Μέχρι πρότινος, κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, η θεία Ιουλία δεν μπορούσε να αποφασίσει τι δώρο θα έκανε στη βαφτισιμιά της. Έπρεπε να είναι «κάτι κομψό, γιατί η Ποτούλα ήταν πάντα comme il faut», «κάτι ξεχωριστό, για να το βλέπει και να θυμάται με αγάπη τη νονά της», «κάτι σοβαρό, γιατί τώρα πια είναι σε ηλικία που δεν μπορείς να της αγοράζεις μπιχλιμπίδια». Ώρες ατελείωτες κλωθογυρίζαμε το βαρυσήμαντο θέμα. Με τη θεία να κλείνει τα αφτιά στις προτροπές μου «μην της πάρεις τίποτε!». «Έχω υποχρέωση ως νονά». «Ως πότε; Η βαφτισιμιά σου έχει περάσει τα 70!». «Εγώ όμως είμαι πάντα η γυναίκα που της έβαλε το λάδι!». Και η λαδωμένη Ποτούλα, την οποία η θεία είχε βαφτίσει προπολεμικά, παιδάκι και εκείνη, μόλις έξι ετών, είχε αποφασίσει ότι θα είναι πάντα η αναδεξιμιά, που προσφωνεί τη συνομήλική της Ιουλία «νουνά μου» και την επισκέπτεται απαρεγκλίτως δύο φορές τον χρόνο: τα Χριστούγεννα, για να πάρει το δώρο της, και το Πάσχα, για να πάρει – στον Θεό σας! – τη λαμπάδα της.
Ευτυχώς, κάποια στιγμή, ύστερα από επίμονη παρότρυνσή μου, σταματήσαμε να της αγοράζουμε παπούτσια (όπως το θέλει η πασχαλινή παράδοση), δώρο ζημιογόνο για το οικογενειακό ταμείο, καθώς η Ποτούλα, εκτός από γεροντοβαφτιστήρα, ήταν και εξαιρετικά απαιτητική σε θέματα υποδημάτων: «Το παπούτσι αν δεν το πληρώσεις ακριβά, το πληρώνεις διπλά» έλεγε με νόημα, υπογραμμίζοντας ότι τα κότσια της («ειδικά εκείνο στο δεξί πόδι, νουνά μου, που πρέπει να το εγχειρίσω») δεν ανέχονταν παρά «τα μαλακά δέρματα του Καλογήρου». Έβηχε, ξερόβηχε η θεία Ιουλία και με έτρεχε στο Κολωνάκι, σχολιάζοντας «εγώ, για τον εαυτό μου, παπούτσι τόσο ακριβό δεν έχω αγοράσει!». Της Ποτούλας, όμως, της τα αγόραζε, επειδή «θέλω να είμαι σωστή νονά, όχι σαν εσένα που έχεις ξεχάσει τα βαφτιστήρια σου». «Και αυτά εμένα. Στην ηλικία που έχουν φτάσει, θα ήταν παράλογο να περίμεναν να τα χρυσώνω όπως κάνεις εσύ με την Ποτούλα. Παραδέξου το, η σχέση σας είναι αρρωστημένη».
«Πού φτάσαμε, παιδί μου – σε τι έκπτωση ηθών! –, να χαρακτηρίζουμε τις σχέσεις νονάς - βαφτιστήρας αρρωστημένες» με κοιτούσε με θλίψη και συνέχιζε: «Να της πάρω ένα Κωνσταντινάτο από το Μουσείο Μπενάκη;». «Θεία μου, αν κρεμάσει επάνω της τα φλουριά που της έδινες όλα αυτά τα χρόνια, δεν θα τη βλέπουμε πια, σαν την εικόνα της Μεγαλόχαρης στην Τήνο θα γίνει». «Μήπως ένα μεταξωτό μαντίλι;». «Μαγαζί ανοίγει με τα μαντίλια που της έχεις πάρει». Κολόνια, πορτοφόλι, τσάντα, ασημένια φρουτιέρα, πορσελάνινη βοσκοπούλα, κινεζικό ξυλόγλυπτο, ατμομάγειρας... Όλα απορρίπτονταν για τον ίδιο λόγο: το επί εβδομήντα-βάλε χρόνια εορταστικό αλισβερίσι της θείας και της Ποτούλας δεν άφηνε πολλά περιθώρια, όλα τα δώρα είχαν γίνει.
Όλα, εκτός από τον Μάνθο, το περυσινό υπερδώρο που έλαβε η βαφτισιμιά-Μαθουσάλας. Και το... πιο ζωντανό. Τον οποίο Μάνθο η θεία ανακάλυψε στις μικρές αγγελίες, σε ένα από τα free press που μαζεύει «για να έχω να διαβάσω μετά τα “Μυστικά της Εδέμ”». Του τηλεφώνησε, ενθουσιάστηκε και τον έστειλε στην Ποτούλα συστημένο, χωρίς προηγουμένως να με ενημερώσει. Το έμαθα το ίδιο βράδυ, όταν σήκωσα, ο άτυχος, το τηλέφωνο (χτυπούσε, νομίζω, πιο εξοργισμένο από κάθε άλλη φορά) και αντιμετώπισα μια Ποτούλα σε υστερία. «Δεν το πιστεύω! Δεν πιστεύω ότι αυτόν τον αλήτη τον έστειλε η νουνά μου!», «εγώ είμαι χήρα, δεν θέλω τέτοια!», «όποιος το έκανε κακό χρόνο να ’χει!...» κτλ.
Προσπάθησα να την ηρεμήσω για να καταλάβω τι είχε συμβεί, και αφού κατάλαβα και μπάλωσα την κατάσταση (διαβεβαιώνοντας πως «κάποιος σου έκανε μια κακόγουστη φάρσα, ξέρεις ότι η νονά σου είναι κυρία, δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο»), έκλεισα το τηλέφωνο και στράφηκα προς τη θεία: «Λέγε!». «Τι να πω;». «Πώς σου ήρθε και έστειλες τον στρίπερ στη βαφτισιμιά σου». «Τι στρίπερ;». «Από τους κανονικούς, που βγάζουν το βρακί τους και το ανεμίζουν μπροστά στα μούτρα σου». «Εγώ χορευτή της έστειλα, επειδή της αρέσουν οι παραδόσεις, για να της χορέψει ζεϊμπέκικο και τσάμικο». «Γι’ αυτό ήταν ντυμένος τσολιάς, τώρα εξηγείται. Και ας μη φορούσε τίποτε κάτω από τη φουστανέλα». «Δεν... φορούσε;». «Απ’ ό,τι κατάλαβα, ένα τάνγκα». «Εγώ, παιδάκι μου, στην αγγελία διάβασα ότι χορεύει σε κυρίες, στο σπίτι τους, και σκέφτηκα ότι θα ήταν κάτι διαφορετικό». «Γιατί δεν ρωτάς πρώτα;». «Γιατί με αποπαίρνεις». Σε αυτό είχε δίκιο, οπότε έκοψα εκεί την κουβέντα, ρωτώντας μόνο, από καθαρή περιέργεια, τη λυπητερή. «Διακόσια ευρώ πήρε, για δύο... χορούς – πώς τα λένε αυτά που κάνει – και για να της δώσει και ένα κουτί σοκολατάκια». «Σε σχήμα πέους». «Αυτό δεν το ρώτησα...». «Αυτό τής έδωσε: σοκολατάκια σε σχήμα πέους». «Και η Ποτούλα τα έφαγε;».
Ήταν η ατάκα που πυροδότησε έκρηξη γέλιου. Επί ώρες κρατούσαμε την κοιλιά μας, προσπαθώντας να φανταστούμε την έκφραση της μαυροντυμένης, θεούσας βαφτισιμιάς τη στιγμή που ο τσολιάς Μάνθος αποκαλυπτόταν. Ένας τσολιάς που μας στοίχισε... αηδόνι, αφού, μετά τα 200 ευρώ της αμοιβής του, δώσαμε άλλα τόσα για να αγοράσουμε κανονικό δώρο. Αυτά πέρυσι. Γιατί εφέτος, με τις περικοπές, η θεία το αποφάσισε: «Τέρμα τα δώρα, εξάλλου, σε λίγο η Ποτούλα κλείνει τα 80, φτάνει!». «Ε δεν πειράζει, αφού την έχεις κακομάθει, πάρ’ της κάτι... Υπάρχουν και φθηνές λύσεις» της είπα. «Όπως;». «Διακόσια είχες δώσει στον Μάνθο πέρυσι; Εγώ της χορεύω με τα μισά εφέτος». Pourquoi pas? Και αυτές τις δύσκολες ημέρες, πενία τέχνας κατεργάζεται...