Στους άλλους το ποτήριον (έστιν μεθερμηνευόμενον: μακριά απ’ τον κ… μας)
21.6.2011 
Διάβασα στις εφημερίδες ότι μέσα στα διάφορα που άκουσε από τους «αγανακτισμένους» ο ανταποκριτής του BBC κατά τη διαδήλωση της περασμένης Τετάρτης (πληροφορία προς τους διαδηλωτές απ’ ότε ήμην νέος: όταν επιχειρείς να σπάσεις φράγμα της αστυνομίας, η αστυνομία έχει τοποθετηθεί εκεί για να δείρει, όχι για να μοιράσει σοκολατάκια), ήταν και ρήση διαδηλωτή ότι δεν θέλουμε βοήθεια από την Ε.Ε., προτιμάμε να είμαστε «φτωχοί και χρεοκοπημένοι».
 
Δεν αποκλείεται ο άνθρωπος να πίστευε ό,τι έλεγε (υπάρχει πάντα μία πιθανότητα 0,00000001%), ακόμη όμως και αν εκείνος τάσσεται όντως υπέρ μιας εθνικής απομόνωσης εν αξιοπρεπεί πενία, όλα γύρω μας μαρτυρούν ότι οι υπόλοιποι άλλα ποθούμε. Ακόμη και το μήνυμα του κοινού παρονομαστή της «πλατείας», έστω αθέλητο από κάποιους των συγκεντρωμένων, δεν είναι η επιθυμία μιας εθνικής δημιουργικής προσπάθειας στηριγμένης στη καταναλωτική λιτότητα και τη δίκαιη κατανομή, αλλά το «δεν πουλάω, δεν πληρώνω», η επιθυμία δηλαδή να παραταθεί αδάπανα η –σχετική- ευωχία του πρόσφατου παρελθόντος. Το «δεν χρωστάω», οφθαλμοφανώς ψευδές αφού το κράτος μας χρωστάει τα κέρατά του, προστίθεται απλώς για να προσδώσει μία επίφαση δικαίου, μία διάσταση αυτο-αθώωσης, στην άρνηση πληρωμής που, αν ξεστομιζόταν γυμνή, θα αποτελούσε αφόρητο κυνισμό και για μας που τη λέμε (θα είχε, ωστόσο, όπως συχνότατα οι κυνισμοί, το προσόν της ειλικρίνειας).
 
Γιατί, θα πείτε, στέκομαι σε μία προφανή υπερβολή; Επειδή τελευταία (και όχι τόσο τελευταία) ελαφρότητες του είδους, που θα έπρεπε το πολύ να παραμερίζονται, αναπαράγονται και προβάλλονται ως δήθεν εύλογες και ειλικρινείς δηλώσεις που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύουν κάποια ευρύτερη στάση, τίμια και επαινετέα, όπως κάθε τι προερχόμενο από τον «λαό».
 
Φοβούμαι ότι με αυτόν τον τρόπο παρασυρόμαστε σε ένα ψέμα που πολλαπλασιάζεται και συγκαλύπτει πράγματα ανησυχητικά, αν όχι επικίνδυνα. Ασφαλώς την κρίσιμη ευθύνη τη φέρουν οι ηγεσίες και όχι οι πολίτες, ασφαλώς πολλοί Έλληνες έχουν βρεθεί εσχάτως σε αδιέξοδο. Οι πολίτες όμως δεν είμαστε τίποτε ηλίθιοι που δεν καταλαβαίνουμε ή δεν καταλαβαίναμε τι γίνεται γύρω μας (ή τι κάναμε οι ίδιοι) – ώστε, αν σήμερα υποδυόμαστε τους ανυποψίαστους, επί της ουσίας υποτιμούμε εαυτούς: και όσοι σπεύδουν να δεχτούν ότι ήμασταν όντως ντιπ βλάκες, μας υποτιμούν κατά βάθος ακόμη περισσότερο. Πέραν αυτού, όποιος προβάλλει ότι πίσω από τις μούντζες και τα «δεν πληρώνω» κρύβεται δήθεν κάποια ευγενής επιθυμία εθνικής προσπάθειας, συγκαλύπτει το πλήθος ενδείξεων ότι συμβαίνει το απολύτως αντίθετο: πολλοί ανάμεσά μας απλώς αξιώνουμε να εξαιρεθούμε μαγικώ τω τρόπω από τις επιπτώσεις της κρίσης – εξ ου και μέσα στις απολύτως βάσιμες αντιρρήσεις για τη φορολογία (κυρίως την έμμεση), προβάλλεται αίφνης και ως μέγα άχθος το να πληρώσουμε 120 ευρώ παραπάνω φόρο εισοδήματος το χρόνο.
 
Η επιθυμία αυτή, ακριβώς επειδή είναι παράλογη, τείνει και να εκφράζεται άναρθρα – και αυτή την άναρθρη έκφραση μία σοβαρή κοινωνία πρέπει να την εκθέτει ως τέτοια και όχι να την χειροκροτεί. Όπως πρέπει να στηλιτεύει τα πανό ότι η χούντα δεν έπεσε το 1973 (εκτός αν εννοούν ότι έπεσε το… 1974): αν κάποιοι των αγανακτισμένων δεν ξέρουν ή δεν θυμούνται ότι επί χούντας στα πλευρά της Βουλής είχε άρματα μάχης και ότι, αν η χούντα δεν είχε πέσει, θα είχαμε γίνει αλοιφή αντί να καταγγέλλουμε την αστυνομία για τα χημικά, οι υπόλοιποι –και δη όσοι φυλακίστηκαν ή είχαν συγγενείς που σκοτώθηκαν ή έμειναν ανάπηροι- οφείλουν να τους το θυμίσουν με τη δέουσα αυστηρότητα και κυρίως με τη δέουσα απαξίωση. Κοινώς, πρέπει να φτύσουν αυτούς πριν στραφούν στους βουλευτές (τους οποίους ψήφισαν οι ίδιοι, όχι οι Γερμανοί).
 
Όχι, φίλε. Δεν θέλουμε να είμαστε φτωχοί και χρεοκοπημένοι. Μην αυταπατάσαι. Θέλουμε να είμαστε εύποροι δαπάναις άλλων – των δανειστών μας ή των διπλανών μας, αδιάφορο. Γι’ αυτό και αποφεύγουμε κάθε συζήτηση για το πώς θα κατανεμηθεί η ζημιά που είναι αναπόφευκτο να αναδεχθούμε: οι περισσότεροι, καθώς ξέρουμε ότι δεν πεινάμε, υποθέτουμε ότι κάποιο βάρος θα επιμεριστεί στους ώμους μας και, για να το αποφύγουμε, αρνούμαστε το πρόβλημα εν όλω – ή απλώς παραπέμπουμε στους ώμους των άλλων.
 
Μακριά από μας ο κόπος. Εξ ου και ο ιπτάμενος αυτός πρωθυπουργός που, υποδεέστερος έστω των περιστάσεων (αλλά μάλλον εμείς είμαστε έτι υποδεέστεροι), άσπρισε πάντως και αγχώνεται, δεν μας αρέσει. Τώρα τον λέμε Τζέφρι, όχι Γιωργάκη. Προτιμούσαμε τον προκάτοχό του, που έβλεπε αραχτός το πλοίο να μπάζει νερά και ήδη… επαινείται από τον διάδοχό του στην κομματική ηγεσία. Θα είναι πάντα ο Κωστάκης μας.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers