Ένα μάτσο βιόλες
27.9.2008 - 11:00:07 PM
Μυαλό δεν βάζω, (Μην αρχίσετε τα αεί παίδες και τις άλλες συνήθεις αηδίες, κοντεύω τα πενήντα.) Αλλά ως λιχούδης, τώρα που δρόσισε, βαρέθηκα να περιμένω τον Güllüoglu (Νίκης) να φέρει καϊμάκι από την Πόλη, όλο περάστε την άλλη εβδομάδα μου λένε ως γνήσιοι Ανατολίτες, κι είπα να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία στον Χατζή (Μητροπόλεως).
Επήγα λοιπόν να παραγγείλω εκμέκ μετά καϊμακίου στον Χατζἠ. Θυμόμουν ότι το καϊμάκι του ήταν πλέον light, από γάλα αγελάδας, οπότε είπα να πάρω περισσότερο, σκοπεύων να το συνδυάσω και με μια μαρμελάδα Fauchon από ροδοπέταλα που βρήκα στο Notos Galleries.
Στο κατάστημα, πλήθος πρόθυμοι πωλητές, Με αναλαμβάνει μια νεαρά με λαμπερά μάτια και ευμεγέθεις κοπτήρες. Όπως μας χώριζε ο πάγκος, δεν είδα αν είχε θυσανωτή ουρά κι αν την κουνούσε, ως γνήσιος συγγενής του Bugs Bunny. Είδα όμως και το εκμέκ κομμένο σε μικρές-μικρές μερίδες (καμία σχέση με τις μερίδες της Θεσσαλονίκης), είδα και το καϊμάκι-τραβεστί απλωμένο σε λωρίδες στο ταψί.
Παραγγέλλω της: Παρακαλώ, δύο μερίδες εκμέκ και ένα ρολό καϊμάκι χώρια.
Απαντά: Το καϊμάκι το θέλετε μαζί; Συνήθως το βάζουμε αποπάνω.
Το ξέρω, εγώ το θέλω χώρια.
Εντάξει. Πόσα εκμέκ μου είπατε;
Δύο κυρία μου... κι ένα ρολό καϊμάκι.
Μάλιστα. Μαζί στο κουτί ή χώρια;
Χώρια, είπα για τρίτη φορά χωρίς να υψώσω τη φωνή μου. (Τι κάνει ο άνθρωπος για να φάει καϊμάκι!)
Περνώ στο ταμείο, πληρώνω και παραλαμβάνω το εμπόρευμα. Βλέπω δύο κουτιά, ένα μεσαίο κι ένα μικρούτσικο. Δίνω τη μάχη μου με τα σελοτέιπ (μανία κι αυτή να κολλάνε όλες τις ελεύθερες πλευρές των κουτιών!) Διαπιστώνω ότι η μικρή κουνέλα δεν μου έχει βάλει το ρολό καϊμάκι που ζήτησα αλλά ένα σμικρόν κομματάκι, δίκην μερίδας.
Φωνάζω έναν συνάδελφόν της που ήταν ελεύθερος.
Λέγω: Παρακαλώ, έγινε ένα λάθος. Ζήτησα ρολό καϊμάκι και η συνάδελφός σας μου έβαλε μερίδα.
Απάντηση: Ρολό καϊμάκι; Τι εννοείτε;
Εννοώ να πἀρετε τη σπάτουλα και να τυλίξετε σε ρολό τη λωρίδα καϊμάκι που είναι στο ταψί.
Α, δεν μπορώ να το κάνω αυτό, μπορεί να σπάσει.
Βγήκα στη Μητροπόλεως βρίζοντας και σιχτιρίζοντας, πρωτίστως τον εαυτό μου και δευτερευόντως τους χαμουτζήδες, τα νομιστεράκια, τους ελληνάρες. Θυμήθηκα την αρχή μου ότι δεν πρέπει να ζητάμε πράγματα από ανθρώπους που δεν μπορούνε να μας τα δώσουνε, αλλοιώς το λάθος είναι δικό μας. Κι ύστερα το «Γυφτάκι» του Τζιμάκου:
Είσαστε όλες
ένα μάτσο βιόλες
σας σιχάθηκε η ψυχή μου
καρκινάκια του πλανήτη
σκατοκαριόλες.
Το εκμέκ ήταν χειρότερο από ότι θυμόμουνα. Το «καϊμάκι» είχε εξαερωθεί στη δεύτερη κουταλιά.
Ε, κάποτε θα έρθει και το original. Ελπίζω πριν τα γενέθλιά μου...