Ξένος, για πάντα ξένος
5.8.2010 
Τις προάλλες, αργά το απόγευμα, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, βρέθηκα τυχαία στην πλατεία Μοναστηρακίου. Πολύς κόσμος, Έλληνες και τουρίστες, και εγώ. Άλλοι όρθιοι, άλλοι καθισμένοι στις καρέκλες (του γύφτου) που είχαν τοποθετηθεί στον χώρο, ακούσαμε μια ορχήστρα να παίζει από Simon & Garfunkel μέχρι ABBA. Παρέμεινα επί αρκετή ώρα. Μου άρεσαν το απρόοπτο σόου, το απροσδόκητο κέφι, η ανταπόκριση του κοινού. Ήταν και η Ακρόπολη από πάνω μας, που ξαφνικά άναψε και έγινε φωτισμένο καράβι που διασχίζει ωκεανούς από χρόνια, αιώνες, χιλιετίες. Μαγική εικόνα. Συγκινητική. Σε έκανε να ξεχνάς τα μαγαζάκια με τις άθλιες λαμαρίνες για σκεπές τους που ασχημαίνουν την πλατεία, τα αντιαισθητικά φουγάρα από τις γύρω ταβέρνες. Σε έκανε να θέλεις να αγοράσεις όλες τις χλαπάτσες από τον Πακιστανό που είχε πιάσει θέση στη γωνία, έτσι, για να μεταδώσεις και σε εκείνον χαρά. Εκείνη τη στιγμή η πόλη ήταν όμορφη, ήθελες να την περπατήσεις, να «συγχωρήσεις» τις όποιες ατέλειες, να αποθεώσεις τις καλλονές της. (Μεγάλη η δύναμη της μουσικής).

 
Γύρισα στο σπίτι με καλή διάθεση και κάθησα στο κομπιούτερ για να τσεκάρω τα e-mails μου. Ανάμεσά τους διάβασα το εξής: «“Νομίζω ότι πρόκειται για διεθνή πρωτιά: να πληρώνουμε τόσο ακριβά για να ζούμε σε μια τόσο άσχημη πόλη” γράφετε στην τελευταία σας στήλη στο ΒΗMagazino. Αν δεν σας αρέσει η Αθήνα μας, με πολλή χαρά θα μάθω ότι ξεκουμπιστήκατε και μας αδειάσατε τη γωνιά για να τη χαρούμε εμείς και πολλοί ακόμη φίλοι μας από τη Νέα Υόρκη, τη Βιέννη και άλλα μέρη της Ευρώπης που την αγαπάμε, τη χαιρόμαστε και την πονάμε. Λατρεύετε να μισείτε την Αθήνα μας και χρόνια προσπαθείτε να μας παρουσιάσετε αυτή την άποψή σας ως μοντερνισμό. Σας προτείνω να μαζέψετε το μίζερο κουφάρι σας και να μετακομίσετε γρήγορα εκτός Αθηνών για να απαλλαγούμε εμείς και η πόλη μας μια και καλή από τη μιζέρια σας... Αναμένοντας τη μετοίκησή σας, (υπογραφή)».

 
Τι πράγμα αυτή η πόλη και οι κάτοικοί της σκέφτηκα: Με το που αποφασίζεις να δεις τη συμπαθητική πλευρά της/τους, κάνουν ό,τι μπορούν για να σου αποδείξουν πόσο αντιπαθητική/αντιπαθητικοί και αφιλόξενη/αφιλόξενοι μπορούν να γίνουν. Αν μη τι άλλο, ορισμένοι από αυτούς σε καθυβρίζουν τηρώντας τον πληθυντικό της ευγενείας: «Σας προτείνω να μαζέψετε το μίζερο κουφάρι σας». Έτσι, η αγένεια – για να μην πω ο φασισμός – αποκτά ένα λούστρο (μικροαστικού) σαλονιού. Γιατί σε άλλες περιπτώσεις έχεις να την αντιμετωπίσεις σε όλη την ωμότητά της, έτσι όπως εκδηλώνεται στους δρόμους, με μούντζες, σπρωξιές, βρισιές. Το γνωρίζω: Υπάρχουν άνθρωποι που, μεγαλωμένοι σε ένα τόσο επιβλαβές για την ψυχική ισορροπία τους περιβάλλον, είναι αλλοτριωμένοι σε τέτοιον βαθμό που δεν μπορούν να καταλάβουν... Το να αντιλαμβάνονται όμως το «σοκ και δέος» μου μπροστά στο ζέχνον κέντρο, στην υποβαθμισμένη Αγίου Μελετίου, στις τριτοκοσμικές πλατείες Ομονοίας, Θεάτρου, Βικτωρίας, Αττικής κτλ., στα καταμουντζουρωμένα Εξάρχεια, στην ασφυκτική Κυψέλη κτλ. κτλ. ως απόπειρα να πλασαριστώ μοντερνιστής είναι κάτι παραπάνω από σουρεαλισμός. Είναι, ας πούμε, νεοελληνοσουρεαλισμός. Δεν αναφέρομαι μόνο στο πρόσφατο e-mail, έχω κατά διαστήματα λάβει και άλλες (πολύ πιο άγριες) επιστολές όπου χαρακτηρίζομαι επιεικώς μισέλληνας, επειδή, για παράδειγμα, αντιδρώ στις καφετέριες που πιάνουν με τα καθίσματά τους τα πεζοδρόμια και στον πολιτισμό της φραπεδιάς.

 
Έχω τύχει σε παρέες στην Τήνο – τόπο καταγωγής μου, αναντάμ παπαντάμ –, όπου όταν εκφέρω γνώμη για κάτι που έχει να κάνει με την όψη του χωριού μου, με τον τρόπο που συμπεριφέρονται οι ντόπιοι καταστηματάρχες, ξενοδόχοι κ.ά. στους τουρίστες, μου λένε: «Eσύ τι μιλάς; Είσαι ξένος!». Ξένος στην ιδιαίτερη πατρίδα μου επειδή ζω στην Αθήνα – ούτε δύο ώρες με το ταχύπλοο. Ενίοτε με αντιμετωπίζουν ως ξένο και στην πόλη που γεννήθηκα και την οποία συντηρώ με τους φόρους μου «στην Αθήνα μας», όπως την αποκαλεί η ευγενέστατη κυρία που μου έστειλε το e-mail. Η παραδοσιακή Αθήνα, λέει, δεν με χωράει, τον μοντερνιστή, και καλά θα κάνω να την απαλλάξω από τη μίζερη παρουσία μου και να αφήσω όλη την απόλαυση στους... ντόπιους. Τι να πω; «Αφού για σένα είμαι ξένος τώρα πια (κυρία μου) / και δεν χωράω στη δική σου την καρδιά / θα φύγω σαν ένας θεός ξεθωριασμένος / ξένος, για πάντα ξένος», που τραγουδούσε και ο Στράτος Διονυσίου. Επίσης «Τα λουλούδια στην κυρία από μένα», για να θυμηθώ και ένα άλλο τραγούδι. Λουλούδια πλαστικά κατά προτίμηση, τα μόνα που ευδοκιμούν εγγυημένα στη μολυσμένη ατμόσφαιρα της Αθήνας (ΤΟΥΣ).


Εν προκειμένω, πέρα από την όποια διάθεση αστεϊσμού (το θέμα παραείναι σοβαρό για να κάνω πλάκα), βρέθηκα εκεί που δεν το περίμενα να αντιμετωπίζω πρόβλημα μέγιστο: Αν και στις δύο πατρίδες μου θεωρούμαι ξένος ή ανεπιθύμητος επειδή πότε πότε τολμώ να εκφράσω τις όποιες διαφωνίες μου για πρόσωπα και πράγματα (έτσι, κουβέντα να γίνεται...), πού να πάω; Να ζητήσω πολιτικό άσυλο στο Λεβερκούζεν της Ανγκελα Μέρκελ; Να χωθώ στις στοές του Βελγίου; Να ανοίξω εστιατόριο στην Αστόρια; Ύστερα όμως, αν με πιάσει ο νόστος για τις χαμένες πατρίδες, θα μου επιτρέψουν οι «γνήσιοι», οι «μασίφ» πατριώτες Αθηναίοι να επιστρέψω ή θα μου έχουν αφαιρέσει και την ιθαγένεια; Όπως και αν έχει, ζήτω η Πατρίς! Το βροντοφωνάζω, με όλη μου την απόγνωση.
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
› 
Όλα της πόλης δύσκολα
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers