Ένα ουίσκι με τον Γιάννη
16.11.2010 
« Ο γέρο Μπάντυ που μόλις κήδεψαν σίγουρα δεν ήταν τρυφερό πόδι». Η φράση αυτή από το τεύχος «Το τρυφερό πόδι» του Λούκι Λουκ (για τους νιόφερτους στο Γουέστ, τους «ψάρακες» που θα λέγαμε στον στρατό) μου ήρθε συνειρμικά στο νου την περασμένη Πέμπτη στον τελευταίο αποχαιρετισμό προς τον Γιάννη Δρόσο στο κοιμητήριο του Ζωγράφου. Ναι, σίγουρα ο Γιάννης δεν ήταν τρυφερό πόδι. Γι’ αυτό και εκεί συγκεντρωμένοι ήταν και άνθρωποι που τη φιλία τους μαζί του την είχαν χτίσει οι ώρες πνευματώδους διαλόγου στα αθηναϊκά μπαρ με καταλύτη ένα ουίσκι ή ένα κρασί.
 
Οι νεκρολογίες των εφημερίδων έγραψαν, όπως αρμόζει, για τις σπουδές και την ενασχόλησή του Γιάννη με τη φιλολογία, τη γλωσσολογία και τις εκδόσεις (ήταν μέχρι τέλους διευθυντής σύνταξης του «Βήματος Ιδεών»). Οι νεκρολογίες δεν μπορούν όμως – ή πάντως δεν είθισται να το κάνουν- να αναδείξουν την ιδιαιτερότητα της πνευματικής επαφής in vino, τη σαγήνη που νιώθει κανείς στα απογευματινά στέκια, όταν συνειδητοποιεί ότι η συντροφιά που τον περιστοιχίζει δεν θα περιοριστεί σε καφενειακή συζήτηση και επιδερμική πολιτικολογία– ότι το οινόπνευμα θα απελευθερώσει αναφορές στη λογοτεχνία ή και επισημάνσεις με πρόχειρα σχέδια πάνω στις αποδείξεις της ταμειακής για το πώς ορισμένα ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία είναι ατελή επειδή προήλθαν από προσαρμογή λατινικών (όπως το λ από το αντεστραμμένο y). Αυτό, για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν έγινε με ποτό, αλλά με πρωινό καφέ σε συνάντηση με τον εκλιπόντα και τον Μανόλη Σαββίδη – με «σχεδιαστή» τον τελευταίο. 
 
Με ποτό, όμως, λέγονταν συνήθως τα περισσότερα. Μεσημέρι, θυμάμαι, στον «Γάτο» στη Βουκουρεστίου, λέγαμε ότι οι πολιτικοί διαστρέφουν μέχρι και τις λέξεις και είχα πει ότι κάπου κάτι τέτοιο το είχε γράψει ο Θουκυδίδης. «Κάπου, κάτι ;», πρέπει να είχε απορήσει μέσα του ο Γιάννης, πολύ ευγενής για να με ψέξει επί φιλολογική ανεπαρκεία – και είχε παρέμβει: «καὶ τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» (ακόμη, δηλαδή, και τη συνηθισμένη έννοια των λέξεων την άλλαξαν με εκείνην που τους εξυπηρετούσε). Τρίτο βιβλίο του Πελοποννησιακού πολέμου, παράγραφος 82, μας είχε θυμίσει (τρόπος του λέγειν – μας είχε μάθει, εννοώ), για τον εμφύλιο στην Κέρκυρα. «Τι είσαι εσύ, βρε Γιάννη», είχε σχολιάσει κάποιος από την ομήγυρη, «σαν τη διαφήμιση : ”Με απατάει και δεν ξέρω τι να κάνω! – Κοσμοπόλιταν Φεβρουαρίου σελίδα 24”!». Δυο μέρες αργότερα, όμως, ο ίδιος αυτός είχε διαβάσει για τον εμφύλιο στην Κέρκυρα – δεν τα μάθαμε στο σχολείο, μου είχε πει, ευτυχώς μας τα μαθαίνουν ο Δρόσος και κάποιοι άλλοι σαν αυτόν στα μπαρ.
 
Μα κι εγώ στα μπαρ από φιλομάθεια πάω. Και τώρα, με την απώλεια του Γιάννη, θα βρίσκω έναν φίλο και ένα δάσκαλο λιγότερο. Τουλάχιστον να τη θυμόμαστε αυτή την κορυφαία ρήση του Κέυνς -«μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί»- και να μην αφήνουμε τον χρόνο να περνάει ανεκμετάλλευτος με την πεπλανημένη βεβαιότητα ότι ο Δρόσος ή ο καθένας μας θα είναι εκεί και αύριο. Όπως θα έλεγε και ο Μακάρτνεϊ, το χτες έρχεται ξαφνικά.
 
Αντίο, Γιάννη. Θεού θέλοντος θα πιούμε αρκετές φορές στη μνήμη σου – και με τη μνήμη σου παρέα.
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ένας σωρός σκ...
› 
Stop loss από το …ΚΚΕ
› 
Γ... τα λειτουργήματα
› 
Οι τσικουδιές της αντοχής
› 
Το τέλος της (επιθεώρησης) εργασίας
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers