Ωδή και Ελεγεία της Οδού Ευριπίδου
13.6.2008 - 5:39:00 PM 


Σκέφτηκα προς στιγμήν να τιτλοφορήσω τούτο το post "Ευριπίδου Blues", για να  δηλώσω (εγώ ο ελάχιστος) συμπάθεια, συμπάρασταση και υγιή ανταγωνισμό με τον διάσημο συνάδελφο Αθήναιο και τo "Βαρβάκειος Blues".
 
Μετά το ξανασκέφτηκα. Ο καθένας τραβάει το δικό του χαβά. Το δικό του ζόρι επίσης.  (Τα blues ουδέποτε υπήρξαν συλλογική έκφραση.) Άσε δε που συνειρμικά εννέα στους δέκα αναγνώστες θα θυμηθούν τον Μαχαιρίτσα, το Διδυμότειχο και την αγχωμένη μαλακία.  (Άκου αγχωμένη μαλακία! Αυτό και αν είναι ασυμβίβαστο...)
 
Οπότε "Ωδή και Ελεγεία της Οδού Ευριπίδου", που παραπέμπει σε αποκηρυγμένο ποίημα του Καβάφη:
 
Ωδή και Ελεγεία των Οδών
 
Το περιπάτημα του πρώτου διαβάτου·
του πρώτου πωλητού η ζωηρά κραυγή·
το άνοιγμα των πρώτων παραθύρων,
της πρώτης θύρας — είναι ωδή,
ην έχουν την πρωίαν αι οδοί.
 
Τα βήματα του τελευταίου διαβάτου·
του πωλητού του τελευταίου η κραυγή·
το κλείσιμον θυρών και παραθύρων —
είναι της ελεγείας η αυδή,
ην έχουν την εσπέραν αι οδοί.
 
 
Πού θέλω να καταλήξω; Πέρασα το Σάββατο από την Ευριπίδου , και βρήκα τον Αθανασούλα κλειστόν.  Έτσι λοιπόν, για εμένα, πιθανώς η Ευριπίδου να είναι ο ίδιος δρόμος αλλά η Αθήνα σίγουρα δεν είναι πια η ίδια πόλη.
 
Εξηγούμαι. Την Ευριπίδου μπορούμε να την διακρίνουμε σε δύο κομμάτια, πάνω από την Αθηνάς και κάτω από την Αθηνάς. Όπως μεγάλωσα στη συμβολή δύο λεωφόρων, καταλαβαίνω πολύ καλά τον διαχωριστικό χαρακτήρα που έχουν οι μεγάλες αρτηρίες, που τάχα μου ενώνουν δυο μακρινές συνοικίες που βρίσκονται στα δύο άκρα τους, αλλά ουσιαστικά διαχωρίζουν απολύτως τις συνοικίες που διασχίζουν σε αποδώ και αποκεί.  Και με τα ποτάμια το ίδιο συμβαίνει, εξ ου και οι αρχαίοι στα όρια του γνωστού κόσμου τοποθετούσαν τον ποταμό Ωκεανό.
 
Με την Ευριπίδου που εκτείνεται από την Πλατεία Κουμουνδούρου ίσαμε τον ποταμό Αθηνάς δεν θα ασχοληθώ, ουδέποτε ασχολήθηκα από τότε που μετέφεραν εκεί το μαγαζί τους οι «Εκδόσεις της Εστίας». Αλλά η Ευριπίδου από τον ποταμό Αθηνάς ίσαμε την Πλατεία Αγίων Θεοδώρων είναι σπίτι μου, έχω ζήσει εκεί, την έχω περπατήσει, έχω ψωνίσει, έχω σκοντάψει, έχω ξαποστάσει, έχω ξεσαλώσει, έχω αναστήσει, έχω περάσει πολύ καλά όλες τις ώρες της μέρας και της νύχτας. Και  κάποτε λιγότερο καλά, αλλά είναι όλα μέσα στο παιχνίδι.
 
Κι ο θάνατος είναι μέσα στο παιχνίδι, όσο κι αν δεν θέλω να το παραδεχτώ.
 


Πριν από πάρα πολλά χρόνια, στην Πλειστόκαινο περίοδον του βίου μου, ότε εκκινούσα να διαμορφώνω επαγγελματική και αστική προσωπικότητα, έκαμα ένα ρεπεράζ στα τυράδικα της οδού Ευριπίδου για να βρω αυτό που θα μου ταίριαζε. Δοκίμασα το ένα, δοκίμασα το άλλο, συνέκρινα φέτες ομοίας σκληρότητος και γραβιέρες ομοίας πηκτότητος για να καταλήξω σε δύο μαγαζιά που ερίζανε για την εκλεκτή πελατεία μου. Ώσπου πρόσεξα το κείμενο στην απόδειξη του ενός: "Τυροκομείον Αδελφών Αθανασούλα", έγραφε. "Έδρα: Καλαμπάκα. Υποκατάστημα: Ευριπίδου 25, Αθήνα".  Μάλιστα, είπα κι εγώ με τη σειρά μου. Αυτοί είναι σοβαροί άνθρωποι, και αξίζουν να γίνω πελάτης τους.  Κι έγινα, για καμιά εικοσιπενταριά χρόνια, κοντά ένα τέταρτο του αιώνα – ως το περασμένο Σάββατο.
 
Δεν θα αποπειραθώ να συμπυκνώσω εμπειρίες δεκαετιών σε μια παράγραφο. Ούτε σε δύο. Όλες οι νεκρολογίες είναι απαραίτητες αλλά μάταιες ενασχολήσεις, και τις διαβάζουμε με περισσότερο ενδιαφέρον όταν δεν ξέρουμε τον μακαρίτη.  (Ο γράφων κάνει ταμείο.) Το πρώτο τετράγωνο της Ευριπίδου μετά την Αθηνάς ανεβαίνοντας δεξιά πριν από μερικά χρόνια κάλυπτε τις βασικότατές μου ανάγκες: πρώτα ήταν το κατάστημα "Ihogram" (υπάρχει ακόμη, καλή του ώρα) εξαιρετικό δισκάδικο πασών των μουσικών και ειδών. Ακολουθούσε ο Αθανασούλας (έκλεισε), και μετά στη γωνία είχε ανοίξει για λίγο ένα μαγαζί με γραφική ύλη-χαρτοπωλείο (έκλεισε επίσης). 
 
Δεν έχω τρόπο για να κλείσω αυτό κείμενο. Είθισται οι νεκρολογίες να κλείνουν αναφέροντας τα ορφανά – αλλά εδώ ορφάνεψαν  και πελάτες και προϊόντα.  Γραβιέρες θα βρούμε κι άλλες, φέτες υπάρχουν πολλές, αλλά το κασέρι του Ζηρογιάννη δεν θα το βρούμε πουθενά αλλού στην Αθήνα.
 
Ίσως, αν ο Καβάφης ήταν λιχούδης, να μπορούσε να συνθέσει μια πραγματική Ωδή και Ελεγεία της Οδού Ευριπίδου. Εγώ, επειδή λιχούδης μεν είμαι αλλά ποιητής γιοκ, θα σιωπήσω.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τζούλια 2 Μαύροι
› 
Το σουτιέν της Ιουλίτας
› 
Όταν η Τζούλια ήταν μελαχρινή
› 
Η Τζούλια κι εγώ
› 
Υποεκτιμά τη νοημοσύνη μας
© ΙΣΤΟΣ 2024
Γιάννης Βαρβάκης
Γεννήθηκε ως Ιωάννης Λεοντίδης στα Ψαρά γύρω στα 1745. Πέθανε στη Ζάκυνθο στα 1825. Έκτοτε, επιστρέφει όποτε το εθνικό συμφέρον το επιτάσσει.
« Bloggers