Η θεία Ελβίρα (Β΄ Μέρος)
17.9.2008 - 6:16:30 PM 
Με το που κατάλαβε ότι θα ακολουθούσε μουχαμπέτι, η Θεία Ελβίρα έφερε κοντά ,ένα μικρό τραπεζάκι κι άρχισε να αραδιάζει επάνω του διάφορα. Μια καράφα με τσίπουρο, διάφορα πιατάκια και πιατούδια με μεζεδάκια, μέχρι και λιαστές ντοματούλες από τα χεράκια της κουβάλησε. Κάθε φορά που προσκόμιζε πιατάκι ,έλεγε και την ιστορία του περιεχομένου, σύντομα μεν, αλλά πολύ κατατοπιστικά ώστε να ξέρουμε τι τρώμε. Και κάθε φορά, έστρεφε το κεφάλι της και μας κοίταζε μέσα στα μάτια, για να δεί πόσο ευχαριστημένες ήμασταν και κατέβαζε και μιά γουλιά τσίπουρο.


Ξαφνικά σταμάτησε να πηγαινοέρχεται κι έκατσε δίπλα μας .Σταύρωσε τα χέρια της κάτω από την ποδιά της κι άρχισε να μιλάει.Στην αρχή λίγο γρήγορα αλλά μετά τη δεύτερη, τρίτη πρόταση, η φωνή της ηρέμησε .Είχε μιά εκπληκτική ικανότητα να μιλάει χωρίς να τη βαριέσαι ή να πλήττεις ,όπως συνέβαινε συνήθως με τους ανθρώπους της ηλικίας της.Αυτό που κυρίως την βασάνιζε ήταν ότι δεν έζησε την ζωή της όπως την ήθελε.


«Κατάλαβες παιδί μου;» μου είπε κάποια στιγμή.«Εμείς τότε δεν είχαμε τίποτε. Μήτε φουστανάκι να φορέσουμε. Ένα είχαμε για κάθε μέρα, που το πλέναμε το βράδυ και το φορούσαμε το πρωί, πολλές φορές και βρεμένο.Κι ένα ακόμα, στο κρεμαστάρι για την εκκλησιά το Πάσχα και τα Χριστούγεννα ,κρεμασμένο εδωνά, πίσω από την πόρτα και κουκουλωμένο με ένα άσπρο πανί να μη σκονίζεται. Παντόφλες ή «λάστιχα » για κάθε μέρα στα πόδια κι ένα ζευγαράκι παπούτσια διπλοσολιασμένα για τις γιορτές.Εμένα το μάτι μου όμως στην εκκλησιά ήταν στην αρχόντισσα την Πωλίνα. Ζήλευα τις δαντέλες της , τα φορέματά της, μα πιο πολύ από όλα εκείνο το σεντεφένιο το τσαντάκι που κρατούσε.Και το μαντηλάκι της ζήλευα. Το έβγαζε κάθε τόσο από μέσα από το τσαντάκι και το ακουμπούσε στο μέτωπό της και μοσκοβολούσε ο τόπος γιασεμί. ΄Ομως εκεί που μ’ ήρθε να σκάσω ήταν μια μέρα έξω από την εκκλησιά που η Πωλίνα η αρχόντισσα έκατσε γιατί της ήρθε λιγοθυμιά. Αφού τη συνεφέραμε με νερό και της τρίψαμε τα χέρια,έβγαλε από αυτό το τσαντάκι που σας λέω, ένα κατιτίς που γυάλιζε μικρούτσικο τόσο δα.Και τι ήταν λέτε βρε κορίτσια; ΄Ενα καθρεφτάκι. ΄Ενα μικρό καθρεφτάκι με χερούλι φιλντισένιο ,με σκαλίσματα ένα γύρο , και στολισμένο με κοράλια. Εμένα έμεινε το μάτι μου εκεί, μαζί κι η καρδιά μου.


Απο τότε εχω μανία με τους καθρέφτες. Δεν βλέπετε εδώ τι γίνεται; Από τότε με έμεινε το χούι» είπε η θεία Ελβίρα με ένα μικρό γελάκι και σήκωσε το κεφάλι της και με κοίταξε. Είδα τότε μέσα στο βλέμμα της πάλι εκείνη την φλογίτσα που έλαμπε σαν νάταν ξεπεταρούδι εφηβάκι που κάνει σκανδαλιές. « Και μη με κοιτάς έτσι δά» συνέχισε. «Σας είπα .Εμείς τότε τίποτα δεν είχαμε». Και κατέβασε μια γερή γουλιά τσίπουρο, κουνώντας το κεφάλι της. Η φίλη μου που ήξερε λίγο πολύ αυτές τις διηγήσεις της θείας Ελβίρας κι από άλλες φορές την διέκοψε.


«Άντε θκειά» της είπε γελώντας.» Πες μας τώρα πως γνώρισες τον θείο. Αξίζει τον κόπο» .Με το που το άκουσε η Ελβίρα , θες από τα τσίπουρα θές από τα γεγονότα αυτής της γνωριμίας που κατέκλυσαν μεμιάς το μυαλό της, έσκασε στα γέλια. Γέλασε τόσο πολύ που δάκρυσαν τα μάτια της, χτυπούσε τα γόνατα της με τα χέρια της πιάνοντας ταυτόχρονα το φουστάνι της κι άφηνοντας να φαίνονται γυμνά τα γόνατά της.


Γύρισε σε μένα σκουπίζοντας τα μάτια της και είπε γελώντας πάντα. «Τούβλο.Τούβλο όνομα και πράμα αυτός ο έρωτας παιδάκι μου».


(Συνεχίζεται)
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Αλλαγή εποχής, φροντίδα για τα χαλιά και τις φλοκάτες
› 
Τα καραβάνια
› 
Τα καραβάνια (προτελευταία συνέχεια)
› 
Tα Αλατισμένα.
› 
Μικρά καθημερινά του Ανέστη και της Γιαννέτας
© ΙΣΤΟΣ 2024
Φαραώνα
Η Νατάσσα Φωκιανίδου ζει στη Θεσσαλονίκη και ασχολείται με τη μικροϋφαντική.
« Bloggers