Η Χαρά χαρά δεν έχει. Αυτό παρ' ότι: έχει έναν άνδρα που τη λατρεύει και τον λατρεύει, έχει δύο παιδιά-υποδείγματα, έχει μεγάλη οικονομική άνεση, έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει όσο θέλει, να ψωνίζει όσο θέλει, να διασκεδάζει όσο θέλει. Έχει και άλλα: εκπληκτικό μεταβολισμό που της επιτρέπει να τρώει τον αγλέουρα και να μην παίρνει ούτε γραμμάριο – τώρα αρχίσατε να τη μισείτε πραγματικά... Έχει τέλειο σώμα. Όμορφο πρόσωπο. Φίλους και φίλες που την αγαπούν. Έχει και τους δύο γονείς της στη ζωή – αυτάρκεις, ευτυχείς, συμπαραστάτες της. Έχει και την υγεία της. Παρ' όλα αυτά έχει κατάθλιψη. Επειδή τα έχει όλα; Ομολογώ ότι αυτό – το να τα έχω όλα – θα ήθελα να το δοκιμάσω, για μερικές έστω ημέρες. Πώς είναι δυνατόν όμως να τα έχεις όλα και να παθαίνεις κατάθλιψη; Πρόκειται για κατάθλιψη πολυτελείας. Υπάρχει και αυτό, λένε. Το να μην είσαι ικανοποιημένη/ος από μια ζωή που κυλάει σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Ίσως αυτό το καλοκουρδισμένο να κάνει τη ζημιά. Χρειάζεται μια κάποια αταξία, ανησυχία, ανασφάλεια... Μήπως, όταν όλα παραείναι καλά, εφευρίσκουμε τις αιτίες που θα μας αρρωστήσουν, έτσι για να έχουμε να ασχολούμαστε; Αυτό ακούγεται σαν διαστροφή.
Ότι και αν λέω εγώ, οι ειδικοί αποφάσισαν ότι η κατάθλιψη είναι η αρρώστια του σύγχρονου ανθρώπου. Οι περισσότεροι γύρω μου πάσχουν από κατάθλιψη. Γιατί πάχυνε τόσο πολύ η Άννα; Έπαθε κατάθλιψη και το έριξε στο φαΐ. Πού χάθηκαν οι Αναγνωστόπουλοι; Δεν τα έμαθες; Έπαθε κατάθλιψη το παιδί τους και έχουν τρεξίματα. Πετσί και κόκαλο έμεινε η Ουρανία. Έπαθε κατάθλιψη μετά τον θάνατο του άνδρα της. Και καλά αυτή, έχει κάθε λόγο, η Χαρά όμως;
Μη μένετε στην επιφάνεια, διαβάζω, την κατάθλιψη τη γεννούν ενίοτε βαθύτατοι, ανεξιχνίαστοι για τους πολλούς λόγοι. Γιατί όμως την παθαίνουμε όλοι τώρα, ενώ οι παλαιότεροι το χειρότερο που μπορούσαν να πάθουν ήταν ένας τυμπανισμός, άντε ένα έλκος; Θυμάσαι τη γιαγιά που καθόταν με τις ώρες, αμίλητη, στο τραπέζι της κουζίνας και καθάριζε δήθεν τις φακές, χωρίς να ακούει τι της έλεγες, χωρίς να επικοινωνεί; Τη θυμάμαι. Αυτό δεν ήταν κατάθλιψη κατά τη γνώμη σου; Ήταν;
Τότε δεν υπήρχε περίπτωση να ξαπλώσει η γιαγιά στο «μαγικό» ντιβάνι. Τώρα τα ντιβάνια έχουν πάρει φωτιά. Τα εκατόευρα (και βάλε, όχι πάντα με απόδειξη) πέφτουν ακόμη και δις εβδομαδιαίως, προκειμένου ο ασθενής να σηκώσει κεφάλι από τον λάκκο της προσωπικής του θλίψης. Ψυχοθεραπευτές και ψυχίατροι, γιατροί εξαιρετικοί αλλά και (ορισμένοι) σκιτζήδες, σε πρώτη ζήτηση. Πώς είσαι σίγουρος ότι θα πέσεις στον κατάλληλο; Ο Σίμος και η Μαρία κάνουν έξι και τέσσερα χρόνια αντιστοίχως ψυχοθεραπεία και κάθε φορά που τους συναντώ τους βρίσκω σε χειρότερη κατάσταση. ΄Η φταίω εγώ που δεν μπορώ να καταλάβω την πρόοδό τους; Η Μαρία επιμένει ότι ποτέ δεν αισθανόταν καλύτερα. Είναι λεπτή η θέση μου, προτιμώ να συμφωνώ μαζί της, παρ' ότι… Η δε Χαρά κλείνεται όλο και πιο πολύ στον εαυτό της με τη βοήθεια του γιατρού της;
Τις προάλλες μου ζήτησε να βγούμε: Έχω να σε δω καιρό, έχουμε πράγματα να πούμε... Δώσαμε ραντεβού στο αγαπημένο της εστιατόριο, στις 9.00 το βράδυ. Εννέα και δέκα, και ενώ είχα πάρει θέση στο τραπέζι και είχα παραγγείλει ένα ποτήρι κρασί, μου τηλεφώνησε: «Είχα μια εξαιρετικά δύσκολη συνεδρία με τον θεραπευτή μου, είμαι ράκος, ας το αναβάλουμε...». Κατάθλιψη ή γαϊδουριά; Έχω αρχίσει να τα μπλέκω αυτά τα δύο. Επειδή έχω τσακώσει και άλλους να οχυρώνονται πίσω από τα ψυχολογικά τους και να συμπεριφέρονται σαν κακομαθημένα παιδιά ή σαν μουλάρια. Του Σίμου τού είπε ο γιατρός να μην καταπιέζει τις σκέψεις και τα αισθήματά του, να τα εκδηλώνει. «Η μπλούζα που μου έφερες δεν μου αρέσει καθόλου, θα την αλλάξω» μου δήλωσε νέτα-σκέτα όταν του έδωσα το δώρο μου για τα γενέθλιά του. Δεν παρεξηγήθηκα που δεν του άρεσε, παρεξηγήθηκα με την αγένειά του. Ας έλεγε ευχαριστώ. ΄Η του το απαγορεύει ο θεραπευτής του; «Θέλω να είμαι ειλικρινής με όλους» εξηγεί ο (πρώην;) κολλητός μου. Εγώ, πάλι, Σίμο, απαντώ με όλη την ειλικρίνειά μου, σε προτιμώ ελαφρώς ανειλικρινή, όπως σε είχα γνωρίσει. Με κοιτάζει με βλέμμα απλανές. Η κατάθλιψη;
Την οποία μετέδωσε και στην Μπαλού. Δεν έτρωγε, δεν έπαιζε, δεν του κουνούσε την ουρά της... Ναι, η Μπαλού είναι η σκύλα του Σίμου. Που τώρα κάνει θεραπεία. Την παρακολουθεί ειδικός. Εγώ παρακολουθώ απέξω όλο αυτό το πράγμα και δεν ξέρω πώς να το αντιμετωπίσω. «Γιατί δεν έρχεσαι να σε δει ο ψυχίατρός μου; Είναι πολύ καλός» επιμένει η Χαρά. Να με κάνει τι; Να σε εξετάσει. Μα δεν έχω τίποτε. Κοιτάζει τον Σίμο και τη Μαρία με νόημα. Υπονοούν κάτι; Αποφεύγω τα βλέμματά τους. Στρέφομαι προς την Μπαλού. Έλα, πάμε βόλτα στο πάρκο! Παλαιότερα, όποτε της μιλούσα, χοροπηδούσε σαν τρελή στα πόδια μου. Τώρα μου δείχνει τα δόντια της μουγκρίζοντας με μίσος. Α να χαθείς, βρωμόσκυλο. Μην της μιλάς έτσι, καταλαβαίνει, και έχει και κατάθλιψη. Εγώ πάντως δεν καταλαβαίνω τίποτε.