Nαι, τα Εξάρχεια θα μπορούσαν να είναι μια συμπαθής γωνιά της Αθήνας. Δεν είναι όμως. Ένας φθαρμένος από τα χρόνια «μαυροπίνακας» είναι, πάνω στον οποίο οι περαστικοί εκτονώνουν τα κανιβαλικά ένστικτά τους και ξερνάνε την απαξίωσή τους για την πατρίδα τους, για την πόλη τους, για τις ίδιες τους τις ζωές: «Λευτεριά στον αναρχικό Βλάσση Κόκορη», «Καλά αφεντικά είναι τα νεκρά αφεντικά», «Μήτσο, είσαι μαλάκας»… Τοίχοι-μουντζούρες, γεμάτοι δήθεν επαναστατικά, τις περισσότερες φορές βλακώδη, συνθήματα. Γκραφίτι εξαιρετικά κακού γούστου πάνω σε φρεσκοβαμμένες προσόψεις. Πεζοδρόμια σπασμένα. Γωνιές που ζέχνουν κάτουρο. Νεοκλασικά που καταρρέουν. Ψωραλέες γάτες και σκυλιά γεμάτα τσιμπούρια. Σαν γριά ξεδοντιασμένη και πεταμένη κατάχαμα, ποδοπατημένη από ένα πλήθος υστερικό που δεν βλέπει μπροστά του, παρά καλπάζει ανεξέλεγκτο προς το τίποτα, η γειτονιά αργοπεθαίνει. Και όποτε διαβάζω κάτι αφελή αφιερώματα, για το ιδιαίτερο χρώμα που (δήθεν) έχει, απορώ με εκείνους που τα υπογράφουν: Δεν βλέπουν γύρω τους την παρακμή; Μια παρακμή που ούτε ορισμένα περιποιημένα εστιατόρια, τα οποία επιμένουν να λειτουργούν στους δρόμους της, ούτε ο νεαρόκοσμος που κυκλοφορεί και συχνάζει στις καφετέριές της μπορούν να καλύψουν.
«Έχω σταματήσει να βάφω και να ξαναβάφω τους τοίχους, παραιτούμαι, ας κάνουν ό,τι θέλουν» μου λέει ένας φίλος από εκείνους που, νοσταλγώντας μια Αθήνα η οποία απλώς δεν υπάρχει, αναπαλαίωσε προ εξαετίας ένα παλιό σπίτι, σε κάποιον από τους πιο χαρακτηριστικούς δρόμους της περιοχής, και εγκαταστάθηκε εκεί: «Το πρωί σβήνω τα συνθήματά τους, το απόγευμα έχουν ξαναγράψει από πάνω ό,τι τους κατέβει. Δεν αντέχω άλλο. Αποφάσισα να αφήσω την πρόσοψη όπως την έχουν καταντήσει, αισχρή και ελεεινή σαν τα μούτρα τους. Να μη σου πω και για χθες το βράδυ, που τσάκωσα δύο τύπους να ουρούν μπροστά στην πόρτα μου». Είναι άλλος ένας από εκείνους που αποφάσισαν να επενδύσουν στην περιοχή, να συμβάλουν στην αναβάθμισή της, για να μετανιώσουν τελικά την ώρα και τη στιγμή που δεν επέλεξαν για μόνιμη κατοικία τους κάποιο (πιο νοικοκυρεμένο) προάστιο μακριά από το καταθλιπτικό κέντρο. Μακριά από την κατάρα των γκραφίτι, ενός είδους τέχνη που καταφέραμε να τη μετατρέψουμε σε μάστιγα των δρόμων μας, χρησιμοποιώντας τη με αμετροέπεια, όχι για να στολίσουμε αλλά για να βανδαλίσουμε. Και επιβεβαιώνοντας με τις μουντζούρες μας στους τοίχους, στους ξένους τοίχους, την εθνική κακογουστιά, που, ως φαίνεται, φέρουμε στα γονίδιά μας.
Η απογοητευτική εικόνα επιβεβαιώνει όμως και κάτι άλλο: το μίσος μας προς το Δημόσιο, το οποίο για τους πολιτικούς είναι κάτι που το λεηλατούν και για τους πολίτες κάτι που καλούνται με το ζόρι να πληρώσουν, χωρίς να το αγαπούν, χωρίς να ενδιαφέρονται για αυτό. Πρόκειται, βεβαίως, για ένα μίσος λανθάνον. Για αντιπάθεια που τελικά στρέφεται εναντίον μας, καθώς το Δημόσιο, η δημόσια περιουσία που με τόση άνεση καταστρέφουμε, αποτελεί τη δική μας περιουσία – τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβουμε; Αλήθεια, τα αγοράκια και τα κοριτσάκια που σπάνε τα παγκάκια, τα προστατευτικά κιγκλιδώματα, τους κάδους απορριμμάτων έχουν σκεφτεί ποτέ να απλώσουν χέρι στην πορσελάνινη βοσκοπούλα με την οποία έχει στολίσει η μαμά το σαλόνι; Όχι, βέβαια. Γιατί η μαμά θα τα κάνει ντα. Ενώ στον δρόμο, όπου όλοι αδιαφορούν για όλα, μπορούν όχι μόνο να ξεσκάσουν, αλλά και να ξεσπάσουν. Να αναποδογυρίσουν μερικούς κάδους σκουπιδιών, να τους βάλουν φωτιά, να φωνάξουν «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» και να το βάλουν στα πόδια. Για να ξεφύγουν από τι; Όχι πάντως από το χάος που τα ίδια δημιουργούν γύρω τους.
Σε όλο αυτό το σκηνικό δεσπόζει και το αυτοσχέδιο αλσύλλιο της Χαριλάου Τρικούπη. Βεβαίως, καλύτερα αυτό παρά άλλο ένα εγκαταλελειμμένο οικόπεδο-χαβούζα, από εκείνα που δημιουργεί σε όλη την Αθήνα η απουσία του κράτους. Υπάρχει όμως κάτι που μου προξενεί απορία: Αν το εν λόγω οικόπεδο έχει καταληφθεί από Εξαρχιώτες, που ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να διαμαρτυρηθούν για την έλλειψη πνευμόνων πρασίνου στη γειτονιά τους, γιατί το γειτονικό άλσος στο Πεδίον του Άρεως, ειδικά τώρα που ανασκευάζεται και γίνεται πιο φιλικό, σνομπάρεται επιδεικτικά από τους κατοίκους της περιοχής; Γειτονιά τους είναι και αυτό, ένας εξαιρετικά γενναιόδωρος πνεύμονας πρασίνου, μερικά μέτρα από τα σπίτια τους. Και όμως, στα παγκάκια του βλέπεις μόνο οικονομικούς μετανάστες, ελάχιστους Έλληνες.
Αυτό λοιπόν είναι τα Εξάρχεια στα δικά μου μάτια. Δεν το γράφω επιπόλαια, δεν περιγράφω εικόνες που δεν τις κατέχω. Καθημερινά περνώ από εκεί, εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια, γνωρίζω τι γίνεται, ξέρω τι λέω. Γι’ αυτό επιμένω: Η προσπάθεια να καταχωρισθεί η περιοχή στις συνειδήσεις μας ως η μποέμ γωνιά της Αθήνας είναι γελοία, καθώς μποέμ δεν σημαίνει βάνδαλος, δεν σημαίνει καταστροφέας. Και τα Εξάρχεια έχουν παραδοθεί στους βανδάλους. Όποιος δεν το βλέπει εθελοτυφλεί. Όσο για εκείνους που αγωνίζονται για την αναβάθμισή τους (γιατί υπάρχουν και αυτοί οι… ήρωες), πολύ φοβάμαι ότι είναι αδύνατον να έχουν θετικό αποτέλεσμα από τη στιγμή που η ίδια η πολιτεία στέκεται όχι δίπλα τους αλλά απέναντί τους. Και αντί να βοηθήσει (μπορεί να το κάνει με πολλούς ειρηνικούς και δημιουργικούς τρόπους) συμβάλλει με την τραγική αδιαφορία της στην απόλυτη απαξίωση του κέντρου της Αθήνας.