Το Πάσχα κινείται μέσα στο ημερολόγιο κάθε χρονιά και δεν ευνοεί αναδρομές και χρονολόγια. Ωστόσο μερικά τυπικά χαρακτηριστικά, οι εθιμικές τελετές και το άρωμα της πασχαλιάς συνήθως οδηγούν και σε τελείως παράλογες δημόσιες συζητήσεις, όπως η συζήτηση για την τιμή του οβελία σε εποχή φτώχειας και περιορισμού των τροφίμων που καταναλώνει μια οικογένεια. Οχι, δεν νομίζω πως είναι νοσταλγία στο παρελθόν και στην παιδικότητα: είναι μια καραμπινάτη δύναμη αδρανείας. Η αδράνεια είναι μορφή φόβου. Σε αναγκάζει να προμηθεύεσαι άπειρες πατάτες, δέκα φορές περισσότερες από αυτές που καταναλώνεις σε ένα χρόνο, μόνο και μόνο για να εκδικηθείς τους μεσάζοντες, ακόμη κι αν είσαι μεσίτης. Αλλά η ενασχόλησή μου με χαρτιά και χαρτικά, με έφερε να ξεφυλλίζω ένα ημερολόγιο ταξιδιού που πραγματοποιήθηκε πριν από πενήντα χρόνια (1962). Τριάντα δάσκαλοι των Γιαννιτσών, μερικοί με τα παιδιά τους, γύρισαν σε εννέα μέρες την Ελλάδα με ένα μισθωμένο πράσινο λεωφορείο. Εκεί πρωτάκουσα τα «Ματόκλαδα» του Βαμβακάρη και πρωτοείδα τις Θερμοπύλες, τους Δελφούς, το Μεσολόγγι, την Ολυμπία, το Μυστρά, Πάσχα στην Τρίπολη και την Αθήνα. Είδαμε θέατρα και εργοστάσια, σκίσαμε φύλλα χαρτί στην Επίδαυρο για την ακουστική. Τρώγαμε σε παρόδια εστιατόρια. Είχα και τότε, όπως και τώρα, ξαφνιαστεί από τη μαζικότητα της νηστείας. Τρεφόμασταν με ψωμί, αρακά, όσπρια και αγκινάρες και το βράδυ σε όλα τα δωμάτια γινόταν προσεκτικό στρίψιμο της δεκάρας, διότι όλα ήταν μετρημένα. Το ταξίδι περιείχε και εξτρίμ σπορ, όπως την άνοδο του Βουραϊκού με τον οδοντωτό. Στο ημερολογιο περιγράφω προσεκτικά τις μερίδες και αφιερώνω λυρικές γραμμές στους αρχαιολογικούς χώρους, ενώ πολύ δύσκολα εντυπωσιάζομαι για την κατάσταση της χώρας. Ολοι ήταν το ίδιο ζορισμένοι με εμάς τους τυχερούς, στο λεωφορείο.
Τις πρόσφατες μέρες, μέρες κρίσης και ετοιμασίας εκλογών, πρόσεξα πάλι το περυσινό φαινόμενο: εάν δεν νηστεύεις, δε βρίσκεις καθόλου εύκολα να καταλύσεις φαγητά μη νηστίσιμα. Τα μαγαζιά δεν μαγειρεύουν κρέας, πολλά είναι κλειστά ή προσποιούνται πως έχουν έτοιμους κάτι χορτοκεφτέδες. Δεν υπάρχει διάκριση και εναλλακτική λύση. Η χώρα νηστεύει, όπως το 1962, με το ίδιο ήρεμο πάθος, ενώ μεσολάβησαν μερικές δεκαετίες που κανένας δε νοιαζόταν ή, για την ακρίβεια, απέκρυπτε ακόμη και τη νηστεία του.
Ερχεται αραιός φίλος να με δει από άλλη πρωτεύουσα, την κανονική και όχι των προσφύγων, και μου ζητά έγκυρη πληροφορία πού θα βρει, ως οδοιπόρος, στην πόλη των γεύσεων κεφτεδάκια. Μασώντας τα χορταράκια μου, του δίνω τις διευθύνσεις για τις οποίες κάθε μπαγιάτης είναι υπερήφανος και τις βρίσκει όλες κλειστές. Ή κάνουν μερεμέτια στο μαγαζί. Η έλλειψη τζιζ-μπιζ φέρνει και σχετική πολιτική ηρεμία, καθώς η πλειονότητα των χορτοφάγων, με την εξαίρεση του Χίτλερ, δεν εκνευρίζεται συχνά. Τουλάχιστον συμφώνησαν οι Ελληνες σε κάποια προγραμματική συνεννόηση: στην πλατφόρμα της νηστείας. Καθώς το άρωμα της πασχαλιάς παραμένει εθνικό στερεότυπο, αμφιβάλλω αν θα τριτώσει το φαινόμενο. Εκλογές γαρ…