Το αυτοκίνητο ως κατοικία
2.5.2008 - 5:30:00 PM 
Οι απαρχές
 
Πριν δυο γενιές, οπότε και δεν υπήρχαν πολλά ΙΧ (το 1962 θυμάμαι ένα ολοκαίνουργιο Taunus δωδεκάρι οικογενειακού φίλου με πινακίδα κοντά στον αριθμό 140.000) οι οδηγοί αποτελούσαν «φυλή» τελείως ανεξάρτητη από το γένος των επιβατών. Οι λέξεις «ρεμίζα», «σωφέρ» (και σωφέρης, αλλά και σωφεράκι) ήταν χαρακτηριστικές. Στα συνεργεία η ορολογία ήταν γαλλογενής, επειδή δεν είχε κυριαρχήσει η κίνηση των φροντιστηρίων αγγλικών, οπότε τα όποια εγγλέζικα μεταφέρονταν από το έρκος των οδόντων των ναυτικών και των μεταναστών. Γι’ αυτό και οι Έλληνες έλεγαν «κλουμπ» το club. Επομένως, η «Ρενώ» και η «Πεζώ» ήταν προϊόν ιστορικής μεταγραφής, αλλά η Triumph λεγόταν συχνά «Τριούμπη». Με την Borgward, που ήταν ξακουστή, ξεμπέρδευαν εύκολα στα συνεργεία· την έλεγαν Μπόρμπακ. Τα φορτηγά της Bussing λέγονταν Μπούζνικ. Κι επί αρκετά χρόνια προτιμούσαμε όλοι να μιλάμε για «βατράχους», «καμήλες» και «κατσαρίδες», αντί να υιοθετούμε τις κανονικές ονομασίες των αυτοκινήτων.
 
Με δεδομένους τους χωματόδρομους και τις ελάχιστες ασφάλτους, δεν είναι παράξενο που μόνο μερικά αμερικάνικα αυτοκίνητα («κούρσες») είχαν μιλιοδείκτες που ξεπερνούσαν το 80. Όταν κάποιος στην τσακαλοπαρέα ανακάλυπτε καντράν που δίδασκε ότι «τρέχει πάνω από 100», το γεγονός ήταν άξιο ομαδικής τιμητικής επίσκεψης. Το 1962 κατάλαβα τι εστί ιλιγγιώδης ταχύτητα ,όταν ο ταξιτζής που μας οδηγούσε προς τη Γλύφα με μια Σεβρολέτ Ιμπάλα, για να βρεθούμε από τη Θεσσαλονίκη στην Αιδηψό, γκάζωσε στην ευθεία του Αρμυρού και μας είπε γελαστά, μόλις που ακουγόταν ανάμεσα σε ριπές αέρα, δυνατά τραντάγματα του σασί και βρυχηθμούς της μηχανής: «Κοιτάξτε, κοιτάξτε. Τρέχουμε με 120!»
 
Με αυτά και με άλλα, δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η φυλή των οδηγών θεωρήθηκε από όλους ένα είδος μονομάχων, ένα είδος μελλοθανάτων. Ολόγυρα επιγραφές, οικογενειακές και προστακτικές. Μη μου μιλάτε. Πατέρα, μην τρέχεις… Όλη η γραμματολογία του «σπεύδε βραδέως» σε διάφορες παραλλαγές. Το κάθισμά του, συχνά σκεπασμένο από το εργόχειρο των θηλέων του σπιτιού, που είχαν την αίσθηση ότι ξεπροβοδίζουν καπετάνιο. Το εικονοστάσι, απαραίτητο.
 
Σε εκείνη τη φάση οι οδηγοί δεν ήταν ένοικοι μιας «κατοικίας», αλλά μάλλον κατασκηνωτές. Καθώς δεν υπήρχαν ευκολίες έτοιμης τροφής, οι περισσότεροι έπαιρναν μαζί τους ένα «σεφέρτασι», δηλαδή ένα ειδικό κυλινδρικό σκεύος, που έκλεινε ασφαλώς και περιείχε κανονικό σπιτικό φαγητό. Το προτιμούσαν από την επίσης διαδεδομένη καραβάνα, απ’ την οποία όμως μπορεί να ξεχείλιζαν τα ζουμιά από τα φασολάκια. Και πάντοτε σταματούσαν για να φάνε. Το νεοελληνικό DNA δεν είχε προφανώς ενσωματώσει το σύνδρομο all-time-delivery.
 
 
Η βιτρίνα
 
Ακολούθησε μια μάλλον μελαγχολική περίοδος, ώσπου να εκπνεύσει ο αιώνας, όπου το αυτοκίνητο συνόδευε πιστά τη μόδα, επομένως ήταν είδος βιτρίνας ή οικιακού εξαρτήματος εξωστρεφούς. Εκεί, μπορούσες να εκφραστείς, ατομικώς ή οικογενειακώς, τοποθετώντας του κόσμου τα διακοσμητικά, χωρίς να κατηγορηθείς για καρναβαλισμό. Στη δεκαετία όπου φημίστηκαν τα παντελόνια καμπάνα, οι ταινίες καταστροφής και η μεταπολίτευση, τα αυτοκίνητα είχαν έναν παροιμοιώδους ασημότητας σχεδιασμό. Και τα χρωματάκια τους παστέλ, να μη φαίνεται πολύ η λέρα. Ήταν και εποχή λατρείας του αναδυόμενου αλουμινίου. Επιπλέον, τα «έμψυχα» αυτοκίνητα, όπως η δολοφόνος Κριστίν, έπαψαν να παρουσιάζουν μεταφυσικές ικανότητες όπως τα αυτοκινητάκια στα κόμικς με τα λαμπερά ματάκια, αλλά και οι ταινίες του στυλ «Κατσαριδάκι, αγάπη μου». Τώρα ήταν μέσα στο λογαριασμό η τεχνολογία και τα νέα της θαύματα. Μαζί με το strobo στις ντίσκο, γεννήθηκε ο Κιτ, ένα τηλεοπτικό αμάξι που μπορούσε να συνεννοηθεί ,έστω και με τον Μάικλ Νάιτ-Χάσελχοφ. Τα μαξιλαράκια, οι μπάμπουσκες με τις εσωτερικές σούστες που επέτρεπαν λικνίσματα συνόδευαν αυτή την περίοδο του προχώλ.
 
 
Σήμερα
 
Σήμερα τα αυτοκίνητα κατοικούνται. Ό,τι σχετίζεται με αυτά έχει σχέση με κάποια επέκταση του σπιτιού. Διαθέτουν κυρίως στα pilotis των πολυκατοικιών, ένα σοβαρό επενδυτικό προφίλ. Διαθέτουν ιδιωτικότητα, με αυτά τα φιμέ τζάμια, αλλά και μεταφορά ραδιοφωνικής και τηλεφωνικής ευωχίας, ενώ δεν λείπουν και παιχνιδομηχανές και TV, δήθεν για τα παιδιά. Αλλά και το μαραφέτι υπό τον τίτλο GPS, που σου επιτρέπει, όταν σκεφτείς να βρεθείς στη Φινλανδία, να μη το επιχειρήσεις μέσω Ανδόρας.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Παγωνιέρα
› 
Το λαϊκό τσατσά
› 
Ως διανοούμενος, άς περιφρονήσω κάποιον...
› 
Ο γεροντισμός, τελευταίο στάδιο της πολιτικής ζωής
› 
Η αλλαγή των φώτων
© ΙΣΤΟΣ 2024
Πάνος Θεοδωρίδης
Ο Πάνος Θεοδωρίδης (1948-2016) είναι συγγραφέας.
« Bloggers