Με την τραγωδία της Ψωροκώσταινας, της καταχρεωμένης ουράς της Ευρώπης, της πατριδούλας με τα ουρανομήκη χρέη και τις λοβοτομημένες συνειδήσεις να κορυφώνεται, η παράσταση που παρακολούθησα στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου (στην Πλάκα) αποκάλυπτε με τον πιο ευφάνταστο και καταλυτικό τρόπο πόσο παλιά είναι η δραματική ιστορία της πολυεπίπεδης εθνικής χρεοκοπίας μας. Η κωμωδία <<Ο έλεγχος του Διεθνούς
Ταμείου>> του Γ. Η. Ησαΐα, γραμμένη το 1900, άπαικτη μέχρι πρότινος, μιλάει για το σήμερα - για τη δυσχερή πραγματικότητα που βιώνουμε αλλά και για τις πρακτικές που μας έφεραν ως εδώ - με τρόπο τόσο άμεσο και ουσιαστικό όσο δεν το κατάφερε κανένας από τους σύγχρονους αναλυτές της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής σκηνής. Το ενός και βάλε αιώνα έμμετρο κείμενο, παρ' ότι εξαιρετικά αστείο (ευτύχησε, επιπλέον, σε μια καλή παράσταση), <<σοκάρει>> τον σύγχρονο θεατή βάζοντάς τον να παρακολουθεί την ίδια του τη ζωή, με τις λαμογιές και τις αγκυλώσεις, τον οχαδελφισμό και τον εγωκεντρισμό, το <<όσα φάμε, όσα πιούμε και όσα αρπάξει ο κώλος μας>>, δηλαδή όλες εκείνες τις συμπεριφορές, τακτικές, νοοτροπίες που μας οδήγησαν στο εξευτελιστικό παρόν.
Με κεντρικό ήρωα τον Αποστόλη Σακάτη, στη μορφή του οποίου προσωποποιείται ολόκληρος ο ελληνικός λαός, <<Ο έλεγχος>> χαστουκίζει (μετά μουσικής, αφού στην παράσταση έχουν ενταχθεί τραγούδια που ερμηνεύονται ζωντανά από τους ηθοποιούς και από μίνι ορχήστρα) την κίβδηλη εθνική έπαρση και την άνευ ορίων αφασία μας, επιβεβαιώνοντας ότι ο μοναδικός δρόμος (κατήφορος) για έθνη όπως το δικό μας είναι η υποδούλωσή τους στους ισχυρούς· στους επιτήδειους που θα στύψουν τον έχοντα ανάγκη όσο μπορούν περισσότερο, προς όφελός τους. Αυτό παθαίνουν ο Σακάτης και η οικογένειά του όταν ύστερα από χρόνια τεμπελιάς και σπατάλης αναγκάζονται να παραδώσουν το παρόν τους και να εμπιστευθούν το μέλλον τους στα χέρια των εξ Ευρώπης ελεγκτών Φον Γδάρε και Λε Φαγάν: ο αυστηρός έλεγχος που θα ασκήσουν στα ναυαγισμένα οικονομικά των Σακάτηδων <<είν' ζυγός όνπερ μισεί ο σβέρκος / είναι σκυλίσιο φίμωτρον εις των δοντιών το έρκος / είναι τσιμπούρι μέσ στ' αυτί και μύγα στο ρουθούνι...>> είναι όμως και αναγκαίος (έτσι τουλάχιστον τους τον σερβίρουν) αν οι ήρωές μας θέλουν να επιζήσουν.
Το λέει ξεκάθαρα ο υιός της οικογένειας Σακάτη, ο Μανώλης: <<Δέξου τον τον έλεγχο, πατέρα, μη βραδύνεις... / Καλόμαθες στα δανεικά, καιρός και να τα δίνεις>>. Το λέει ξεκάθαρα και ο δανειστής του Σακάτη, ο Μακρομούρης: <<Αν δεν δεχτείς με το καλό, θα σου τον επιβάλω ροπάλω και πασσάλω! / Πώς θες αλλιώς να πληρωθεί το χρέος σου το πάγιον;>>. Όσο και αν ο άμοιρος Αποστόλης ρωτά με απόγνωση <<αχ, και γι' αυτό με οδηγείς ως προς θυσίαν σφάγιον;>> τα περιθώρια να αρνηθεί τη βοήθεια είναι μηδαμινά και η θέση του απέναντι στους Ευρωπαίους... ευεργέτες του εξαιρετικά δυσχερής. Φρόντισε ο ίδιος, με την άσωτη ζωή που έκανε, να μην έχει περιθώρια διαφυγής, να μην μπορεί πλέον να κρύψει τίποτε. Έτσι, όταν ερωτάται από τον Φον Γδάρε ποιο είναι το επάγγελμά του, παραδέχεται: <<Μα δηλαδή... τι να σας πω; Καθότι Ρωμηός εκ φύσεως / στη διακονιά, στην παγανία, διά της προσκολλήσεως / κλέψ' από 'δώ, κλέψ' από 'κεί, κανείς δεν μου δανείζει / τουτέστι... το Δημόσιον κι εμένα με ταΐζει>>.
Το θεατρικό έργο αναφέρεται, βεβαίως, στη δεινή κατάσταση στην οποία είχε υποπέσει η Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία ο πρωθυπουργός Χαρίλαος Τρικούπης είχε πει το ιστορικό <<Δυστυχώς επτωχεύσαμεν!>> και στα μεθεόρτια του πολέμου του 1897, δηλαδή στον ταπεινωτικό οικονομικό έλεγχο που μας επέβαλαν τότε οι Ευρωπαίοι. Να όμως που η ιστορία επαναλαμβάνεται και οι νέοι Φον Γδάρε και Λε Φαγάν μάς τραβάνε και πάλι το αυτί προειδοποιώντας <<εμείς δεν ήλθαμε για γέλια και πηδήματα / παρά να συμμαζέψωμεν του σκάφους τα συντρίμματα./ Φροντίσαμε να μείνετε χωρίς παρά, ξυπόλητοι / για να σας κυβερνήσουμε ως άρχοντες απόλυτοι>>. Και αν ο Σακάτης αναζητεί, ακόμη και την τελευταία στιγμή <<κανέναν τοκογλύφον / με υποθήκην την ψυχήν, το σώμα και την ψήφον / να πληρωθούν τα χρέη μου, να διώξω τους δαιμόνους / που μου 'μειναν κληρονομιά διά τους απογόνους>>, η λύση που δίνεται στο φινάλε είναι δραματική. Αυτά στο παραμύθι του Ησαΐα, που τελειώνει με πολλά χειροκροτήματα (και πικρές σκέψεις, σπαρμένες ανάμεσα στα γέλια) μόλις σβήσουν τα φώτα της σκηνής. Εξω από το θέατρο, στην πραγματική ζωή, εμείς που παλεύουμε να επιπλεύσουμε ελπίζουμε ακόμη. Και αναρωτιόμαστε ως σταυρωμένοι Σακάτηδες του 2011: <<Ο έλεγχος τι γίνεται; Αυτός τραγουδιστά / μας έχει σχίσει το ψαχνό και πάει στα οστά. / Μα, θα μου πεις, βρε κύριε, πώς δεν αυτοκτονείς; / Καλά μου λες, αλλ' αδελφέ να σβήσουμε αφανείς; / Να κατεβώ στα τάρταρα πριν σώσω την Ελλάδα; / Κι έπειτα πώς να ξεψυχάς με τούτη τη λιακάδα; / Ρωμηός και ρήτωρ να ποθώ του τάφου την σιγήν; / Να σκοτωθώ και να μη δω και άλλην εκλογήν;>>. Όμως, τόσα χρόνια, τόσες λιακάδες, τόσες εκλογές, και ακόμη να δούμε χαΐρι... (Η παράσταση, την οποία συνιστώ ανεπιφύλακτα, ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη. Σκηνοθεσία Κωστής Καπελώνης - Δημήτρης Δεγαΐτης. Με τους Κώστα Βελέντζα, Αναστασία Γεωργοπούλου, Αμαλία Καβάλη, Νίκο Ορέστη Χανιωτάκη, Μαρία Τζάνη, Αλέξανδρο Πέρρο, Βένια Σταματιάδη, Γιάννη Μίνω, Βασίλη Λέμπερο, Δημήτρη Δεγαΐτη, Γεράσιμο Σκαφίδα - ο ένας πιο απολαυστικός από τον άλλον.)