Φον Μίζες
14.4.2009 
Δεν θα το πιστέψετε τι μου συνέβη τις προάλλες, βρε παιδιά. Πήγα στην τράπεζα να πάρω ενημέρωση υπολοίπου, που συνήθως το κοιτάζω δύο φορές για να το δω μία, και τι διαπιστώνω; Κάποιος άγνωστος είχε καταθέσει στο λογαριασμό μου 7.500 ευρώ. Σε πρώτη φάση μπήκε ο διάολος μέσα μου. Έφταιγε και που η Εύα, η τέλερ στο διπλανό ταμείο, είχε βάλει το «κλειστόν» και δάγκωνε εκείνη την ώρα ένα μήλο με έκφραση γεμάτη ηδυπάθεια. Είναι αλήθεια ότι κοιτούσε άλλον, αλλά απ’ αυτό έχουμε συνηθίσει. Μου σφύριξε λοιπόν ο σατανάς «δεν κάνεις μια αναληψούλα γύρω στο χιλιάρικο να ψωνίσεις πέντε Glenfarclas 15 ετών κι άλλα τόσα Lagavulin Distiller’s edition και να σου μείνουν και κοντά τετρακόσα να τα φας με τις μαγδαληνές, μια που η μηλοδαγκάνουσα ταμίας δεν έχει βλέμμα για σε;».


«Με περνάς για πολύ άκα, διαβολάκα», απάντησα, «γιατί δεν είσαι;», μου αντιγύρισε, αλλά δεν τσίμπησα. Κι αν τα λεφτά τα είχε βάλει κανένας παιχνιδιάρης ακτοπλόος για να με κατηγορήσει για λάδωμα; Αμέσως ρώτησα την τράπεζα ποιος ήταν ο καταθέτης, μου δώσανε ένα τηλέφωνο σε 090 και εκεί μια άγνωστη γυναικεία φωνή, αφού είδα κι έπαθα να της εξηγήσω ότι δεν είχα πάρει γι’ αυτή τη δουλειά, μου είπε τελικά ένα λογαριασμό να επιστρέψω το ποσόν, μια που τόσο επέμενα. Το έκανα. Και τι αποδείχθηκε, ρε παιδιά; Ότι ο λογαριασμός ήταν ενός φίλου του διευθυντή μου! Σατανικό. Ούτε ο Πολ Νιούμαν στο «Χωρίς δόλο» δεν είχε σκεφτεί τέτοια μηχανή, να καταθέσει χρήματα σε ανυποψίαστους για να τους ενοχοποιήσει.


Αμ το άλλο; Είχα αγοράσει ένα διαμερισματάκι και επειδή ο πωλητής ήτανε τσαγκός και ήθελε τα λεφτά γρήγορα, χωρίς να περιμένει τράπεζες και προσημειώσεις, δανείστηκα από ένα φίλο. Μετά πήρα στεγαστικό να του τα γυρίσω, αλλά ο φίλος έγινε έξαλλος. «Ξέρεις τι προσβολή είναι αυτή», μου είπε «να προτιμάς να χρωστάς στον κ. Τάκη της ΕΤΕ αντί σε μένα, τον δικό σου άνθρωπο; Είναι χαρά μου, ρε, να μου χρωστάς!» Τι να κάνω κι εγώ, ξεπλήρωσα αμέσως την τράπεζα και χρώσταγα στο φίλο μου. Δεν χαλάς μια προσωπική σχέση για χάρη της Εθνικής, όσο κι αν είναι η μεγάλη μας φίλη. Ε κι αυτό, βρε παιδιά, το ανθρώπινο, το καθημερινό, που συμβαίνει σε όλους μας, όταν ξέσπασε η αντάρα, το παρουσίασαν ως στοιχείο εναντίον μου. Πώς, λέει, εξόφλησα τόσο γρήγορα το στεγαστικό. Έχω φίλους, ρε, εγώ, δεν είμαι σαν τους κατηγόρους μου τους «Πεινάω».


Αυτή είναι η αλήθεια, κύριε πρόεδρε. Και να με πιστέψετε αυτή τη φορά. Όχι όπως τότε που σας είπα ότι το βατράχι μετατράπηκε άξαφνα σε βασιλόπουλο κι εσείς με στείλατε μέσα για ασέλγεια. Δεν υπάρχει υποψία σκανδάλου. Δεν είναι του χαρακτήρος μου. Και επιτέλους, ας πάψουμε πια να βλέπουμε φαντάσματα παντού. Θα καταντήσουμε σαν τον πρώην υπεύθυνο της Αρχής για το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, που μόλις είδε τα λεφτά στο λογαριασμό του δημοσιογράφου στην Ελβετία πήγε αμέσως ο νους του στο κακό. Και δεν πίστευε, ο άπιστος Θωμάς, το αυτονόητο, ότι τα λεφτά είχαν δοθεί για επαγγελματική συνεργασία. Κι όμως ήταν εκεί οι αποδείξεις ότι ο άνθρωπος κατείχε τους τίτλους μεγάλων περιοδικών του μέλλοντος: «Φακλάνες τσιπούρες», «Τα μολτ και η θάλασσα», «Φάλαινες και θηρία» και βέβαια το χρυσοφόρο «Κουκουλοφόρες για φίλημα». Έτσι θα πάτε να σπιλώσετε και μένα;
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Ο γιατρός μισεί τα σφηνάκια
› 
Strictly verboten
› 
Ευγνώμονες με χρονοκαθυστέρηση
› 
Σύγχρονοι μύθοι
› 
Παγάκια Ανταρκτικής
© ΙΣΤΟΣ 2024
Δημήτρης Καστριώτης
Κατά τον ληξίαρχο, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Οι γονείς του, φιλότιμοι πλην κατ’ αποτέλεσμα άστοργοι, δεν τον προίκισαν αναλόγως, ώστε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στο οινόπνευμα, την αξία του οποίου φρόντισαν πάντως να του διδάξουν. Ένεκα η ανάγκη, εργάζεται ως δημοσιογράφος εφημερίδων και δικηγόρος από εικοσιπενταετίας. Αναπόφευκτα, πίνει λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε.
« Bloggers