Το μαλλί της γριάς
16.9.2010 
Εκτιμώ πολύ τα αγόρια και τα κορίτσια που ενώ σπουδάζουν, ταυτοχρόνως εργάζονται. ΄Η που, για να το πω αλλιώς, για να σπουδάσουν αναγκάζονται να δουλέψουν. Έχοντας μια οικογένεια που μπορούσε να με στηρίξει οικονομικά στα πρώτα βήματά μου _ από τα προνομιούχα παιδιά κι εγώ _ μεγάλωσα μάλλον «εύκολα», δεν χρειάστηκε να μπω σε τέτοιου είδους διλήμματα. «Εδώ είμαστε εμείς». Και άλλοι γονείς ήταν και είναι εδώ, δεν είχαν όμως την οικονομική άνεση να το αποδείξουν παρέχοντας στα παιδιά τους τα πάντα: από τα τελευταίας εκδόσεως λυσάρια για τα αρχαία ελληνικά, μέχρι τον φραπέ τον επιούσιο, και από τα σούπερ-ντούπερ Adidas (πολυτέλεια στη γενιά μου) μέχρι τα ταξίδια στο εξωτερικό, για να δουν από κοντά το Κολοσσαίο και να μάθουν τα δεινά που πέρασαν οι Χριστιανοί στα χέρια των Ρωμαίων.

Πάντα παρακολουθούσα (ήθελα δεν ήθελα) οικογενειακά σεμινάρια περί των αγαθών της εργασίας και των δεινών της τεμπελιάς _ είχε μαλλιάσει η γλώσσα των δικών μου, από τον φόβο μην εξελιχθούμε σε ρεμάλια της Φωκίωνος Νέγρη _ αλλά ποτέ δεν με ανάγκασαν, δεν αναγκάστηκα από τη ζωή, να βάλω και τα δύο πόδια μου σε ένα Adidas, ευτυχώς. Όλα τα παπούτσια μου ήταν ζευγάρια καλογυαλισμένα, περπατημένα σε μέρη όμορφα. Επιπλέον, ο ελεύθερος χρόνος μου ήταν ο δικός μου ελεύθερος χρόνος, που μπορούσα τον σπαταλήσω όπως ήθελα: ακούγοντας για χιλιοστή φορά το «Grease» (σε περιόδους σάχλας) ή το «Wall» (σε περιόδους... έντονου κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού). Σπάζοντας τα νεύρα της αδελφής μου (δεν ήταν δύσκολο) με διάφορες φάρσες. Επίσης διαβάζοντας «Ζακούλα» (αλλά και Λουντέμη) και καλλιεργώντας φακές και φασόλια πάνω σε βρεμένα βαμβακάκια. Κι ενώ εγώ μετρούσα τα άστρα (και τα πεφταστέρια) από την ταράτσα του πατρικού μου, ασφαλής και (εν μέρει) εξασφαλισμένος, άλλοι συνομήλικοι μου και συμμαθητές μου μετρούσαν τα ρέστα σε ταβέρνες και καφετέριες, ευελπιστούσαν σε καλό πουρμπουάρ και έδιναν λογαριασμό στα αφεντικά.

Τους θυμήθηκα, όταν τις προάλλες βρέθηκα μπροστά σε ένα απερίγραπτο θέαμα: Σε καφετέρια του κέντρου, μια σερβιτόρα με το ζόρι δέκα έξι χρονών, εξαιρετικά ευγενική και γελαστή (είχε μόλις εξυπηρετήσει την παρέα μου) έχυσε κατά λάθος (επειδή σκόνταψε σε μια στραβή πλάκα του πεζοδρομίου) μισό ποτήρι παγωμένο νερό στο κεφάλι της γηραιάς αλλά (υπερβολικά) νεάζουσας πελάτισσας που καθόταν με τον σύζυγό της. Δεν μπορώ να μεταφέρω τι της είπαν! Σκατά να τους είχε σερβίρει, θα της μιλούσαν με μεγαλύτερη ευγένεια. Μέχρι την απόλυσή της ζήτησε ο κύριος της κυρίας, από τον (ευτυχώς άνετο, λογικό και συμβιβαστικό) ιδιοκτήτη του μαγαζιού.

Δεν είναι ό,τι καλύτερο να σου παπαριάζουν το κρανίο - λάχανο (η κουπ του θύματος, ίδια με την κουπ της μαμάς της τηλεοπτικής «νάνι Φραν»). Τα αποτελέσματα ήταν πράγματι κωμικοτραγικά: το (μισό) μαλλί ξαφνικά ξεφούσκωσε και κόλλησε στο κούτελο της κυρίας, το μέικ απ άρχισε να κυλάει στα μάτια της, παρασέρνοντας μαζί και μια στραβοκολλημένη βλεφαρίδα. Συμβαίνουν όμως αυτά... (Δεν συμβαίνουν;) Ένα λάθος, τη στιγμή που βλέπεις ότι ο ένοχος κάνει ό,τι μπορεί για να το διορθώσει, είναι λάθος που σηκώνει συγχώρεση. Ειδικά όταν για αυτό ευθύνεται ένα τόσο γλυκό παιδί, σαν το κοριτσάκι της ιστορίας μας. Το οποίο κοριτσάκι (μαθήτρια μου είπαν ότι είναι που εργάζεται για να βοηθήσει τη μάνα και τα τρία αδέλφια της), τρομαγμένο, στενοχωρημένο αλλά και σοκαρισμένο από την υπερβολική (και κακόψυχη) επίθεση έβαλε τα κλάματα.

Τότε, ενώ το παρατηρούσα να προσπαθεί να συνέλθει, σε μια άκρη του μαγαζιού, με δύο συναδέλφους του να το παρηγορούν, πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα αγόρια και κορίτσια που εργάζονται στις ανά την Ελλάδα καφετέριες και πληρώνουν τις σπουδές τους, τη ζωή τους, με ώρες ορθοστασίας, με πολλή κούραση, ακόμα και με το να υφίστανται αγενείς συμπεριφορές. Να πρέπει να εργαστείς, τη στιγμή που συνομήλικοι σου φλερτάρουν, ερωτεύονται, κοπροσκυλιάζουν, και να καλείσαι, επιπλέον, να αντιμετωπίσεις τους...

Εκνευρισμένος με το όλο σκηνικό σκαρφιζόμουν διάφορους τρόπους αντίδρασης - εκδίκησης _ όταν είμαι καλός είμαι καλός, αλλά όταν είμαι κακός είμαι καλύτερος: όπως, να περάσω πίσω από την... λαχανοφέρουσα και ολοκληρώσω την καταστροφή χύνοντας στο υπόλοιπο της φουντωμένης κουπ, πάντα κατά λάθος, το μισολυωμένο παγωτό μου _ βανίλια με σιρόπι αγριοκέρασο, που δεν μου πολυάρεσε κιόλας. Τότε ο σύζυγός της με κοίταξε δολοφονικά και μου ζήτησε τον λόγο: «Τι γελάτε κύριε; Τρέχει τίποτε;» (Εκτός από τις μπογιές της κυρίας σας, τίποτε άλλο...) Φαίνεται ότι η φανταστική εικόνα της παγωτοφορεμένης με είχε αφήσει με ένα μειδίαμα ειρωνείας (και δαιμονικής ευτυχίας) στα χείλη, το οποίο καθόλου δεν άρεσε στο έτοιμο να συνεχίσει το «μακελειό» το ζεύγος. Αποφάσισα (σε μία σπάνια κρίση αυτοσυγκράτησης) να μην το απαντήσω. Ποιος ο λόγος να προκαλέσω έναν άνθρωπο ο οποίος είχε εμφανώς βγει από το σπίτι του για να τσακωθεί; Που δεν εκτιμούσε ούτε καν το δωρεάν λούσιμο που είχε προσφέρει η καφετέρια στην καλή του; Με αυτή τη σκέψη με έπιασαν πάλι τα γέλια. Έφυγα. Για να μην τις φάω.

«Μη στενοχωριέσαι, υπάρχουν και χειρότερα, θα μπορούσε να της έχεις ρίξεις καυτό τσάι και να την έχεις με εγκαύματα», ψιθύρισα παρηγορητικά στην ένοχη, για να αποσπάσω ένα δακρυσμένο χαμόγελό της. Υπάρχουν και χειρότερα. Υπάρχει όμως τίποτε χειρότερο από την ώρα την κακιά; Και από την κακούργα τη ζωή που βάζει ένα παιδί να εργάζεται για να εξυπηρετεί πελάτες σαν τον ακατονόμαστους; Γιατί, όταν σερβίρεις τους ακατονόμαστους θα γίνει το κακό. (Τόση φασαρία, τόση φωνή, τόσα δάκρυα για λίγο νεράκι του Θεού;)


 
 Permalink 
« Homefood
Αρχείο
Δημοφιλή
› 
Τα ταξίδια των ανθρώπων
› 
Εκεί… ψηλά στον Παρνασσό
› 
Ψωνίζω, άρα υπάρχω;
› 
Από το «Ποσειδώνιο» στο Σαν Ρέμο
› 
Τα φυτά που μιλάνε
© ΙΣΤΟΣ 2024
Κοσμάς Βίδος
Ο Κοσμάς Βίδος γράφει και (όποτε μπορεί) ταξιδεύει.
« Bloggers