Ιστορίες οικογενειακής τρέλας
30.6.2011 - 9:30:22 AM 
«Θυμάσαι το τυρμπάν που είχε φέρει η θεία Χριστίνα από την Αίγυπτο;». Το πολύχρωμο, που δεν το φόρεσες ποτέ. «Ναι! Το ψάχνω και δεν το βρίσκω πουθενά». Τι το θέλεις; «Η Τσελεπίδου του έκτου το θέλει». Να το κάνει τι; Ομολογώ ότι δεν ήμουν προετοιμασμένος για εκείνο που θα άκουγα: «Για τον εγγονό της, αν δεν φοράει τυρμπάν δεν κάνει κακά». Θεία μου πού έχεις μπλέξει; «Τι εννοείς». Ότι για να έχεις σκαρφιστεί αυτή την ακραία δικαιολογία, σίγουρα κάτι τρέχει. Τι; Την αλήθεια θέλω. «Την αλήθεια λέω! Είχε η Τσελεπίδου ένα παλιό τυρμπάν που το φορούσε το παιδί όποτε καθόταν στο γκιογκιό του, αλλά το έσκισε ο σκύλος...». Εξακολουθείς να λες τρελά πράγματα! «Ε, άντε ρώτα την!». Τη ρώτησα και μου το επιβεβαίωσε: ο πεντάχρονος Ηλίας πρωτοφόρεσε παίζοντας το τυρμπάν της γιαγιάς, και στη συνέχεια, χωρίς πολυκαταλάβουν πώς, το έκανε απαραίτητο αξεσουάρ της καθημερινότητάς του. Όπως είχε ο Λάινους (του Σνούπι) την κουβερτούλα του. Μόνο που, αν ο Λάινους πήγαινε στην τουαλέτα χωρίς κουβέρτα, ο μικρός της Τσελεπίδου δεν πήγαινε χωρίς τυρμπάν. Όμως, θεία μου, δεν είναι αφύσικο να του το επιτρέπουν; «Τι να κάνουν, να τον αφήσουν να πάθει ειλεό; Εξάλλου, τέτοιες ιδιοτροπίες τις έχουν όλα τα παιδιά. Και εσύ είχες!». Εγώ; «Θυμάσαι ότι δεν έτρωγες το φαγητό σου αν δεν έκανε ο θείος σου τον γάιδαρο;». Αμυδρώς… «Ναι, έπεφτε στα τέσσερα στο πάτωμα και γκάριζε. Εγώ, σε ανέβαζα στην πλάτη του, σου φορούσα ένα σομπρέρο και μόνο τότε σε τάιζα». Ο θείος τι έλεγε; «Δεν έλεγε, γκάριζε, αλλιώς πλάνταζες στο κλάμα». Θα πρέπει να με μισούσε γι΄ αυτά που του έκανα. «Δεν φαντάζεσαι πόσο!». Αλήθεια; «Όχι βέβαια» πήγε να το μαζέψει, αλλά δεν μαζευόταν.
 
«Το άλλο πάλι το θυμάσαι;». Πρόσεξε τι θα πεις. «Για τα εσώρουχά μου θα πω που τα έκανες σημαίες στο μπαλκόνι, και έτρεχα να τα μαζέψω για να μην γίνουμε ρεζίλι. Ήταν λάθος μου όμως... Δεν έπρεπε να εμποδίζω την ελεύθερη έκφρασή σου». Γιατί; «Για παιδαγωγικούς λόγους. Η παιδοψυχολόγος είπε στην Τσελεπίδου να αφήσουν το παιδί να κάνει αυτό που θέλει, ώστε να το ξεπεράσει». Και αν δεν το ξεπεράσει; «Θα το ξεπεράσει, το είπε η παιδοψυχολόγος. Και το τυρμπάν και τη Μαρινέλα». Ποια Μαρινέλα; «Τη γνωστή. Τη μιμείται. Να δεις τι ωραία που τραγουδάει το "Πίσω από τις καλαμιές"». Δεν ανησυχούν μην του μείνει; «Μπα, έχει ήδη αρχίσει να το έχει γυρίζει στο Μητροπάνο. Είσαι, όμως, πολύ συντηρητικός». Εγώ; «Εσύ! Αλλά, φταίω εγώ. Το επιβεβαιώνω ξανά και ξανά. Δεν έπρεπε να σας μαλώσω όταν σας τσάκωσα με την εξαδέλφη σου ντυμένους Μπέσυ Αργυράκη να τραγουδάτε το "Μάθημα σολφέζ". Σας δημιούργησα ψυχολογικά τραύματα, σε εσένα την αφύσικη συστολή σου, σε εκείνη τον γεροντοκορισμό της». Αυτά ήταν οι βλακείες της εξαδέλφης μου, που με έντυνε Αργυράκη για να με εξευτελίσει. «Παιδιά ήσασταν, εκείνη σε έντυνε Αργυράκη, εσύ την έντυνες Στέλιο Διονυσίου με το περουκίνι του θείου σου… Θυμάσαι και τότε που άρχισες να της ξυρίζεις το κεφάλι για να την κάνεις Κότζακ; Καθόταν το χάπατο!». 
 
Καθόταν, γιατί «τα παιδιά είναι παιδιά», όπως έλεγε η «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο Ντε Φιλίππο, ικανά για ό,τι πιο σουρεαλιστικό. Όπως η Κατερίνα: στην άρνηση των γονιών της να την αφήνουν να κοιμάται ανάμεσά τους, αποφάσισε «θα γίνω Σίμπα!», και όπως ο μικρός Σίμπα, από τον «Βασιλιά των λιονταριών» πλάγιαζε στα πόδια των άλλων λιονταριών, έτσι και εκείνη, κάθε βράδυ ξάπλωνε στα πόδια του κρεβατιού τους. Ο Γιάννης, πάλι, επέμενε να πηγαίνει στο σχολείο ντυμένος Spiderman. Ετερος Γιάννης κοιμόταν μόνο στο εν κινήσει αυτοκίνητο του μπαμπά του: έτσι, για πολλούς μήνες, καθημερινά, την ενάτη βραδινή τού φορούσαν τις πιζάμες του, τον ξάπλωναν στο πίσω κάθισμα και γύριζαν στην καλύτερη των περιπτώσεων τη γειτονιά τους (αν κοιμόταν γρήγορα) στη χειρότερη το λεκανοπέδιο ολόκληρο. 
 
«Η τρέλα είναι κληρονομική» είχε πει κάποτε μία ψυχή, «τη μεταδίδουν τα παιδιά στους γονείς» και σε όποιον άλλο τα συναναστρέφεται. Με θυμάμαι, λοιπόν, ως Μέγα Αλέξανδρο, να ιππεύω τον απηυδισμένο θείο στη μέση του σαλονιού και μάλιστα να κλωτσάω τα πλευρά του με όλη μου τη δύναμη γελώντας με τα «αχ» και τα «ωχ» του. Θυμάμαι και το χούι της εξαδέλφης μου, το οποίο διήρκεσε έναν ολόκληρο χρόνο: δεν κοιμόταν, δεν έτρωγε, δεν έκανε τίποτα αν δεν κρατούσε στο χέρι της ένα μπρίκι του καφέ! Δεν ξεχνώ, επιπλέον, τα πάθη της Ελένης με τη μικρή της: της μαμάς Ελένης πως ως Αριστερή απεχθανόταν την κατανάλωση και τις διαφημίσεις, αλλά περνούσε βράδια ολόκληρα γράφοντας διαφημίσεις σε βιντεοκασέτες, γιατί μόνο έτσι, βλέποντάς τες, η μίζερη κόρη έτρωγε το φαγητό της. Τα οικογενειακά «αρχεία» γνωστών και φίλων γεμάτα από τέτοιες ιστορίες... απόγνωσης, αλλά και αποστομωτικής αφέλειας, σπαρταριστής παιδικότητας. Τις ξαναθυμήθηκα χάρη στον τυρμπανοφόρο Ηλία και προς στιγμήν, παρ΄ ότι δεν επιδίωξα να αποκτήσω παιδί, «ζήλεψα» εκείνους που έχουν παιδιά και που μπολιάζουν την καθημερινότητά τους με το σουρεαλισμό τους, ειδικά σήμερα που όλα είναι γκρίζα και που το γαλάζιο-ροζ της παιδικότητας είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτο. Θυμήθηκα, επιπλέον, το παιδί που ήμουν κάποτε και που σήμερα κρύβεται βαθιά, πολύ βαθιά μέσα μου. Γι΄ αυτό, αρχή καλοκαιριού και επειδή έχω κουραστεί να παρατηρώ τη μαυρίλα που μας τυλίγει, σήμερα προτίμησα να μοιραστώ μαζί σας μερικές ιστορίες... οικογενειακής τρέλας. Λυπάμαι μόνο που η στήλη δεν προβλέπει χώρο για φωτογραφίες, για να βλέπατε τον Ηλία με το τυρμπάν του. Τον φωτογράφισα για να έχω να τον εκβιάζω όταν μεγαλώσει (όπως εκβιάζει εμένα η εξαδέλφη μου με τη φωτογραφία μου ως Μπέσυ Αργυράκη). Εκτός αν στο μεταξύ ένας νέος, μεταμοντέρνος Αλεξάντερ Μακ Κουίν, καθιερώσει το τυρμπάν ως απαραίτητο αξεσουάρ του άντρα του πολλά βαρύ... 
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
› 
Η φτώχια και η καλοπέραση
› 
Πάσχα, Ελλήνων Πάσχα
› 
Στον Γούντι, χωρίς αγάπη
› 
Το νορβηγικό μοντέλο
© ΙΣΤΟΣ 2025
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers