Έπεσε προ ημερών στα χέρια μου ένα έντυπο προβολής λογιστικού γραφείου προς υποψήφιους πελάτες. Η εισαγωγή του με εξέπληξε: «Βασική μας αρχή», έγραφε, «είναι η δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών». Πάγωσα. Άλλα ήξερα ότι ζητούν οι επιχειρήσεις από τους λογιστές - μήπως οι συγκεκριμένοι ήταν κάτι σαν τους Αχαιούς δώρα φέροντας, ώστε να τους ανοίγεις το λογιστήριο και να βγάζουν τα άπλυτά σου στη φόρα;
Η συνέχεια διασκέδαζε κάθε φόβο. Η δίκαιη κατανομή των βαρών ενδιαφέρει, διευκρινιζόταν, «ανάλογα με τα κέρδη» και την «ανάπτυξη των επιχειρήσεων». Το δίκαιον της κατανομής κρίνεται, άρα, με βάση τις δικαιοκρατικές απόψεις της επιχείρησης ως προς τα κέρδη και τις ανάγκες της. Ακριβώς έτσι όπως είναι φυσικό να το βλέπει ένας λογιστής, αφού από την επιχείρηση πληρώνεται, όχι από τον Βενιζέλο.
Η περαιτέρω συνέχεια ήταν ακόμη πιο ενδιαφέρουσα. Το έντυπο βεβαίωνε ότι το γραφείο μπορεί να καλύψει το σύνολο των λογιστικών -φοροτεχνικών αναγκών μιας εταιρείας- και υπογράμμιζε (τα μαύρα στοιχεία δεν είναι δικά μου: «Εγγύηση σε όλα αυτά αποτελούν η επιστημονική μας κατάρτιση, (...), οι αναγκαίες γνωριμίες και θεμιτές διασυνδέσεις (...). Για εμάς δεν υπάρχουν άλυτα θέματα...».
Το πρώτο που -με τη δέουσα μελαγχολία- πρέπει να σημειώσει κανείς είναι πόσο η ποινικοποίηση των πάντων και η διαρκής απειλή εισαγγελικών διώξεων έχει περιστείλει την ελευθερία του λόγου. Πάνε οι καλές εποχές που οι άνθρωποι εκφράζονταν αβίαστα, ώστε να δημοσιεύονται ανοιχτά στις εφημερίδες διαφημίσεις γραφείων συγγραφής διδακτορικών διατριβών και αγγελίες μεσαζόντων ειδικών στη λείανση των τριβών κατά τις επαφές με τη δημόσια διοίκηση ή να αποστέλλονται έντυπα ειδικών στις εξωχώριες εταιρείες με ρητώς δηλούμενη επιδίωξη την αποφυγή της φορολογίας ακινήτων και κληρονομιών. Σήμερα όλα πρέπει να λέγονται και να γράφονται στρογγυλεμένα. Βαρύ το τίμημα για την καθαρότητα και τη σαφήνεια του λόγου - πάλι καλά που, παρά τις στρογγυλάδες, εξακολουθεί ισχύει το σοφόν «and you know what that means».
Το δεύτερο είναι το αυτονόητο που δεν πρέπει να λησμονούμε. Ότι όποτε κάποιος τρίτος- και δη το κράτος- βάζει το χέρι στην τσέπη των πολιτών, οι τελευταίοι θα αυξήσουν τις προσπάθειές τους να αποφύγουν το εις βάρος τους ρεσάλτο ή να περιορίσουν την αιμορραγία. Και αυτό ισχύει περισσότερο στις επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερο λόγο - συνήθως και περιθώρια- να κάνουν κάτι τέτοιο. Όσο μεγαλώνει το κίνητρο, διευρύνεται η ανάγκη για ειδικές συμβουλές με αυτόν τον θεάρεστο στόχο. Και οι συμβουλές αυτές δεν παρέχονται δωρεάν, ακόμη και όταν είναι απόλυτα νόμιμες (έστω μέσω Νήσων Καϊμάν) και ανεξάρτητες από «αναγκαίες γνωριμίες».
Οι σχετικές αμοιβές είναι, φυσικά, απολύτως παραγωγικές για τους επαγγελματίες των «συμβουλευτικών χώρων», που στο κάτω - κάτω πρέπει να ζήσουν, ακριβώς όπως πρέπει να ζήσουν οι εφοριακοί. Επί της ουσίας, όμως, το κόστος αυτό (των συμβουλών και του φορολογικού ελεγκτικού μηχανισμού) δεν παύει να είναι «παρασιτικό» από παραγωγική άποψη, να επιβαρύνει δυσανάλογα την τιμή των προϊόντων ή και να αποθαρρύνει εντελώς την παραγωγή τους. Εξ ου και ο φορολογικός νομοθέτης πρέπει πάντα να μετρά πόσο κοστίζει -επισήμως και ...μη - το κάθε του μέτρο σε σύγκριση με τα προσδοκώμενα έσοδα. Κάτι που τα τελευταία χρόνια δεν φαίνεται να κάνει.
Θα πείτε ότι δεν είναι εύκολη δουλειά. Πράγματι. Μπορούν, όμως, οι αρχές να προσλάβουν τους συμβούλους που λέγαμε. Αυτούς για τους οποίους δεν υπάρχουν άλυτα θέματα...