαφέρεστε;». Είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρομαι, πανύψηλε, πανέμορφε και πάνκαλε Σουηδέ; Μιλάνο - Αθήνα, μια γειτονιά, πλησίαζα στη σωτηρία μου!


Σε χρόνο μηδέν έφτιαξα τη βαλίτσα και βρέθηκα στο σημείο όπου θα με περίμενε το αυτοκίνητο της μεγάλης φυγής. Με έντονη, ομολογώ, ανησυχία: Έκανα καλά που εμπιστευόμουν σε αγνώστους ένα ταξίδι στο άγνωστο; Αν είχα πέσει σε σπείρα εμπορίας οργάνων και έφτανα στην Αθήνα χωρίς νεφρά; (Να σταματήσω να διαβάζω τέτοιες ιστορίες.) Αν ο οδηγός ήταν νοσταλγός του Τσαρλς Μάνσον και, μαύρα μεσάνυχτα, στους Δολομίτες, με περιποιούνταν α λα Σάρον Τέιτ; (Να σταματήσω να βλέπω θρίλερ.) Αν, πάλι, προς Αμβούργο μεριά γνώριζα τον έρωτα της ζωής μου; (Να συνεχίσω να παρακολουθώ αισθηματικές κομεντί, στα δύσκολα βοηθάνε.) Κρατώντας τη θετική σκέψη συστήθηκα στους ηρωικούς συνταξιδιώτες.


Σε μία αμερικανίδα αναλύτρια – έτσι το είπε και ανάθεμά με αν κατάλαβα – η οποία καθ' όλη τη διάρκεια της καθόδου από Σουηδία προς Ιταλία (μέσω Δανίας, Γερμανίας, Αυστρίας και Ελβετίας) κανόνιζε ραντεβού στο κινητό της. Σε έναν ισπανό μπίζνεσμαν, ο οποίος κόντευε να πάθει εγκεφαλικό από την ανατροπή που είχε φέρει στη ζωή του το ηφαίστειο. Σε μία συμπαθέστατη, όμορφη σουηδέζα υψίφωνο, την Ιντα (ρίξτε μια ματιά στο καλοστημένο site της www. idasings. com), η οποία μοιράστηκε με τον ιταλό σοφέρ την οδήγηση, καθώς ήταν η μόνη με δίπλωμα. «Να πάρεις και εσύ το τιμόνι, να μας ξεκουράσεις» επέμενε εκείνος σε άπταιστα ιταλικά, αρνούμενος να καταλάβει τα δικά μου σπαστά ιταλικά σύμφωνα με τα οποία: «Αν πάρω το τιμόνι, θα σας ξεκουράσω για πάντα».
Με τα πολλά τον έπεισα ότι με εμένα, τον άσχετο από οδήγηση, στο βολάν υπέγραφε τη θανατική καταδίκη του και με άφησε στην ησυχία μου: Να παρατηρώ την Ευρώπη να περνάει έξω από το παράθυρο, με το κεφάλι μου να πέφτει στους ώμους μου από τη νύστα. Πηγαίναμε, πηγαίναμε, πηγαίναμε, και τελειωμό δεν είχαν η autostrada και η ταλαιπωρία. Και εκεί, κάπου στις 3 το πρωί και ενώ, τυλιγμένος στη βορειοευρωπαϊκή αχλύ ένιωθα σαν να πρωταγωνιστούσα στην «Ομίχλη» («The Mist») του Φρανκ Ντάραμποντ (όσοι την έχετε δει καταλαβαίνετε), από το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου ακούστηκε η φωνή της Αμερικανίδας: «Είπα στον άνδρα μου ότι βρίσκομαι χαμένη σε κάτι μαύρα βουνά, μέσα σε ένα λεωφορείο με αγνώστους και έχει φρικάρει». Δεν ήταν ο μόνος…
Με τα πολλά (δηλαδή πολλή κούραση, πολλή πείνα και πολλή ανασφάλεια) φτάσαμε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μιλάνου. Στην ουρά (για περισσότερο από μία ώρα) για να εξασφαλίσω εισιτήριο για Ανκόνα. Ύστερα, διανυκτέρευση σε ένα μαρμάρινο παγκάκι, καθώς όλα τα ξενοδοχεία ήταν υπερπλήρη. Το κρύο εκείνης της νύχτας ούτε στον εχθρό μου. Και δεν περνούσαν οι ώρες οι άτιμες. Και είχε βγάλει και τα παπούτσια του ο διπλανός μου, αλλά δεν τολμούσα να σηκωθώ από τη θέση μου γιατί υπήρχε κίνδυνος να περάσω το υπόλοιπο βράδυ όρθιος – υπερπλήρη και τα καθίσματα του σταθμού. Έξι και μισή τα χαράματα, νηστικός και διψασμένος, έπαιρνα το τρένο για το λιμάνι. Πέντε ώρες μετά επιβιβαζόμουν στο πλοίο για Πειραιά, παραπατώντας στα σκαλιά που με οδηγούσαν στην καμπίνα μου. Ευτυχώς φιλάνθρωποι φίλοι είχαν φροντίσει να μου εξασφαλίσουν κρεβάτι, αλλιώς θα περνούσα άλλες 22 ώρες στο κατάστρωμα – που δεν θα το έκανα, απλώς θα βουτούσα στην Αδριατική και θα ξεμπέρδευα. Καταφεύγοντας και πάλι στον κινηματογράφο, έτσι, για να περνά η ώρα, αυτή τη φορά «έπαιζα» στον «Τιτανικό» (χωρίς παγόβουνο), στο φελινικό «E La Nave Va» και στο «Πλοίο των τρελών» («The Ship of Fools») – κυρίως σε αυτό, δεδομένου ότι τα μάτια των επιβατών, που (θύματα και εκείνοι του ηφαιστείου που ακύρωσε τις πτήσεις τους) προσπαθούσαν να φτάσουν στους προορισμούς τους από διάφορες γωνιές της Ευρώπης, αν δεν έκλειναν από την ταλαιπωρία είχαν μια από περίεργη ως τρομακτική λάμψη· κάτι ανάμεσα σε «γιατί σε μένα;» και «ανάθεμά σε Εϊγιαφιατλαγιοκούλ!». Πάντως φτάσαμε. Έφτασα. Αν αεροπορικώς μου πήρε τεσσερισήμισι ώρες ως τη Στοκχόλμη, με αυτοκίνητα, τρένα, βαπόρια και με τους φίλους τους καινούργιους χρειάστηκα τρεις ημέρες να επιστρέψω στην Αθήνα: Ξεκίνησα μεσημέρι Κυριακής 18 Απριλίου και κατέρρευσα στο σπίτι μου απόγευμα Τετάρτης 21 Απριλίου. Όσο για εκείνον που είπε ότι σημασία δεν έχει ο προορισμός αλλά το ταξίδι, να μην τον πιάσω στα χέρια μου!

 

ΥΓ.: Το κόστος της επιστροφής: 450 ευρώ για τη μίσθωση του βαν, 65 ευρώ για το εισιτήριο του τρένου, 450 ευρώ για το εισιτήριο του πλοίου (μετά καμπίνας), συν τα έξοδα για φαγητά, καφέδες κτλ. Περί τα 1.200 ευρώ έσκασα για να ξαναβρώ το δυσοίωνο νεοελληνικό παρόν. Μήπως δεν έκανα καλά; Σίλβια, με θέλεις πίσω; Αν ναι, τώρα που άνοιξαν ξανά τα αεροδρόμια, σου έρχομαι! (Σολομό όμως δεν ξαναδοκιμάζω.)
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers