Δεν ξέρω αν αυτό που βιώνουμε είναι συνέπεια τρομοκρατίας, αλλά τρομοκρατημένους πολίτες διαθέτουμε πλέον -και σε μεγάλους αριθμούς. Είτε πρόκειται για τα στρατόπεδα των προσφύγων είτε για το μπουρ μπουρ των «μέτρων» από την τρόικα, καθημερινώς οι πολίτες (και όχι «ο κόσμος») δανείζονται τη φωνή οποιουδήποτε νομίζει πως μπορεί να τους εκπροσωπεί και τσακώνονται ή συμφωνούν με δημοσιογράφους. Επίσημοι και στελέχη της διοίκησης σπανίως εμφανίζονται, επειδή υπάρχει ο άλλος φόβος, της γιούχας. Η χώρα προσποιείται πως διοικείται και δεν υπάρχει κανένα οργανωμένο ή χύμα τμήμα της κοινωνίας που να μένει στην απέξω. Οι πάντες εξηγούν πως δεν είναι ρατσιστές, δεν είναι εναντίον του ανθρωπισμού ή του σουρεαλισμού (διαλέγετε και παίρνετε), οι υποψήφιοι, ακόμη και έπειτα από τρία χρόνια, ετοιμάζουν τις δημηγορίες τους και συγκεντρώσεις πολιτών υποστηρίζουν τα λεγόμενά τους.
Στο βάθος, οι διαμαρτυρίες ξεπετιούνται, επειδή ο τρόμος έχει πολλά πλοκάμια και δύσκολα οι Ελληνες δείχνουν να φοβούνται, παρεκτός κι αν πρόκειται είτε για την υγεία τους είτε για κάνα σεισμό είτε μήπως το βλαστάρι τους παντρευτεί άτομο αθιγγανικής λαότητας. Aλλά ο υπόγειος τρόμος πως η κρίση δεν είναι κάτι χειροπιαστό, αλλά περιέχει στοιχεία εσωτερικής απελπισίας που γνωρίζαμε μόνον από κάτι φωτογραφίες από την Κίνα και την Αμερική του κραχ, κάνει τις καρδιές να φτεροκοπούν και τη διάθεση για εξέγερση πίσω στην επικαιρότητα, παρότι η γενικώς απόλεμη διάθεσή μας μπορεί να ανιχνευτεί μέσα στην απύλωτη κενολογία μας.
Αυτοί οι δημόσιοι άνδρες που προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη δημόσια αυτοκτονία ενός ηλικωμένου ανθρώπου ως ένδειξη πως ήταν βουδιστής καλόγερος που πάλευε ενάντια στο καθεστώς Ντιέμ ήταν απλώς απαράδεκτοι, πωρωμένοι και επικίνδυνα θρασίμια. Ο κάθε Ελληνας στην αυτοκτονία αυτήν αισθάνθηκε ανείπωτη ντροπή. Σκοτώθηκε ένας ηλικιωμένος συγγενής του, πρώτου βαθμού. Με το ίδιο του το χέρι. Μια οικογενειακή ντροπή βάρυνε την πλατεία Συντάγματος. Καθώς οι πολιτικές ή οι τελετουργικές αυτοκτονίες δεν ήταν ποτέ διαδεδομένες στη χώρα (με εξαίρεση κάποιους γενναίους του Στρατού που έπεφταν πάνω σε μια τυχαία απασφαλισμένη χειροβομβίδα για να μη σκοτωθουν οι συνάδελφοι), η αυτοκτονία του φαρμακοποιού έκανε πολλά καμπανάκια να ηχούν δαιμονισμένα. Η κρίση δε γνωρίζει προεγκατεστημένα στρατόπεδα φτωχών ή ανθρώπων χωρίς προοπτική. Η έλλειψη προοπτικής επισκέπτεται με την κόσα της τον καθένα μας. Με την εικόνα του Χάροντα και όχι τη λυρική ανάπτυξη μιας φιλανθρωπίας. Ο γέρος έπρεπε να ζει, να γκρινιάζει αν θέλετε, αλλά στο σπιτικό του έπρεπε να διαθέτει τη βασική υποδομή και την ψυχική αντοχή να επιβιώσει. Εάν οι γέροντες και οι γερόντισσες της χώρας αρχίζουν να αυτοκτονούν, καθώς στην αρχαιότητα οι Σκύθες, προκειμένου τα παιδιά τους να περάσουν ένα χειμώνα με τροφή και ζέστη, ο εσωτερικός χειμώνας των Ελληνων θα οδηγήσει σε λαθραίες, ανεπίσημες και τρομακτικές αποφάσεις ζωής. Αν οι πολιτικοί είναι οι τελευταίοι που θα το πάρουν είδηση, θα είναι οι πρώτοι προς τους οποίους οι πολίτες θα τους δείξουνε την πόρτα και θα προτιμήσουν να διοικηθούν από εικοσάρηδες.