Πασχαλινός σουρεαλισμός
8.4.2010 - 11:46:08 AM 
Μικρός είχα ένα αυτοκινητάκι με κουρδιστήρι στο πλάι. Έβαζες ένα μικροσκοπικό κλειδάκι (σαν εκείνα που χρησιμοποιούμε για την εξαέρωση των καλοριφέρ) στην υποδοχή, το γύριζες μερικές φορές και στη συνέχεια άφηνες το αυτοκίνητο να ξεχυθεί με φόρα και ταχύτητα στα μωσαϊκά. Δεν γνωρίζω τι είδους ελατήρια τέντωνε και ενεργοποιούσε η περιστροφή του κλειδιού, κάθε φορά όμως που Κυριακή του Πάσχα βρίσκομαι σε παρέα όπου σουβλίζουν αρνί φέρνω στο μυαλό μου το παιχνιδάκι μου: Φαντάζομαι ότι το κλειδί του κεφιού βρίσκεται στην κίνηση του οβελία πάνω από τα κάρβουνα. Μια κίνηση που, όπως το γύρισμα του κλειδιού στο αυτοκινητάκι μου, ενεργοποιεί το κέφι της παρέας. Έτσι, κουρδισμένοι για διασκέδαση, αρχίζουμε να τραγουδάμε τα πιο κακόγουστα τραγούδια μέχρι να βραχνιάσουμε, να χορεύουμε τις χειρότερες μουσικές μέχρι να μη νιώθουμε τα γόνατά μας, να τρώμε κακοψημένα κρέατα και σαλάτες πνιγμένες στο λάδι και να εκδηλώνουμε με κάθε τρόπο τη χαρά μας που για άλλη μία χρονιά ζούμε αυτόν τον εφιάλτη. Μέχρι να ξεκουρδιστούμε και να επιστρέψουμε στην καθημερινότητά μας.

 
Εκείνο που κυρίως αντιπαθώ στην Κυριακή του Πάσχα είναι ότι ξαφνικά πρέπει να είσαι πολύ χαρούμενος, πολύ ευτυχισμένος που συναντάς άλλους χαρούμενους ανθρώπους (τους οποίους σε μερικές ώρες θα δεις να σέρνονται στα πόδια σου από το μεθύσι), πολύ… Πρέπει να είσαι πολύ, γενικώς. Πολύ πεινασμένος, πολύ κεφάτος, πολύ πλακατζής. Πολύ κακό για το τίποτα; Μπορεί να ακουστώ ως ο Σκρουτζ της παρέας, όμως το (προκάτ) γλέντι των εορταστικών επετείων όσο περνάνε τα χρόνια τόσο λιγότερο με αφορά. Ίσως το δικό μου κλειδάκι να τα έχει φτύσει και να μην μπορεί να κουρδίσει, να τεντώσει μέχρι τέλους τις χορδές του οργανισμού μου που παράγουν το κέφι. Ίσως να έχω μπουχτίσει από το πασχαλιάτικο κέφι των προηγούμενων χρόνων και να χρειάζομαι μια σχετική αποτοξίνωση για να πάρω ξανά μπροστά. Μπορεί να έχω πάθει κατάθλιψη...

 
Υπάρχει όμως τίποτε πιο καταθλιπτικό από μια ομάδα ανθρώπων που προσπαθεί να (μην) επικοινωνήσει συγκεντρωμένη επάνω από ένα περιστρεφόμενο ψοφίμι, χρησιμοποιώντας το σαβουάρ βιβρ των νεάντερταλ; Από νονούς που χαϊδεύουν τα μαλλιά των βαφτισιμιών τους με δάχτυλα βουτηγμένα στο λίπος του αρνιού; («Αν δεν το φας με το χέρι το παϊδάκι, δεν λέει» – που τι να πει το άμοιρο...). Από μεθυσμένους συζύγους που παραπατάνε στην προσπάθειά τους να χορέψουν ζεϊμπέκικο δίπλα στα αναμμένα κάρβουνα, με τις συμβίες τους να τους αποτρέπουν εναγωνίως από το να γίνουν αναστενάρηδες; («Στέλιοοοοο! Έλα πιο εδώ, μη χορεύεις δίπλα στη θράκα και με τρομάζεις! Πάλι τύφλα έγινε. Όπως πέρυσι. Κάθε χρόνο τα ίδια! Και δεν οδηγώ κιόλας να πάρω εγώ το αυτοκίνητο…».) Από κουμπάρους που συναγωνίζονται ποιος θα πει το πιο σόκιν ανέκδοτο και από κουμπάρες που τσακώνονται για το ποια θα περάσει την υπόλοιπη ημέρα στον νεροχύτη; Αυτή την προθυμία τού «τα πιάτα είναι δικά μου, μην το συζητάς, έτσι και αλλιώς μου αρέσει πάρα πολύ να τα πλένω» ποτέ δεν θα την καταλάβω. Ίσως επειδή πάντα μου άρεσε να μου τα πλένουν. Είναι σοβαρή η κατάστασή μου;

 
Δεν υποκρίνομαι τον Παριζιάνο, έχω πάρει μέρος σε αμέτρητα γλέντια (δηλαδή κραιπάλες) αυτού του είδους. Την έχω δει την ταινία να παίζει τόσες φορές, που τη βαριέμαι. Εκτός του ότι τα τελευταία χρόνια μού φαίνεται να παίζει στο... γρήγορο. Η ένταση και ο εκνευρισμός περισσεύουν. Δεν είμαστε ήσυχοι και ανέμελοι, όπως ήμασταν. Το γλέντι το στήνουμε επειδή πρέπει, όχι επειδή έχουμε διάθεση για διασκέδαση. Γι' αυτό και – πρωτόγονο εκ παραδόσεως – γίνεται ακόμη πιο πρωτόγονο. Να το πω και πιο υστερικό; Το λέω. Υστερικά δεν αντιμετωπίζει και η τηλεόραση την όλη κατάσταση; Ανέβηκε η τιμή του οβελία, ξανανέβηκε η τιμή του οβελία… Ε, ώσπου να κατεβεί ας φάμε κοτόπουλο! Οι παραδόσεις είναι (και) για να σπάζουν. Όπως τα κόκκινα αβγά. Που ανεβάζουν τη χοληστερίνη. Την καλή, την κακή, ούτε ξέρω ποια.

 
Έχει πάντως και τα καλά του το εφετινό Πάσχα. Περιορίστηκαν ή και καταργήθηκαν οι πανηγύρεις των στρατοπέδων. Εκείνες όπου οι φαντάροι ξεπατώνονταν για να καθαρίζουν, να ασπρίζουν, να ψήνουν κτλ., για να έρθουν μετά οι αρχηγοί κομμάτων, με τις κάμερες, και να τσουγκρίσουν μαζί τους. Έχω παίξει και εγώ στο εργάκι, ως φαντάρος, προ αμνημονεύτου, και πολύ χαίρομαι που οι επόμενες γενιές δεν θα το ζήσουν. Αυτές ας χορεύουν οικειοθελώς για τη μητέρα πατρίδα, στον κήπο του εξοχικού. Πάνω στο φρεσκοποτισμένο γρασίδι. Έχει έναν σουρεαλισμό η εικόνα: το... παραδοσιακό ελληνικό γκαζόν και στη μέση του ο λάκκος με κάρβουνα και το στροβιλιζόμενο πτώμα. Η «Obsession» του Κάλβιν Κλάιν, με την οποία έχει λουστεί ο οικοδεσπότης, και η τσίκνα. Το τζατζίκι της θείας Άννας και τα μακαρόν από του «Zonar’s», που «μας τα έφερε ο Γιωργάκης που δουλεύει στο κέντρο». Και η Άντζελα Δημητρίου να ωρύεται, όχι πια από το φορητό ραδιοκασετόφωνο αλλά «από το κομπιούτερ του παιδιού, που τα κατεβάζει όλα από το Internet και έχει και play list»: «… Και ποια θυσία, ποια θυσία, ποια θυσία έχει κάνει αυτή για σένα;». Αλήθεια, ποια;

 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
O Eπίκουρος και το «ριγιούνιον»
› 
Η φτώχια και η καλοπέραση
› 
Πάσχα, Ελλήνων Πάσχα
› 
Στον Γούντι, χωρίς αγάπη
› 
Το νορβηγικό μοντέλο
© ΙΣΤΟΣ 2025
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers