Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, εφημερίδα στην οποία τότε εργαζόμουν είχε δημοσιεύσει επικριτικό ρεπορτάζ για κάποιο νομοσχέδιο. Ο αρμόδιος υπουργός, διαμαρτυρόμενος, ζήτησε να δώσει συνέντευξη για να αποδείξει το αβάσιμο της κριτικής. Καθώς έτυχε να μετάσχω στη δημοσιογραφική ομάδα που μετέβη για τη συνέντευξη, είχα την ευκαιρία να συνειδητοποιήσω (με …αδικαιολόγητη έκπληξη) ότι ο υπουργός ήταν παντελώς άσχετος - όχι απλώς δεν ήξερε λεπτομέρειες του νομοσχεδίου, είχε και εσφαλμένη αντίληψη σε κρίσιμα θέματά του, όπως η διάκριση ποινικών και αστικών κυρώσεων.
Πριν από δέκα περίπου χρόνια, σε άλλη εφημερίδα στην οποία εργαζόμουν, δημοσιογράφος-φερέφωνο άλλου υπουργού είχε κομίσει ως μείζονα πρόταση του υπουργού την ιδέα του να ποινικοποιηθεί η φοροδιαφυγή. Η φοροδιαφυγή, είχε εξηγήσει, δεν ήταν ποινικό αδίκημα και μόνο αν γινόταν θα περιοριζόταν το φαινόμενο. Ήδη τότε –και μάλιστα από χρόνια- όχι απλώς ήταν ποινικό αδίκημα η φοροδιαφυγή, κόντευε να ποινικοποιηθεί ακόμη και το να λοξοκοιτάξεις τις γάμπες της φιλενάδας του ελεγκτή της εφορίας. Ίσον, και αυτός ο υπουργός ήταν βαθιά νυχτωμένος.
Έστι μεθερμηνευόμενο, πολλοί υπουργοί δεν διαβάζουν και μάλιστα πράγματα της αμεσότερης αρμοδιότητάς τους και μικρότερης πολυπλοκότητας από το Μνημόνιο. Και δεν είναι παράξενο. Οι υπουργοί δεν θα προλάβαιναν να διαβάζουν τα πάντα – το ζήτημα δεν είναι, άλλωστε, αν έχουν κάνει μαθήματα ταχύρυθμης ανάγνωσης, αλλά αν μπορούν να συνεργαστούν με τη διοίκηση και με καλούς συμβούλους ώστε να μην κάνουν πράγματα στο πόδι ή για τις εντυπώσεις. [Ζήτημα είναι, βέβαια, και το να μην κάνουν οι υπουργοί τον έξυπνο ή να μην επικαλούνται αστείες δικαιολογίες. Αυτό, όμως, είναι μάλλον δευτερεύον σε σχέση με το παραπάνω ουσιώδες.]
Όσο για το Μνημόνιο, το μείζον θέμα, ας μην προσποιούμαστε, δεν είναι ποιος υπουργοί το είχε ξεσκονίσει και ποιος όχι, αλλά ότι η κυβέρνηση (και δη οι αρμοδιότατοι σε αυτήν) το αποδέχθηκαν, όπως ήταν εξαρχής ορατό, χωρίς καμία διαπραγμάτευση- κατ’ άλλη διατύπωση το κατάπιαν αμάσητο και όντως με το πιστόλι στον κρόταφο. Και αυτό συνδέεται, φοβούμαι, όχι μόνο με τη ραθυμία και τη ελλιπή ροπή των υπουργών προς τη μελέτη, αλλά με την ατολμία και αδυναμία της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί πείθοντας τους «απέναντι» ότι η στάση πληρωμών της χώρας θα μπορούσε να αποτελέσει αληθινή και αναγκαστική κυβερνητική επιλογή σε περίπτωση που μας ζητούνταν όροι λιμοκτονίας.
Και αυτό το τελευταίο είναι σημαντικό όχι μόνο για λόγους αποτίμησης του Γ.Α. Παπανδρέου και των περί αυτόν, αλλά και επειδή και σήμερα πλανάται η αίσθηση ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου δεν πείθει ότι, αν μας καταδικάσουν σε εξαθλίωση με την υπογραφή μας, θα προτιμήσουμε να κηρύξουμε στάση πληρωμών –ήτοι δεν φαίνεται να διαπραγματεύεται γνήσια– αφού καμία διαπραγμάτευση δεν είναι γνήσια αν έχει προεξοφληθεί η βασική επιλογή του ενός μέρους.
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι για τα προβλήματά μας ευθυνόμαστε οι ίδιοι και οι δύο τελευταίοι «ηγέτες» που αναδείξαμε. Ευθύνεται όμως και η εμμονή της τρόικας σε μία συνταγή ύφεσης. Και φοβούμαι ότι σ’ αυτό το θέμα ακόμη και σήμερα δεν διαπραγματευόμαστε.