Χαμένοι στη «φάρμα»
10.6.2010 
Του τηλεφώνησα για να γκρινιάξω, να εκτονωθώ ύστερα από μια δύσκολη ημέρα. Είναι από τους (ηρωικούς) φίλους που ακούν πρόθυμα τα βάσανά μου, σοβαρά ή μη. Δηλαδή άκουγαν. Από τότε που «εγκατέλειψε τα εγκόσμια» και κλείστηκε στη φάρμα του έχει ρίξει όλη την προσοχή του στις καλλιέργειές του, με αγνοεί. Του μιλάω και καταλαβαίνω ότι δεν με ακούει, ότι απαντάει μηχανικά. «Σήμερα δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι» εγώ. «Ωραία» εκείνος. «Λες να έχω υπερκόπωση;» εγώ. «Ωραία!» εκείνος. «Τι με νοιάζει όμως... Εξάλλου, ο γιατρός μετά τις πρόσφατες μαγνητικές μού δίνει το πολύ δύο μήνες ζωής» εγώ, επίμονα. «Ωραία!». «Τι ωραία; Άκουσες τι σου είπα;». «Ναι…». «Τι;». «Τι... τι;». «Τι... τι; Σου είπα ότι σε δύο μήνες θα έχω πεθάνει». Επιτέλους συνέρχεται και περνά από το στάδιο της αφασίας στο στάδιο της αγωνίας: «Αλήθεια;». «Όχι βέβαια, για να τσεκάρω αν με πρόσεχες το είπα». «Συγγνώμη, είχα στο μυαλό μου τις φράουλες. Πρέπει να τις μαζέψω, αλλιώς θα μουχλιάσουν». Όποτε του τηλεφωνώ το ίδιο: τη μία σκέφτεται τις φράουλες, την άλλη πρέπει να οργώσει… «Είναι επίπονη η ζωή στη φάρμα, δεν το καταλαβαίνεις;» μου επιτέθηκε τις προάλλες όταν αντέδρασα: «Δεν θα πας να κόψεις λεμόνια, τώρα μιλάμε!». Που, αν έχει τόσο πολλές δουλειές μια φάρμα σαν τη δική του, δεν θέλω να ξέρω τι τραβάνε όσοι δουλεύουν σε πραγματικές φάρμες. Γιατί ο φίλος μου είναι εικονικός αγρότης. Έχει εθιστεί στο παιχνίδι (του Facebook) που παίζουν τα τρία τέταρτα των Ελλήνων μέσα από το Διαδίκτυο. Όπου «στήνουν» τη δική τους φάρμα και στη συνέχεια την καλλιεργούν συλλέγοντας όχι καρπούς αλλά βαθμούς.

 

Οι αστοί-καλλιεργητές ζαχαρότευτλων, καπνού και βρόμης αυξήθηκαν τόσο που άρχισα να νιώθω μειονεκτικά: Πώς μπορούν οι δύο πικροδάφνες που έχω στο μπαλκόνι μου να ανταγωνιστούν τα στρέμματα με τα ολόχρυσα στάχυα; Τη νιοστή φορά που φίλος ακύρωσε το ραντεβού μας για καφέ επειδή, Κυριακή μεσημέρι, «έσκασαν κάτι δουλειές που δεν τις είχα υπολογίσει» – οι οποίες αφορούσαν, όπως πληροφορήθηκα αργότερα, το (εικονικό) πότισμα των βασιλικών και τη συγκομιδή πατάτας – μπήκα και εγώ στον πειρασμό να φτιάξω τη δική μου εικονική φάρμα. Όχι για κανέναν άλλον λόγο, αλλά για να ξαναβρώ τους φίλους μου. Η προ ετών θητεία μου όμως στον ψεύτικο κόσμο του Internet μου το απαγόρευσε.

 
Αρκετά χρόνια πίσω, όταν είχαμε αρχίσει να βρίσκουμε στο κομπιούτερ έναν σύντροφο στη μοναξιά μας, είχα υιοθετήσει ένα χρυσόψαρο. Για την ακρίβεια, είχα εγκαταστήσει ένα πρόγραμμα το οποίο εμφάνιζε τη Χρυσή – έτσι την είχα βαφτίσει – στην οθόνη του υπολογιστή μου. Η Χρυσή ήταν εκεί κάθε μέρα. Κολυμπούσε αμέριμνη ανάμεσα σε εικονικά φύκια και πότε πότε πλησίαζε τη μουσουδίτσα της στην οθόνη και μου έστελνε φιλάκια. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να πατάω ένα συγκεκριμένο πλήκτρο και να ρίχνω στον εικονικό κόσμο της το εικονικό φαγητό που θα την κρατούσε εικονικά ζωντανή. Ακούγεται παράλογο; Όσο παράλογο είναι το να καλλιεργείς σήμερα μια εικονική φάρμα. Είχα όμως κολλήσει. Και εγώ και η Μαρίλη, μια (πολύ) φίλη από τα (πολύ) παλιά, που είχε εγκαταστήσει τη δική της Χρυσή στο κομπιούτερ της.

 

Ώσπου, το καλοκαίρι εκείνο, η Μαρίλη και εγώ φύγαμε για διακοπές. Δύο εβδομάδες απουσίας και η αμέλεια εκείνου στον οποίο είχαμε ζητήσει να «ταΐζει» καθημερινά τα ψαράκια μας ήταν αρκετή για να γίνει το κακό. Με την επιστροφή μας βρήκαμε τη Χρυσή και τη φίλη της να πλέουν ανάποδα, στο πάνω μέρος της οθόνης, νεκρές. Μαύρη θλίψη! Αργότερα διάβασα ότι παρόμοια παιχνίδια προκάλεσαν αυτοκτονίες σε χώρες όπως η Ιαπωνία: Έβρισκε ο μικρός Κατανόρι Μιφούνε ανάσκελα τη δική του Χρύσα, έπινε σάκε με ποντικοφάρμακο και πάρ' τον κάτω. Αυτό επειδή δεν μπορούσε να αντέξει την έλλειψη ενός εικονικού pet. Τέτοια απόγνωση. Επειδή λοιπόν το έχω περάσει το στάδιο (ακόμη στενοχωριέμαι που άφησα τη Χρυσή νηστική…), δεν θέλω καμία σχέση με φάρμες και άλλα τέτοια δήθεν διασκεδαστικά – στην πραγματικότητα καταναγκαστικά – έργα.

 
Δεν απορώ με τους πολλούς που έχουν κολλήσει και που σπέρνουν κάθε πρωί για να θερίσουν το απόγευμα, λίγο προτού βγάλουν τον (εικονικό, είπαμε) γάιδαρο από το παχνί για να ξεπιαστεί. Ξέρω τι σημαίνει πλήξη, ξέρω πόσο επιρρεπείς είμαστε στα «μεζεδάκια διασκέδασης» που μας πετάνε μέσα από το Internet. Προβληματίζομαι όμως από την ανάγκη του 40χρονου Σταύρου (με καλές σπουδές, καλή δουλειά, καλούς φίλους κτλ.) να περνάει ώρες ολόκληρες μαζεύοντας ψεύτικες φράουλες, αντί να μπει στο αυτοκίνητό του με την παρέα του και να πάνε μια μεγάλη βόλτα, μετά φαγητού, οινοποσίας, παγωτού φράουλας και οτιδήποτε άλλου τραβάει η όρεξή τους. «Γι' αυτό στο λέω και στο υπογράφω, Σταύρο, αν πας τώρα να μαζέψεις τις φράουλες και μου κλείσεις το τηλέφωνο, δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ!» τον απειλώ. «Άσε το παιδί να κάνει τη δουλειά του! Μακάρι να μάζευες και εσύ καμιά φράουλα, τώρα, με την οικονομική κρίση!», πετάγεται η θεία Ιουλία, «που ο κώλος σου έχει γίνει σαν ταψί από το καθισιό». Ώρες ώρες εύχομαι να ήταν εικονική. Τότε θα σταματούσα να την ταΐζω πιο εύκολα, με λιγότερες τύψεις, νομίζω…


 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Στο δικό μου Ισλαμαμπάντ
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Μπροστά στο ATM
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers