Χαλβάς Αττικής
1.4.2010 - 1:01:15 PM 
Όταν είχα γνωρίσει τη Λένι Ρίφενσταλ, τη σπουδαία αυτή σκηνοθέτιδα, είχα καταλάβει τι σημαίνει ερωτεύσιμος άνθρωπος ανεξαρτήτου ηλικίας. Ήταν πάνω από 90 ετών και με το που σε κοιτούσε κατάματα ήθελες να πέσεις στα πόδια της και να της ζητήσεις να μείνεις για πάντα κοντά της. Το σοκ από τη γνωριμία μας με έκανε να ψάξω, να μάθω περισσότερα για την καριέρα της. Ανάμεσα στο υλικό που μάζεψα ήταν και μια φωτογραφία της, όπου σε μεγάλη ηλικία, με ορειβατικό εξοπλισμό, ατένιζε από πολύ ψηλά μια θάλασσα από σύννεφα· με είχε εντυπωσιάσει. Το είχε πει και η ίδια στη συνέντευξή μας, έκανε πεζοπορίες, αναρριχήσεις, καταδύσεις… «Αν μπορεί η Ρίφενσταλ στα γεράματά της, γιατί όχι εγώ στα δεύτερά μου νιάτα;» (έτσι αποκαλεί ένας φίλος τα σαραντα-βάλε - πενηντα-βγάλε) σκέφτηκα. Ο γιατρός μού είχε συστήσει άσκηση, το γυμναστήριο το είχα δοκιμάσει και δεν θα το ξαναδοκίμαζα παρά μόνο με στρατιωτικό νόμο...


Περπατώ όμως στην πόλη και το απολαμβάνω. Οπότε, θα το απολάμβανα περισσότερο στα βουνά όπου είναι καθαρός ο αέρας, όπου βλέπεις σκιουράκια, ελαφάκια, σουρικάτες (ή αυτές δεν ζουν στην Ελλάδα;). Απευθύνθηκα σε έναν από τους συλλόγους που οργανώνουν ημερήσιες πεζοπορίες. Το κολπάκι μού φάνηκε κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μου: συνάντηση το πρωί, μεταφορά με πούλμαν στην αρχή του μονοπατιού που θα ακολουθούσαμε, πεζοπορία στην εξωτική φύση, φαγητό και επιστροφή. «Έχουμε προγράμματα με τρεις βαθμούς δυσκολίας», με ενημέρωσε ο οργανωτής της αποστολής, «επειδή όμως είστε αρχάριος σας προτείνω τον βαθμό Α, που είναι ο ευκολότερος». Σίγουρος ότι από τα πρώτα κιόλας λεπτά θα καταλάβαινε ότι με είχε αδικήσει, ότι ήμουν έτοιμος ακόμη και για τον βαθμό Δ (με τόνο), δεν έφερα αντιρρήσεις. Του τις έφερα όλες, μαζεμένες, μερικές ημέρες μετά. Όταν, χαμένος στις χαράδρες της Στερεάς Ελλάδας, δεν ήθελα τη ζωή μου.


Δεν έφταιγε το πρόγραμμα. Εγώ έφταιγα που νόμιζα ότι στα βουνά θα περπατούσαμε όπως περπατάνε τα ερωτευμένα ζευγάρια στην Εσπλανάδα: αγκαζέ, χαλαρά, με τον πασατέμπο στο στόμα. Που τα ορειβατικά μονοπάτια τα είχα στο μυαλό μου ως ευθείες, ελαφρώς ανηφορικές πότε πότε, ελαφρώς κατηφορικές ενίοτε… Τον Γολγοθά που ανέβηκα δεν τον περίμενα. Πολύς ανήφορος. Πολλά εμπόδια (πεσμένα δέντρα, ποταμάκια, τοιχάκια κτλ.), που έπρεπε να υπερπηδήσουμε. Πολλή λάσπη – «με τι το περίμενες στρωμένο το βουνό, με πλακάκι;» ειρωνεύτηκε κατά τη συνήθειά της η… αλπινίστρια θεία Ιουλία. Και πολλά σάπια φύλλα που γλιστρούσαν. Κυρίως πολλή ξεφτίλα. Ήμουν ο μόνος από την ομάδα που έπεσε τρεις φορές. Ήμουν επίσης ο μόνος που είχε λαχανιάσει από το πρώτο ημίωρο. Και ο μόνος που άρχισε να διαμαρτύρεται: Γιατί δεν σταματάμε να πάρουμε μια ανάσα; Γιατί δεν πάμε από εκεί που είναι πιο ίσια; Γιατί πρέπει να μάθω να χειρίζομαι πυξίδα; Γιατί δεν έχετε κάνει γεφυράκι στο ρυάκι; Γιατί τα δέντρα έχουν και χαμηλά κλαδιά που μπορεί να σου μπουν στο μάτι; Γιατί δεν μου είπατε ότι το φυτό που χάιδεψα ήταν τσουκνίδα; Γιατί δεν βγάζουν τον σκασμό τα βρωμόπουλα για να συγκεντρωθώ στο δύσκολο έργο μου;


Κάποτε αποφάσισα ότι ήταν άδικο να ταλαιπωρούμαι αλλά και να ταλαιπωρώ τους άλλους με την γκρίνια μου (νομίζω ότι ύστερα από δύο ώρες μαζί μου άπαντες εύχονταν να χανόμουν για πάντα στο δάσος!) και ζήτησα από τον οδηγό να με στείλει πίσω. «Πέντε λεπτά μετά τον βράχο που θα ανεβούμε έχει αγροτικό δρόμο», είπε κοιτάζοντάς με με απογοήτευση, «θα ειδοποιήσω να έρθουν να σε πάρουν». Βράχο; Πού θα ανεβούμε; «Δεν είναι τίποτε, μια πετρούλα, θα δεις». Είδα, «τον Χριστό φαντάρο». Το ένα πόδι στην κάτω προεξοχή, όπως μου είχαν πει, το άλλο πόδι στην επάνω προεξοχή, το χέρι στην κούρμπα πάνω από το θυμάρι και «δώσε ώθηση για να ανέβεις!». Δεν υπήρχε περίπτωση. Το μυϊκό σύστημα ανάμεσα στα μπούτια μου, μαρτυρικά τεντωμένο σε ένα πρωτόγνωρο για εμένα σπαγκάτ, αντιδρούσε. Δεν μπορούσα να πάω ούτε μπροστά ούτε πίσω. Οι ανεπαίσθητες προεξοχές του βράχου είχαν καρφωθεί στις παλάμες μου. Πονούσα, μάτωνα, δεν μπορούσα όμως να κάνω τίποτε. Είχα κολλήσει, φοβόμουν μην πέσω πίσω με την πλάτη… «Μη χαλαρώνεις τώρα! Σήκωσε το πόδι σου, μπορείς!» μου έλεγε ο οδηγός, ο οποίος μάλλον με είχε περάσει για τον Ιωάννη Μελισσανίδη, το αγόρι-λάστιχο. Ε, δεν μπορούσα!


Χρειάστηκαν δύο εθελοντές για να με αποκαθηλώσουν – πάλι καλά, γιατί είχα αρχίσει να φαντασιώνομαι τη διάσωσή μου με ελικόπτερο από ομάδα επίλεκτων κομάντος και την περιπέτειά μου πρώτο θέμα στις ειδήσεις του Star. Στην επιστροφή, καθισμένος στην καρότσα ενός αγροτικού αυτοκινήτου, μόνος, αξιολύπητος και εξαθλιωμένος, αναλογιζόμουν πόσο εύκολα μπορεί να την πατήσει ο άνθρωπος όταν δεν έχει επίγνωση των δυνατοτήτων του, των ορίων του. Επίσης, πόσο αγαπώ τη φύση όταν τη βλέπω στις ταινίες. Ή μέσα από τα παράθυρα ορεινών πανσιόν πολυτελείας. Σκεφτόμουν κυρίως ότι η πόλη με έχει κάνει «χαλβά». (Τι τραβούσε, αλήθεια, και αυτή η άμοιρη η Χάιντι, εκεί στις Άλπεις!..)
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
› 
Η φτώχια και η καλοπέραση
› 
Πάσχα, Ελλήνων Πάσχα
› 
Στον Γούντι, χωρίς αγάπη
› 
Το νορβηγικό μοντέλο
© ΙΣΤΟΣ 2025
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers