Μέσα στο κρύο και στο ψιλόβροχο περιμένουν υπομονετικά. Η ουρά που σχηματίζουν οι νέοι στην πλειονότητά τους άνθρωποι εκτείνεται αρκετά μέτρα από την πόρτα. Στέγαστρο από πάνω τους δεν υπάρχει. Μερικοί έχουν ανοίξει ομπρέλες. Τα κορίτσια προστατεύονται από τις σταγόνες της βροχής βάζοντας τις τσάντες τους στα κεφάλια. Τους παρατηρώ, περνώντας με το αυτοκίνητο, και τους λυπάμαι. Είναι και το παχύ σκοτάδι γύρω τους, που κάνει το μαρτύριό τους να φαίνεται ακόμη πιο σκληρό και απάνθρωπο. Περασμένες 2.00. Οπότε, λάθος έχετε καταλάβει. Δεν περιμένουν σε δημόσια υπηρεσία, δεν περιμένουν σε γραφείο ευρέσεως εργασίας, ούτε σε συσσίτιο, ούτε σε μαγαζί που ένεκα οικονομικής κρίσης κάνει προσφορές. Να μπουν στο ξενυχτάδικο περιμένουν. Γιατί δεν το κάνουν; Γιατί ο πορτιέρης ο άκαρδος, προτάσσοντας το μαρμάρινο στέρνο του, φράζει την είσοδο και επιλέγει τις κατάλληλες για τον ιερό χώρο φάτσες. «Εσύ πέρνα, εσύ όχι, είμαστε γεμάτοι». Ο τυχερός χαμογελάει με αισιοδοξία στη ζωή. Ο άτυχος πηγαίνει να δοκιμάσει παραδίπλα, ελπίζοντας ότι στο «αντίπαλο» μαγαζί θα είναι πιο τυχερός. Η θεία Ιουλία (που συνήθως δεν ξενυχτάει, απλώς τα τραπέζια της κυρίας Αμπατζόγλου – των περίφημων Αμπατζογλαίων, αν τους γνωρίζετε – τελειώνουν τις μικρές ώρες) κοιτάζει με περιέργεια: «Τέτοιες ουρές είχα πρωτοδεί στην Κατοχή, τότε που εκλιπαρούσαμε για ένα καρβέλι ψωμί. Μετά τις ξαναείδα στη Ρωσία, προ Γκορμπατσόφ. Εκατοντάδες άνθρωποι περίμεναν μπροστά σε ένα κιόσκι, από όπου έφευγαν κρατώντας καθένας από ένα λεμόνι. Είδες πού φτάσαμε; Είδες πού γυρίζουμε; Στο μαύρο κι άραχλο παρελθόν. Καημένα παιδιά! Ποιος και ξέρει τι τους δίνουν εδώ...». Καϊπιρίνιες και ρούμι με κόκα κόλα, θεία μου. «Δηλαδή;» Δηλαδή δεν τους δίνουν τίποτε, για να μπουν στο χορευτάδικο περιμένουν. «Α τα βλαμμένα!»
Εγώ, σε αντίθεση με τη θεία, δεν θα μιλήσω προσβλητικά για κανέναν από όσους έχουν υποστεί και υφίστανται το μαρτύριο της πόρτας. Ομολογώ όμως ότι δεν τους καταλαβαίνω. Να περιμένω να με εγκρίνει ο κάθε απερίγραπτος «φουσκωτός» προκειμένου να πιω ένα ποτό; Μιλάμε για το άκρον άωτον της αναξιοπρέπειας. Γι’ αυτό, ποτέ στη ζωή μου δεν καταδέχτηκα να υποβάλω τον εαυτό μου σε αυτήν την ταπεινωτική διαδικασία. Μια διαδικασία που θα έπρεπε να την αρνηθούν όλοι, ώστε να καταργηθούν για πάντα οι «πόρτες», να εξαλειφθεί το θλιβερό αυτό φαινόμενο. Ωστόσο, αν κρίνω από τις ουρές που βλέπω όποτε περνώ από τέτοιου είδους μαγαζιά, δεν θα εξαλειφθεί ποτέ. Είναι, δυστυχώς, πολλοί εκείνοι που ανέχονται να τους συμπεριφέρονται όπως στα ζώα, για να περάσουν μερικές ώρες στο μοδάτο το κλαμπ. Είναι πολλοί εκείνοι που δέχονται ακόμη και να τους σημαδέψουν στο χέρι – πώς μαρκάρουν τις αγελάδες, κάπως έτσι, χωρίς, ευτυχώς, τον πόνο – με τη σφραγίδα που πιστοποιεί ότι πλήρωσες εισιτήριο και δικαιούσαι ποτό. Έτσι, μαρκαρισμένοι, περνάνε τα βράδια τους, ώσπου να ξημερώσει και να βγουν στο απέναντι γκαζόν για βοσκή. Αυτό το βαφτίζουν διασκέδαση.
Διασκέδαση βαφτίζουν και εκείνο που είδα τις προάλλες στην τηλεόραση. Τα στιγμιότυπα από το κέντρο όπου εμφανίζονται ο Αντώνης Ρέμος και η Έλενα Παπαρίζου: η σταρ και ο συναοιδός της έκαναν αγώνα για να ισορροπήσουν πάνω σε έναν φρικαλέο πολτό από λουλούδια. Εικόνα εξαιρετικά κακού γούστου. Και όμως συχνά πυκνά την εξάγουμε, καλώντας τους τουρίστες να γλεντήσουν με τον ελληνικό τρόπο. Και αφού τους ραντίσουμε με το γαρίφαλο το μαραμένο, του νεκροταφείου, και τραυματίσουμε τα πόδια τους με τα θραύσματα των πιάτων που εκτοξεύονται προς την πίστα, τους ζητάμε πίσω τα Γλυπτά του Παρθενώνα. Γιατί κατά βάθος έχουμε πολιτισμό. Κατά βάθος απύθμενο. Έναν πολιτισμό θαμμένο κάτω από τόνους μισοσβησμένης γόπας και τζάμπα μαγκιάς. Έτσι, εις ανάμνησιν αυτού του πολιτισμού, τις προάλλες θαμώνας νυχτερινού κέντρου πέταξε στην Άννα Βίσση, την ώρα που εκείνη τραγουδούσε, ένα ρολό από χαρτί τουαλέτας – μπορείτε να απολαύσετε το στιγμιότυπο στο YouTube.
Πώς αντέδρασε η αοιδός; Διέκοψε το τραγούδι και είπε με φωνή βαριά και ζόρικη: «Αν έχεις θάρρος, έλα εδώ». Ο τύπος ο απερίγραπτος είχε θάρρος (και θράσος) και ανέβηκε στη σκηνή. «Εσύ το πέταξες;». «Ναι!». «Πες πόσο μαλάκας είσαι» τον προέτρεψε η αριστοκρατικών τρόπων Αννούλα. «Ο μεγαλύτερος». «Άλλο ένα χειροκρότημα στον μαλάκα, παρακαλώ», στράφηκε εκείνη προς το αλαλάζον και κατενθουσιασμένο κοινό. Το οποίο κοινό χειροκρότησε. Την κατάντια του, υποθέτω – όχι μόνο του «δράστη», την κατάντια όλων. Ακολούθως, η απόλυτη (και στις βρισιές) ελληνίδα σταρ συνέχισε το πρόγραμμά της ικανοποιημένη που έβαλε στη θέση του τον αχαρακτήριστο. Μη μπορώντας να καταλάβει ότι αχαρακτήριστη ήταν και η δική της συμπεριφορά. Και η νυχτερινή διασκέδαση συνεχίστηκε και συνεχίζεται ακόμη, στης Άννας, στης Έλενας, στου ενός και στου αλλουνού, στα ξενυχτάδικα, στα μπαρ με πόρτα ή άνευ... Μέσα, άνθρωποι στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον (υποτίθεται ότι) διασκεδάζουν. Έξω το σκοτάδι πυκνώνει διαρκώς. Το ίδιο σκοτάδι που πυκνώνει και εντός τους.