Παροιμίες του λαού μας
26.2.2012 - 6:58:08 PM 


 Brut and charisma poured from the shadows where he stood
Steely Dan, «Glamour Profession»


Αυτές τις μέρες μού έρχονται στο μυαλό πολλές παροιμίες. Με χρονολογική σειρά, η πρώτη είναι «Δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι», η δεύτερη «Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει η μαϊμού τόσο φαίνεται ο κώλος της» και η τρίτη «Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι». Αν βιάζεστε, μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε εδὠ.  Αν πάλι όχι, αναρωτιέμαι τι έχω να προσθέσω εγώ, ο ελάχιστος, στα όσα έχουν διατυπωθεί δημοσίως. Ίσως κάποιες λησμονημένες λεπτομέρειες, υποσημειώσεις μιας Ιστορίας που δεν θα γραφεί ποτέ. 



Ο Πέτρος Κωστόπουλος ανελίχτηκε θεαματικά, έζησε θεαματικά, και κάηκε θεαματικά. Μαλάκας ήτανε και θα είναι, και το γεγονός ότι το παραδέχτηκε δημόσια και επανειλημμένα δεν αλλάζει την πραγματικότητα (αν και ο ίδιος προσπάθησε να την αλλοιώσει, δἰνοντας δημιουργική ερμηνεία στη μαλακία του, και φυσικά πολλά-πολλά δικαιολογητικά). Όσα ακούει αυτές τις μέρες ο κ. Κωστόπουλος είναι μέρος του παιχνιδιού, απολύτως συμβατά με τους όρους που ο ίδιος όρισε και έπαιξε αυτό το παιχνίδι για τόσα χρόνια. 


Πολλοί που δεν γουστάρανε τη φάτσα του (αν μου επιτρέπετε) βρήκανε αφορμή να του σύρουνε τα μύρια όσα. Να ξεκαθαρίσουμε όμως τρία πράγματα:

α. Οι περισσότεροι τα έλεγαν και από πριν. Και αν δεν τα έλεγαν, αυτό δεν αλλάζει την όποια αλήθεια τους τώρα, ούτε τους αφαιρεί το δικαίωμα να τα λένε. (Η αντίδραση στην κριτική κατά του κ. Κωστόπουλου θυμίζει λίγο τις κυράτσες όλων των φύλων που κατηγορούν κάποιους ανθρώπους ότι «εξαργύρωσαν» τη συμμετοχή τους στο Πολυτεχνείο, ενώ θα έπρεπε κανονικά να πεθάνουν άποροι, άσημοι και ανένταχτοι. Εξ ίσου υποκριτική και προσχηματική είναι η επιχειρηματολογία ότι ο κ. Κωστόπουλος αν και έβλεπε το τέλος να έρχεται, τα έχασε όλα και άφησε την οικογένειά του δίχως σπίτι, εξοχικό, σκάφος κλπ.)



β. Ο κ. Κωστόπουλος δεν είναι περισσότερο επαρχιώτης από όλους μας. Η όποια κριτική στον άνθρωπο και το έργο του δεν πρέπει να εφορμά από την καταγωγή του (αλλά ούτε και η καταγωγή του να χρησιμοποιείται υπερασπιστικά), αλλά τον προσδιορισμό της μαλακίας του. 

γ. Δεν χρειάζεται να πει κανένας τρίτος τίποτε κακό για τον κ. Κωστόπουλο. Μια προσεκτική ανάγνωση του απερίγραπτου απολογιστικού του κειμένου θα σας πείσει ότι είναι ο χειρότερος εχθρός του εαυτού του. 


Θα μου πείτε, αφού έτσι βλέπω τα πράγματα, προς τι αυτή η πραγματεία; Διότι δεν έχω δει ακόμη να θίγεται μια πλευρά του θέματος που θεωρώ θεμελιώδη: αυτή της βαρβατίλας. Αυτή είναι μία παράμετρος που υποβόσκει του διαλόγου, αλλά ουδείς (και, κυρίως, ουδεμία) την παραδέχεται ευθέως (ναι Μαρία, για σένα μιλάω) και συσκοτίζει τις προσπάθειες διαλόγου μεταξύ ενηλίκων. 

Ο κ. Κωστόπουλος ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω του οποίου τα κείμενα μύριζαν, και δεν μιλώ για Chanel No.5. Κάποιοι θέλησαν να κάνουν λόγο για τον έλληνα Gatsby (ευτυχώς έχει πεθάνει ο Scott Fitzgerald), ο ίδιος νόμιζε ότι μοιάζει στον Τζακ Νίκολσον, αλλά η πραγματικότητα φέρει περισσότερο στον Κέβιν Κλάιν στο A Fish Called Wanda: ο άνθρωπος που «φτιάχνεται» μυρίζοντας τις μασχάλες του. Μμμμμ...

Ας αφήσουμε το Hollywood κατά μέρος (αν και ο ίδιος δεν το θέλει, παρομοιάζοντας εαυτόν με τον Σβαρτσενέγκερ, αγνοώντας ότι ο «Άρνι» του, όταν λέγει "I'll be back",  απηχεί τον Στρατηγό Μακάρθουρ) και να πιάσουμε τα δικά μας: ο κ. Κωστόπουλος ήτα η φυσιολογική εξέλιξη του Παιδιού του Λαού Νίκου Ξανθόπουλου, με μια δόση του Επιβήτορα Πολυτελείας Νίκου Κούρκουλου, σε ένα περιβάλλον ελευθεριότητας και ασυδοσίας που δημιούργησε ο Λαοφιλής Ηγέτης Ανδρέας Παπανδρέου.

Ο κ. Κωστόπουλος ξεκίνησε την θεαματική του καριέρα ως εραστής της γυναίκας του τότε αφεντικού του, Άρη Τερζόπουλου. Ο οποίος αφεντικός, με την ιδιαιτερότητα που τον διακρίνει, δεν τον απέπεμψε. Τουλάχιστον όχι ως τη στιγμή που ο κ. Κωστόπουλος απαίτησε πλην της συζύγου να συμμετάσχει και στην επιχείρηση, οπότε ο κ. Τερζόπουλος του έδειξε την έξοδο και ο κ. Κωστόπουλος δημιούργησε την εταιρεία που χρειάστηκαν 17 χρόνια για να την ρίξει έξω. 

Στο ενδιάμεσο, ο κ. Κωστόπουλος έπιασε τα αρχίδια του όπως η Μαντόνα και ο Μάικλ Τζάκσον, και μέσα από επαναλαμβανόμενα «αφιερώματα» στα περιοδικά του έμαθε στον κόσμο πώς να ντύνεται, να αισθάνεται, να καπνίζει, να γαμεί, να σκέφτεται, να γαμιέται, να πίνει, να χορεύει, να διαβάζει, να ακούει μουσική, να επιχειρηματολογεί, να οδηγάει, να αγαπάει, να τρώει, να επενδύει, να καταναλώνει, να ζει, να ζει για να καταναλώνει, να είναι έχει κάποια ξένα πρότυπα που δεν θα φτάσει ποτέ, άρα να είναι δυστυχής, και -το κυριότερο- τα δίδαξε όλα αυτά δίχως αυτός να ξέρει τίποτε. Συνειδητοποίησε ενωρίς ότι το κοινό του ήξερε λιγότερα από αυτόν, που είχε περάσει και και μερικούς μήνες στο Παρίσι και ἐτσι πολλών δ' ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω, οπότε. Όταν βρίσκεσαι σε μιαν επαρχία της Ευρώπης, όπως η Αθηναϊκή, μπορείς να το παίξεις άνετα κοσμοπολίτης, έως και Αμερικανός.



Το θέμα με τον κ. Κωτόπουλο δεν ήταν ότι πήγε «Βόλο-Παρίσι χωρίς correspondance», όπως προσφυώς είχε πει πολύ νωρίς η αγαθή κομμουνίστρια Ρούλα Μητροπούλου. Το θέμα ήταν ότι είχε περάσει από τα χωράφια στη βιομηχανική επανάσταση όχι απλώς δίχως Διαφωτισμό, αλλά χωρίς Αναγέννηση καν. (Υπ' αυτήν την έποψιν, ο κ. Κωστόπουλος δεν πήγε ποτέ στο Παρίσι.) Έτσι μας έκοψε όλους στα μέτρα του, δημιούργησε στρατιές από ανάγωγους και απολίτιστους κλώνους για να βασιλεύει, και για πάρα πολλά χρόνια ρευόταν επιδεικτικά και επέρδετο ηχηρά, ένας παράγων με πούρο και στασίδι στα επίσημα του Ολυμπιακού, παίκτης με καλογυαλισμένα παποὐτσια και trophy wife σε μια χώρα της Νοτίου Βαλκανικής. 

Ο κ. Κωστόπουλος μπορεί να είναι χυδαίος, αλλά δεν είναι τυχαίος – η παρατεταμένη εμπορική επιτυχία ποτἐ δεν είναι. Όμως άργησε να καταλάβει ότι δεν εξελίχτηκε εγκαίρως, ότι η εποχή τον ξεπέρασε, και κατέληξε να πουλάει το μόνο πράγμα που του απέμεινε και ήταν πραγματικά δικό του, δηλαδή τον εαυτό του, έστω και σαν τηλεοπτική καρικατούρα. Αυτό δεν ήταν αρκετό. Ουδείς τον κατηγόρησε ότι ήταν χαριτωμένος και καλλιεπής. Αναπόφευκτα ήρθε η ημερομηνία λήξης. Τώρα κινδυνεύει να δει την ιστορία της ζωής του μυθοποιημένη από τον Τατσόπουλο, τον Κουμανταρέα ή τον Χωμενίδη, και να γίνει σήριαλ με πρωταγωνιστή τον Γκλέτσο. 

Η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή, μας υπενθυμίζει ο κ. Κωστόπουλος. Αναρωτιέμαι με τη σειρά μου ποιος το είπε πρώτος αυτό, και ποιος του το σφύριξε για να το οικειοποιηθεί και να μας το κοπανάει: ο Φώτης, ο Παύλος, η Σταυρούλα, ο Σταύρος, κάποιος άλλος... Αλλά δεν έχει σημασία, τελικά. Η ζωή είναι μικρή για τους θλιβερούς. 

 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Η Τζούλια κι εγώ
› 
Όταν η Τζούλια ήταν μελαχρινή
› 
Όχι άλλο σεξ, ευχαριστώ.
› 
Μάρτιαι Ειδοί
› 
Άσε μας κουκλίτσα μου.
© ΙΣΤΟΣ 2024
Γιάννης Βαρβάκης
Γεννήθηκε ως Ιωάννης Λεοντίδης στα Ψαρά γύρω στα 1745. Πέθανε στη Ζάκυνθο στα 1825. Έκτοτε, επιστρέφει όποτε το εθνικό συμφέρον το επιτάσσει.
« Bloggers