Στα παλιά μου τα παπούτσια
22.7.2010 - 11:43:31 AM 
Αγόρασα ένα ζευγάρι παπούτσια σκέτο ποίημα. Από εκείνα που αμέσως μόλις τα βλέπεις αισθάνεσαι ότι τα σχεδίασαν ειδικά για εσένα, που παρακαλάς να τα έχουν στο νούμερό σου. Από εκείνα, επίσης, που λερώνουν πολύ εύκολα. Γαλάζια στο χρώμα, με πολύχρωμα σχέδια γύρω γύρω. Είχαν στο νούμερό μου – ναι, τελικά υπάρχει Θεός! Και ήταν, εκτός από κουκλιά, μαλακά, ευκολοπερπάτητα.


Νενικήκαμεν, σκεφτόμουν στο σπίτι το βράδυ, όταν κάθε λίγο και λιγάκι διέκοπτα τη δουλειά μου στο κομπιούτερ, άνοιγα το κουτί τους και τα χάιδευα – τα λάφυρα μιας ημέρας γεμάτης ευτυχία. Την επομένη τα φόρεσα στη δουλειά, σίγουρος ότι στο πέρασμά μου θα έπεφταν όλοι ξεροί. Παρ’ ότι οι αντιδράσεις δεν ήταν οι αναμενόμενες – τα ζηλόφθονα πλήθη μάλλον αδιαφόρησαν – εξακολουθούσα να νιώθω εξαιρετικά υπερήφανος που εγώ, μόνο εγώ, είχα αυτό το ζευγάρι. Τότε ήρθε η Μάχη και μου το πάτησε. Κατά λάθος. Με το «καλημέρα, τι κάνεις;» κέρασε το απέραντο γαλάζιο του αριστερού παπουτσιού με μια τεράστια γκριζόμαυρη πατημασιά. «Θα σε σκοτώσω» την κοίταξα α λα Αντονι Χόπκινς στη «Σιωπή των αμνών». «Θα καθαρίσουν» απάντησε με τη σιγουριά του ανθρώπου που έχει πατήσει χιλιάδες και έχει αποκτήσει μεγάλη πείρα επί του θέματος.


Μωρομάντιλα, χαρτομάντιλα, βρεγμένα χαρτιά κουζίνας, σφουγγαράκια με υγρό για τα πιάτα, προσευχές, ξόρκια και μαγικές φράσεις: όλα τα δοκίμασα. Καθάρισαν. Συγχώρεσα την απρόσεκτη. Λίγο μετά, στο ασανσέρ, μια άγνωστη κυρία με ξαναπάτησε στο ίδιο σημείο. «Συγγνώμη!». «Δεν πειράζει!». Τι να της έλεγα; Να την άρπαζα από το μαλλί και να την έσερνα στα πατώματα; Δεν είναι ευγενικό… Ετρεξα πάλι στην τουαλέτα και τα καθάρισα εκ νέου. Οικτίροντας τον εαυτό μου για την αρρωστημένη εμμονή που είχε αποκτήσει ξαφνικά με ένα, άλλο ένα, ζευγάρι παπούτσια. Που όχι, δεν ήταν όποια και όποια παπούτσια, ήταν τα ομορφότερα παπούτσια της πόλης. Και σκέτα και με μουστάρδα. Γιατί μου έπεσε και μουστάρδα, πάλι στο αριστερό, από το σάντουιτς που αγόρασα για κολατσιό. «Δεν λεκιάζει» επιχείρησε να με παρηγορήσει η συνάδελφος που κατάλαβε τη συντριβή μου. Σιγά που δεν θα λέκιαζε. Την ανεπαίσθητη κιτρινίλα πάνω στο γαλάζιο την άφησε και την παράφησε – πού τι την ήθελα; Τι θα πάθαινα αν έτρωγα το μπιφτέκι σκέτο; Τι θα πάθαινα αν δεν έτρωγα καθόλου ο κοιλιόδουλος;


Στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αποτραβήχτηκα στο γραφείο μου και αποφάσισα να μην ξανακουνηθώ, ούτε αν με έπληττε ο κυκλώνας Κατρίνα. Επρεπε, επιτέλους, να προστατέψω τα παπούτσια που τόσο αλύπητα χτυπούσε η μοίρα. Ως το βράδυ παρέμεινα ακίνητος και εξαιρετικά προσεκτικός, με τον «νόμο του Μέρφι», σύμφωνα με τον οποίο την πιο ακατάλληλη στιγμή θα γίνει αυτό που δεν πρέπει, να επανέρχεται στη σκέψη μου. Αν φορούσα τα παλιοπάπουτσα που φοράω συνήθως και που αν τα κλέψουν καθόλου δεν θα μου λείψουν, δεν θα με είχε πατήσει η Μάχη. Και να την παρακαλούσα (καθένας με τα βίτσια του) δεν θα το έκανε. Ούτε θα συναντούσα την κυρία του ασανσέρ. Η δε μουστάρδα, και σε ποτάμια να έρεε από το ψωμάκι του σάντουιτς, αποκλείεται να εύρισκε τον στόχο της. Και όμως…


Μικρό το κακό όμως, σκέφτηκα ρίχνοντας μία, άλλη μία, βαθιά ερωτική ματιά στα παπουτσάκια μου: παρέμεναν σε καλή κατάσταση, παρά το ελαφρύ γκριζοκίτρινο σημάδι στον μπροστινό μέρος. Μην είσαι υστερικός, μάλωσα τον εαυτό μου, παπούτσια είναι, θα λερωθούν ξανά και ξανά. Ως τότε όμως, μπορούσα να τα επιδείξω σε όλους τους φίλους μου. Σίγουρος ότι αν στη δουλειά δεν τα πρόσεξαν όσο έπρεπε, η παρέα που με περίμενε σε μια ταβέρνα στο Γκάζι θα το έκανε. Ξεκίνησα για να είμαι γύρω στις εννέα στο ραντεβού μας. Προσέχοντας όσο καμία άλλη φορά πού πατούσα τα πόδια μου – η Αθήνα είναι γεμάτη παγίδες. Τα είχα καταφέρει μια χαρά ως τη στιγμή που πέρασα από τον καταραμένο δρόμο πίσω από το «Mamacas», από την περιοχή όπου η απόλυτη παρακμή συναντά το απόλυτο χαϊλίκι...


Η κοντόχοντρη Τουρκάλα με τον κεφαλόδεσμο άδειαζε τον κουβά με τα βρωμόνερα από το σφουγγάρισμα στον δρόμο. Την είδα, ανέβηκα στο πεζοδρόμιο και με ένα χαριτωμένο πήδημα προσπέρασα τον μικρό, βρωμερό χείμαρρο, χαμογελώντας της – τρομάρα μου. Τα παπούτσια μου, άθικτα. Τότε, με ένα μεγαλοπρεπές σπινάρισμα, μια μηχανή με δύο γομαρόπαιδα ψέκασε όλο το οδόστρωμα επάνω μου. Απ’ την κορφή ως τα νύχια έγινα... περίεργος καφέ. Το άσπρο μπλουζάκι μου, γεμάτο σιχαμερά πουά. Η μπλε βερμούδα μου, ίδια ο Κόλπος του Μεξικού μετά την πετρελαιοκηλίδα της BP. Τα παπουτσάκια μου, όμως, ήταν αυτά που είχαν πάθει τα χειρότερα. Πονάει και που το σκέφτομαι. Η παστρικιά (στην κυριολεξία) που μου έστησε την παγίδα, μέσα στα νερά που άδειασε στο πέρασμά μου, είχε ρίξει και χλωρίνη. Που, σε όποιο σημείο του παπουτσιού έπεσε, αλλοίωσε το χρώμα.


Το πολυαγαπημένο μου ζευγάρι πήγε «απερπάτητο», προτού καν προφτάσει να γνωρίσει τους δρόμους της Αθήνας… Εγώ επέστρεψα στα παλιοπάπουτσα. Από τότε που τα ξαναφόρεσα, κανένας δεν με πάτησε, κανένας δεν με πιτσίλισε με τα απόνερά του. Παραμένουν πεντακάθαρα, παρ’ ότι όχι μόνο δεν τα προσέχω, αλλά κάνω και ό,τι μπορώ για να λερωθούν. Γιατί τα μισώ!
 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
› 
Η φτώχια και η καλοπέραση
› 
Πάσχα, Ελλήνων Πάσχα
› 
Στον Γούντι, χωρίς αγάπη
› 
Το νορβηγικό μοντέλο
© ΙΣΤΟΣ 2025
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers