Όταν ξεκαθαρίζεις ένα νοικοκυριό λόγω μετακόμισης διαπιστώνεις με έκπληξη πόσα άχρηστα πράγματα έχεις μαζέψει έπειτα από χρόνια ζωής σε ένα σπίτι. Μικρές και μεγάλες χαζομάρες πεταμένες στα ντουλάπια και στα συρτάρια της κουζίνας, της κρεβατοκάμαρας, του σαλονιού, που εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά σου για να σου επιβεβαιώσουν τη ματαιότητα, αν όχι της ζωής, τουλάχιστον του καταναλωτισμού. (Και για να απορήσεις με το κακό, τελικά, γούστο σου). Έτσι, μετά από εβδομάδες εκκαθάρισης και πετώντας γενναίες δόσεις παρελθόντος, βρέθηκα μπροστά σε ένα μηχανάκι που τυλίγει στο πιτς- φιτίλι τα ντολμαδάκια. Το οποίο δεν θυμάμαι ούτε πότε το αγόρασα ούτε γιατί, καθώς τα ντολμαδάκια δεν είναι ένα φαγητό που μαγειρεύω συχνά – για την ακρίβεια, τα μαγειρεύω σχεδόν... καθόλου. Στο ίδιο συρτάρι βρήκα θαμμένο και τον «μαγικό αποχυμωτή». Επρόκειτο για ένα μίνι σουρωτήρι, τη μια άκρη του οποίου βυθίζεις στη σάρκα του λεμονιού ή του πορτοκαλιού, όπως και έκανα. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τις οδηγίες, πίεσα το φρούτο ώστε να μου «δώσει εύκολα και χωρίς καμία προσπάθεια το χυμό του». Τον οποίο μου έδωσε, με όλα τα κουκούτσια και την πούλπα, τον μισό στο μπολ που είχα βάλει από κάτω, τον υπόλοιπο στα μάτια μου – στις οδηγίες δεν προειδοποιούσε πουθενά για τον κίνδυνο εκπυρσοκρότησης. Όπως και αν έχει, ούτε αυτό το μαραφέτι θυμάμαι πότε αγοράστηκε.
Αντιθέτως, το φλόγιστρο θυμάμαι πότε αγοράστηκε: πριν από πολλά χρόνια, από το εξωτερικό, όταν ανακάλυψα την κρεμ μπρυλέ και νόμιζα ότι δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή. Μετά ανακάλυψα και πόσες θερμίδες είχε. Οπότε δεν ξαναέφτιαξα. Και η μαγική συσκευή πετάχτηκε στα έγκατα της ντουλάπας με τα άχρηστα. Εκεί από όπου ανέσυρα τώρα και έναν μίνι ατμοκαθαριστή, ένα γάντι που ξεφλουδίζει τις πατάτες χωρίς μαχαίρι, μια εξάδα ποτήρια με ενσωματωμένα γυάλινα καλαμάκια, και ένα μαχαίρι ειδικό για το καθάρισμα των ψαριών τα οποία δεν τρώω. Σε άλλα ντουλάπια ανακάλυψα τιράντες (που δεν φοράω), δερμάτινες θήκες για καρτ βιζίτ (τις οποίες δεν χρησιμοποιώ), ένα τασάκι με τη σημαία του Καναδά (αυτό πάλι... Μόνο του πήγε και μπήκε εκεί μέσα;), ένα παγούρι από κέρατο κάποιου άμοιρου ζώου (ανατριχιαστικό!), πολλά υφασμάτινα μαντήλια (κληρονομιά κάποιου θείου ή παππού, από την π.Χ., δηλαδή προ χαρτομάντιλου εποχή), ένα άγραφο τετράδιο μουσικής (εκείνο με τα πεντάγραμμα, ο εφιάλτης μου στο Δημοτικό)... Βρήκα και δεκάδες κεριά αγορασμένα σε πανυγήρια και παζάρια του παρελθόντος τα οποία ποτέ δεν έκαψα, εκατοντάδες αρωματικά στικ (παράδοξο: χωρίς να ξέρω γιατί εξακολουθώ να τα αγοράζω, όπου τα βρίσκω, παρ’ ότι μου ξεραίνουν τον λαιμό), σπασμένα μπιμπελό, ανόητα δώρα που δεν είχαν βγει ποτέ από τη συσκευασία τους, δύο σετ μαχαιροπήρουνα (από τα πρόχειρα, τα καθημερινά) που τα είχα ξεχάσει, με αποτέλεσμα πρόσφατα να έχω αγοράσει άλλα δύο σετ. Για να μου βρίσκονται...
Βρήκα, και τι δεν βρήκα στον... παράδεισο του αζήτητου, του άχρηστου, του ξεχασμένου. Συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά τα χρόνια έκρυβα μέσα μου έναν ρακοσυλλέκτη (πείτε μου, την αποκρουστική βοσκοπούλα από πορσελάνη, σπασμένη σε τρία κομμάτια και χωρίς κεφάλι γιατί την είχα φυλάξει;). Εναν ασθενή του υπερκαταναλωτισμού που αγόραζε οτιδήποτε έβλεπε μπροστά του, ακόμη αν δεν το είχε ανάγκη, κυρίως όταν δεν το είχε ανάγκη. Τρόμαξα. Στη συνέχεια, συζητώντας με φίλους κατάλαβα ότι είμαι από τις πιο light περιπτώσεις. Εγώ τουλάχιστον δεν είχα αγοράσει ποτέ τις ειδικές επιφάνειες από καλάμι πάνω στις οποίες τυλίγεις το σούσι, όπως η Αννα, η οποία ανατριχιάζει στην ιδέα του ωμού ψαριού. Ούτε τον «ξεκουκουτσωτή» που αφαιρεί σε ένα λεπτό τα κουκούτσια από ένα κιλό βύσσινο, όπως ο Παύλος, ο οποίος, όταν ανακαλύψαμε τη συσκευή, κάπου μέσα στο σπίτι του, και του προτείναμε να φτιάξουμε γλυκό κουταλιού και λικέρ αποφάνθηκε «να λείπει το βύσσινο». «Τότε, γιατί το αγόρασες το μαραφέτι;». «Θα σε γελάσω. Ισως να το πουλούσε καμία γριούλα και να τη λυπήθηκα... Ισως να το πήρα για δώρο το οποίο ξέχασα τελικά να δώσω... Ισως να το νόμιζα για κάτι άλλο». Αυτό το τελευταίο μόνο ο Παύλος θα μπορούσε να το πει ως δικαιολογία.
Εγώ τουλάχιστον το παραδέχομαι. Είμαι ειδικός στο να αγοράζω βλακείες. Ημουν μάλλον, γιατί τα τελευταία χρόνια (ύστερα από τον τρίτο ατμομάγειρα που χάρισα χωρίς να τον έχω χρησιμοποιήσει περισσότερες από δύο φορές) έχω μαζευτεί. Τώρα δε, μετά την εκκαθάριση, αποφάσισα να μην ξαναμπεί στο σπίτι μου τίποτε άλλο εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Το θέμα, βεβαίως είναι τι εννοεί καθένας όταν λέει απαραίτητο... «Δεν μπορείς να μην βάλεις αυτόματο πότισμα, είναι απαραίτητο!» επιμένει η Μαρία. «Για ένα γεράνι, έναν φίκο και δύο κάκτους;». «Γιατί στο μέλλον θα βάλεις περισσότερα λουλούδια». «Δεν θα βάλω». «Και αν σου έρθει να βάλεις;». «Δεν θα μου έρθει». «Αν σου έρθει;». «Θα βάλω τότε αυτόματο πότισμα». «Και θα το χρυσοπληρώσεις. Ενώ αν το πάρεις τώρα που το έχουν σε προσφορά το κρύβεις και το χρησιμοποιείς όταν το χρειαστείς». Σαν να έχει δίκιο...