Μια παλιά φίλη μου θύμισε ένα κείμενο που είχαμε διαβάσει πριν από 19 χρόνια. Είπα να το ανασύρω για να το διαβάσετε κι εσείς. Αντιγράφω και προσυπογράφω.
Εγώ είμαι από εδώ
ΦΕΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ για πολλοστή φορά να περάσω το Πάσχα στην Αθήνα. Τα δύο προηγούμενα χρόνια είχε τύχει να βρίσκομαι αυτές τις ημέρες στο εξωτερικό, και φέτος που ήμουν (και θα ήμουν) εδώ, είπα να ακολουθήσω τις εθιμικές κινήσεις. Δεδομένου ότι το Πάσχα είναι κατ’ εξοχήν θρησκευτική γιορτή, το έθιμο, από όσο μπορούσα να θυμηθώ, δεν εσήμαινε ένα όργιο κρεατοφαγίας με νεφελώδη φολκλορικά προσχήματα στο «εξοχικό», αλλά (πρωτίστως) λειτουργία στην ενορία μου με την οικογένειά μου.
Ως προς την ενορία μου δεν υπήρχε πρόβλημα· η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου Πολυγώνου ήταν εκεί που την άφησα την τελευταία φορά που κοινώνησα, στριμωγμένη ανάμεσα σε πολυκατοικίες στη γωνία των οδών Μπουμπουλίνας και Μετσόβου. Η οικογένειά μου ήταν πιο προβληματική, αφού είχε σκορπίσει δώθε κακείσε. Όπως και να το κάνουμε, δεν προλάβαινα να δημιουργήσω δικιά μου οικογένεια στις λίγες ημέρες που απομένανε μέχρι την Μεγάλη Εβδομάδα, κι ακόμα κι αν προλάβαινα, η οικογένεια θα μου έμενε αμανάτι και μετά το Πάσχα, κάτι που δεν επιθυμούσα διόλου. Συμμάζεψα λοιπόν όση οικογένεια μου είχε απομείνει και άρχισα να προετοιμάζομαι.
Δεν είχα κανένα λόγο να φύγω. Δεν είχα κανένα λόγο να ταλαιπωρηθώ στις Εθνικές Οδούς (με κίνδυνο να μη γυρίσω ποτέ), στα λιμάνια ἠ στα αεροδρόμια (με κίνδυνο να μη φύγω ποτέ). Παρακολούθησα υπομειδιών τις τελευταίες φρενήρεις προσπάθειες των κατ’ επίφασιν Αθηναίων να εγκαταλείψουν την πόλη το Μεγάλο Σάββατο. Η Αθήνα, όπως θα έχετε ακούσει πάμπολλες φορές, είναι πανέμορφη το Πάσχα (όπως και τον Δεκαπενταύγουστο, τον οποίο πέρασα επίσης στο σπίτι μου). Η κίνηση στους δρόμους ήταν ανθρώπινη, οι νεραντζιές στην Πανεπιστημίου μοσκοβολούσαν τω όντι, οι μικροπωλητές είχαν δημιουργήσει το αδιαχώρητο στην Πλατεία Κοτζιά. Στην Αθήνα είχαμε μείνει οι τουρίστες, οι Φιλιππινέζοι, οι Αλβανοί και οι Αθηναίοι. Με κάποια δόση σωβινισμού, σκέφτηκα ότι
εγώ είμαι από εδώ.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ κύλησε ήρεμα. Έχοντας προμηθευτεί τα απαραίτητα, και έχοντας κάνει τις απαραίτητες συνεννοήσεις για αργότερα, έκατσα στο γραφείο μου (εμείς οι άνθρωποι του πνεύματος!) και δούλεψα. Έκανα έναν νοερό απολογισμό –ο Μιχάλης είχε πεθάνει πριν από μια εβδομάδα και, όπως συνήθως συμβαίνει, περνάει λίγος καιρός για να το χωνέψεις– κι έπιασα να γράφω και να διορθώνω, όπως έκανα παλιά, μόνος στο γραφείο, με ησυχία, χωρίς ασταμάτητα τηλεφωνήματα, χωρίς να ντρέπομαι να παίξω μουσική (τη μουσική μου) δυνατά. Έχοντας πάρει τις αποφάσεις μου, αδιάβροχος στις όποιες ψυχολογικές πιέσεις μπορούσαν να ανακύψουν. Στις 23:30 φόρεσα το καλό μου σακάκι και πήρα τους δρόμους.
Η εκκλησία ήταν γεμάτη. Αυτοκίνητα μηδέν. Αυτό ήταν το πιο ευχάριστο, γιατί πριν από τρία χρόνια είχα κάνει Ανάσταση σε μια εκκλησία το Λιόπεσι, στα χωράφια, και οι ντόπιοι (όπως και εμείς οι ξένοι) είχαν έρθει όλοι με τα αυτοκίνητά τους, τα καινούργια, φρεσκοπλυμένα αυτοκίνητα. Μόλις φιληθήκαμε, άρχισε ένα φοβερό κομφούζιο με τα αμάξια που ξεπαρκάρανε μέσα στις λάσπες, με μαρσαρίσματα και κορναρίσματα, γεμάτα από πιστούς που προσδοκούσαν όχι ανάσταση νεκρών αλλά ένα βαθύ πιάτο μαγειρίτσα. Εδώ οι πιστοί είχαν έλθει πεζή, και μάλιστα είχαν κλείσει την Μπουμπουλίνας. Λάβαμε το φως, και η λειτουργία μεταφέρθηκε ἐξω. Ο χρόνος περνούσε, η Μαρία Μαγδαληνή και η Μαρία η του Ιακώβου και η Σαλώμη αναρωτιώντουσαν
τις αποκυλίσει ημίν τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου, και αίφνης η λειτουργία διεκόπη. Ο ιερεύς θεώρησε σκόπιμο να μας διαβάσει το μήνυμα του διαπύρου προς Θεόν ευχέτου κυρίου Σεραφείμ.
Ενώ ο αρχιεπίσκοπος μας πληροφορούσε ότι υπάρχουν κακοί άνθρωποι που επιβουλεύονται τη Μακεδονία μας, οι καμπάνες μάς πληροφορούσαν ότι οι Ταξιάρχες στο Πεδίον του Άρεως είχαν ήδη αναστήσει. Κροτίδες ηκούοντο στο βάθος, αλλά το χριστεπώνυμον πλήρωμα του ναού του Αγίου Βασιλείου Πολυγώνου ἠρθη στο ύψος των περιστάσεων.Η υποδοχἠ του Χριστός Ανέστη συνοδεύτηκε από χαμόγελα και μόνον. Και ο ιερεύς, σίγουρος για τις ανησυχίες του ποιμνίου του, μας έδωσε την ευκαιρία να ακούσουμε πώς ψάλλεται το
Χριστός Ανέστη στην αδελφή ορθόδοξο εκκλησία της Ρουμανίας. Ακολούθησα τη λειτουργία στο εσωτερικό του ναού. Παρ’ ότι ο κόσμος ήταν περισσότερος απ’ ό,τι περίμενα, διεπίστωσα ότι αν και ήξερα πολλούς ανθρώπους στη γειτονιά μου, δεν ήξερα κανέναν από την ενορία μου.
Αυτοί ήταν από εδώ.
ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ από την Ανάσταση, συνάντησα ένα ζευγάρι που δεν ήταν ούτε τουρίστες, ούτε Φιλιππινέζοι, ούτε Αλβανοί, ούτε καν Σκιαθίτες ― ήταν σαφώς από εδώ, αλλά δεν έμοιαζαν να έχουν ενορία. Όλος ο επίγειος πλούτος τους βρισκόταν συγκεντρωμένος μπροστά τους, σε ένα καροτσάκι. Ήταν δύο αλήτες –ή, αν προτιμάτε,
άστεγοι– καθισμένοι στο παγκάκι της Πλατείας Αιγύπτου, μπροστά από την προτομή του Καβάφη. Εκείνη την ώρα αυτοκίνητα δεν υπήρχαν πολλά, αλλά τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα από κόσμο που γύρναγε στο σπίτι του, κρατώντας αναμμένες λαμπάδες. Κάτι είχε ταράξει την ψυχή των δύο αυτών ρακένδυτων ανθρώπων, και φωνάζανε. Οι φωνές τους ήσαν παραμορφωμένες από την ένταση. Ξεχώριζα λέξεις ―
πουτάνα, φώναζε η γυναίκα,
πούστηδες, φώναζε ο άντρας.
Βγήκα στο μπαλκόνι. Οι φωνές ακούγονταν καθαρά μέσα στης νύχτας τη σιγαλιά. Φωνάζανε ταυτόχρονα, ἀσχετα ο ένας από τον άλλον. Οι φιλήσυχοι πολίτες αλλάζανε πεζοδρόμιο για να μην περάσουνε μπροστά από τους δύο αλήτες που πολεμάγανε τους δαίμονές τους στη μία το πρωί, Κυριακή του Πάσχα. Ένα ξέμπαρκο ταξί σταμάτησε εκεί κοντά για να επιβιβάσει και ο άντρας σηκώθηκε ωρυόμενος και χειρονομώντας. Το ταξί έφυγε γοργά, και οι δύο αλήτες μείνανε ξανά μόνοι. Κοιτούσαν δεξιά, όπου δεν βρισκόταν κανείς, μουτζώνανε και βρίζανε εν χορώ. Φωνάζανε. Ώσπου τέλος απόκαμαν, και μπόρεσα να καταλάβω τι λέγανε τόσην ώρα.
Έχω δηλητήρια διαβολικά, είπε ο άντρας. Και η γυναίκα συμπλήρωσε, με μια παγερή βεβαιότητα στη φωνή της,
θα εξαφανιστείτε όλοι σύντομα.
―ΜΑΝΟΛΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ
Ιστός 6 (Ιούνιος 1992), σ.5-6